Oι κυρώσεις της ΕΕ εναντίον της Ρωσίας υπήρξαν μία ολοκληρωτική αποτυχία έγραψε πρόσφατα στον λογαριασμό του στο Twitter o Γκι Φερχόφσταντ. Ο ευρωβουλευτής υπήρξε πρωθυπουργός του Βελγίου και μετά για πολλά έτη επικεφαλής της ομάδας των Φιλελευθέρων στην Ευρωβουλή.
Οι επιπτώσεις των εννέα πακέτων κυρώσεων στην Ρωσία έγραψε ο φιλελεύθερος πολιτικός «ήταν κάτω από το μηδέν». Οι προσπάθειες της ΕΕ να τιμωρήσει την Ρωσία είχαν τα αντίθετα αποτελέσματα αυξάνοντας τις εισαγωγές από εκεί: «Επιβραβεύουμε την Ρωσία για τον πόλεμο εναντίον μας!» έγραψε.
Tους λόγους για τους οποίους το όργιο των κυρώσεων (9 γύροι κυρώσεων!) που έχουν επιβάλλει Ουάσιγκτον/Βρυξέλλες στην Ρωσία δεν έχει φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αναλύει σε άρθρο της η Mariya Grinberg, καθηγήτρια σε θέματα ασφάλειας του Πανεπιστημίου του ΜΙΤ.
- H συλλογική μορφή των κυρώσεων δίνει κίνητρα σε κάθε μέλος της συμμαχίας που επιβάλλει τις κυρώσεις να προσπαθήσει να μειώσει τις επιπτώσεις σε αυτό που θα έχει ο τερματισμός των οικονομικών σχέσεων με την Ρωσία. Eτσι το Βέλγιο συνεχίζει να εισάγει ρωσικά διαμάντια, η Γαλλία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Φινλανδία πυρηνικά καύσιμα και η Ελλάδα συνεχίζει να δίνει μάχες για να μπορέσουν οι Έλληνες εφοπλιστές να μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο. Αυτό δίνει στη Ρωσία χρόνο να προσαρμοστεί σε μελλοντικές κυρώσεις και δίνει στις δυτικές επιχειρήσεις κίνητρα να αυξήσουν τις συναλλαγές τους με την Ρωσία προτού να επιβληθούν οι κυρώσεις.
- Η επιβολή ολοκληρωτικού οικονομικού αποκλεισμού της Ρωσίας ενέχει τρομερό οικονομικό κόστος αν ληφθεί υπόψη ότι κράτη όπως η Ινδία, η Κίνα, η Ινδονησία, η Νότιος Αφρική, η Βραζιλία, το Μεξικό, η Κολομβία, η Αργεντινή -όπου ζει η συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού- δεν συμμετέχουν στις κυρώσεις. Το να προσπαθήσει η αντιρωσική συμμαχία να εξαναγκάσει αυτές τις χώρες να συμμετάσχουν στις κυρώσεις θα έχει τέτοιο κόστος πού θα υπερβεί οποιαδήποτε οφέλη.
- Ακόμα και αν η Δύση είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει το τεράστιος κόστος της επιβολής του ολοκληρωτικού αποκλεισμού της Ρωσίας, μία τέτοια πολιτική θα οδηγούσε στην επιδείνωση των στρατιωτικών ικανοτήτων της Ρωσίας. Ομως αυτό σημαίνει την εξασθένιση της ικανότητας μιας πυρηνικής δύναμης να υπερασπιστεί τα σύνορα της. Ο οικονομικός στραγγαλισμός που συνεπάγεται ένα άμεσο κίνδυνο για την επιβίωση μιας χώρας, αυξάνει κατακόρυφα τις πιθανότητες για πυρηνική κλιμάκωση.
- Αν οι κυρώσεις αποτελούν μέρος μιας πολιτικής «παραδειγματισμού», ώστε να μην συμπεριφερθούν άλλες χώρες στο μέλλον με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρθηκε η Ρωσία, συνήθως έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Αντί να «παραδειγματιστούν» από τις κυρώσεις οι άλλες χώρες αρχίζουν να επεξεργάζονται από τώρα σενάρια που θα τις κάνουν λιγότερες ευάλωτες σε μελλοντικές δυτικές κυρώσεις. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή θεσμών η την δημιουργία παραλλήλων δομών που μειώνουν σημαντικά την ευημερία που παράγει το σημερινό διεθνές οικονομικό σύστημα. Το σημερινό σύστημα βασίζεται σε θεσμούς που βασίζονται με τη σειρά τους στην εμπιστοσύνη. Το διεθνές οικονομικό σύστημα μπορεί να λειτουργήσει όταν τα κράτη αναμένουν μια σταθερή συμπεριφορά από αυτούς με τους οποίους συναλλάσσονται. Πάνω από όλα τα κράτη πρέπει να έχουν την σιγουριά ότι το οικονομικό σύστημα δεν θα μετατραπεί σε όπλο εναντίον τους. Σήμερα π.χ το αίτημα της κρατικοποίησης ρωσικών περιουσιών στη Δύση για την ανασυγκρότηση της Ουκρανίας καταστρέφει κάθε εμπιστοσύνη στον θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας.
Και καταλήγει η αμερικανίδα αναλύτρια:
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν μπορεί να τελειώσει με καθαρά οικονομικά μέσα. Στον βαθμό μάλιστα που η Ινδία και η Κίνα... δεν υποστηρίζουν τις κυρώσεις, η οικονομική κρατική πολιτική είναι το λάθος εργαλείο. Αν συνεχίσουμε τον δρόμο του οικονομικού πολέμου θα αλλάξουμε τις παγκόσμιες εμπορικές ροές, όμως δεν θα μπορέσουμε να επιβάλλουμε στη Ρωσία τέτοιο υψηλό κόστος ώστε να την αναγκάσουμε να εγκαταλείψει την εισβολή στην Ουκρανία. Η επιλογή που έχει η Δύση είναι να συνεχίσει να χρηματοδοτεί μια ακριβή, μακροπρόθεσμη ουκρανική σύγκρουση ή να αναζητήσει μια διπλωματική λύση».