Ενα από τα πλέον πολυσυζητημένα θέματα τον τελευταίο καιρό είναι η εμφάνιση ενός σημαντικού αριθμού ατόμων στην καλύτερη ηλικία (25-54) που αποσύρονται από τη αγορά εργασίας. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που παρουσιάζεται σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά ιδιαίτερα στις ΗΠΑ όπου οι «εγκαταλείποντες» (quitters) ξεπερνούν τα 6 εκατομμύρια.
Παράλληλα το φαινόμενο αυτό συνάδει με χαμηλά ποσοστά ανεργίας, όπως στις ΗΠΑ όπου η ανεργία είναι γύρω στο 3,5%. (πολλοί υποστηρίζουν ότι η απόσυρση από την αγορά εργασίας εξηγεί τα χαμηλά επίπεδα ανεργίας, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία).
Σε τι οφείλεται αυτή η έξοδος; Eδώ οι ερμηνείες ποικίλλουν. Για κάποιους φταίνε οι χαμηλοί μισθοί, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι φταίνε οι επιδοτήσεις της περιόδου των lockdown. Παράλληλα υπάρχουν κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι φταίνε οι γονικές παροχές που κάνουν τα παιδιά να μένουν σπίτι με τους γονείς τους. Τέλος υπάρχει και η πιο «μοδάτη» ερμηνεία που θεωρεί ότι αυτοί που εγκαταλείπουν την αγορά εργασίας είναι άτομα με πρωτοποριακές ιδέες που δεν τους χωράει η καθημερινότητα της ρουτίνας και επιθυμούν να έχουν μεγαλύτερη αυτονομία και έλεγχο της εργασίας τους.
Κάθε μία από αυτές τις ερμηνείες έχει κάτι να προσφέρει, όμως καμία δεν παρουσιάζει ολόκληρο το story. Αν πάρουμε π.χ τη θεωρία ότι φταίνε οι επιδοτήσεις της περιόδου των lockdown, αυτό δεν εξηγεί το γεγονός ότι η «Μεγάλη Έξοδος» είχε ξεκινήσει πριν από την πανδημία αν και φυσικά επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της.
Επίσης η «μοδάτη» θεωρία δεν συνάδει με το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των «εγκαταλειπόντων» είναι άνδρες χαμηλής εξειδίκευσης που δεν έχουν πανεπιστημιακό τίτλο. Η συμμετοχή ατόμων στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί σημαντικά για τα άτομα με πτυχίο λυκείου κάτι που δεν παρατηρείται στα άτομα με πανεπιστημιακά πτυχία. Παρόλο που υπάρχουν φυσικά εξαιρέσεις, το προφίλ του μέσου «εγκαταλείποντος» δεν είναι ακριβώς αυτό του «ψηφιακού νομάδα» που είναι το πρότυπο της «μοδάτης» θεωρίας.
Η θεωρία ότι οι χαμηλοί μισθοί ευθύνονται για την απόσυρση των ατόμων χαμηλής εκπαίδευσης από την αγορά εργασίας έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι οι αμοιβές για θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης έχουν παραμείνει σταθερές εδώ και αρκετά χρόνια -χωρίς αυτό να είχε οδηγήσει σε απόσυρση από την αγορά εργασίας παλαιότερα.
Όμως εδώ υπάρχει ένα ενδιαφέρον γεγονός: Oτι ενώ οι μισθοί των ατόμων χαμηλής ειδίκευσης έχουν παραμείνει σταθεροί, έχουν πολλαπλασιαστεί οι αμοιβές των ατόμων πανεπιστημιακής μόρφωσης και μεγαλύτερης εξειδίκευσης. Με άλλα λόγια έχει αυξηθεί το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δυο κατηγοριών εργαζομένων κάτι που πλήττει την κοινωνική εκτίμηση και οδηγεί σε αισθήματα απαξίωσης του χαμηλόμισθου εργαζομένου. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα και σε πολλές περιπτώσεις παραβατική συμπεριφορά.
Σε κάθε περίπτωση η καθίζηση της κοινωνικής εκτίμησης που αισθάνεται ο εργαζόμενος βλέποντας την συνεχή διεύρυνση του μισθολογικού χάσματος με τους άλλους εργαζόμενους μειώνει αισθητά τα κίνητρα του να παραμείνει σε μια αγορά εργασίας όπου βιώνει καθημερινή απαξίωση.
Υπάρχει και μία άλλη διάσταση. Η οικογένεια. Για πολλούς οικονομολόγους ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας είναι ίσως το μεγαλύτερο κίνητρο για να μείνει κάποιος στην αγορά εργασίας. Όμως τα άτομα με χαμηλή εξειδίκευση όπως είδαμε πάσχουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση κάτι που σύμφωνα με τον οικονομολόγο Pingui Wu μειώνει τις πιθανότητες τους να «σκοράρουν» στην αγορά γάμου.
Συνοψίζει ο οικονομολόγος Ryan McMaken: «Οπως έχουν δείξει άλλοι, η δομή της οικογένειας στις ΗΠΑ έχει αλλάξει δραματικά από τη δεκαετία του '60, με μία δραματική πτώση στον αριθμό των λιγότερο μορφωμένων ατόμων που δημιουργούν και διατηρούν σταθερούς γάμους. Βλέπουμε επίσης μια αύξηση στον αριθμό των λιγότερο μορφωμένων ατόμων που ζουν με τους γονείς τους η άλλους συγγενείς».
Αν ο γάμος είναι το μεγαλύτερο κίνητρο να παραμείνει κάποιος στην αγορά εργασίας, τότε οι γονικές παροχές (στέγη, τροφή, ρούχα κ.λπ.) στο βαθμό που δημιουργούν αντικίνητρα σε κάποιον να παντρευτεί και να φύγει από το σπίτι, ενισχύουν τις τάσεις του να αποχωρήσει από την αγορά εργασίας.
Ο γάμος ίσως να μην παρέχει πάντοτε το κλειδί για την καρδιά της νύφης, όμως παρέχει σχεδόν πάντοτε το κλειδί για την ένταξη και παραμονή στην αγορά εργασίας.