«(με την άνοδο του καπιταλισμού)... στη θέση των παλιών αναγκών, που ικανοποιούνταν από τα εθνικά προϊόντα, μπαίνουν καινούργιες ανάγκες που για να ικανοποιηθούν απαιτούν προϊόντα των πιο απομακρυσμένων χωρών και κλιμάτων».
Καρλ Μαρξ
Αν δούμε τον Πελέ ως οικονομικό φαινόμενο, η παρουσία και διαδρομή του σηματοδοτεί την απαρχή μιας από τις πιο σημαντικές εξελίξεις στο ποδόσφαιρο: Τη μετάβαση του αθλήματος από ένα φαινόμενο τοπικής εμβέλειας -και αναλόγων οικονομικών αποδόσεων- σε ένα φαινόμενο παγκόσμιας εμβέλειας με στρατοσφαιρικές αποδόσεις που καθορίζονται από κέντρα αποφάσεων μακρυά, πολύ μακρυά από τον χώρο που δραστηριοποιείται η ομάδα.
Δεν ήταν πάντοτε έτσι τα πράγματα στην ζωή του Πελέ. Ποτέ του δεν είχε παίξει σε άλλη ομάδα πέρα από την Σάντος. Κατά την δεκαετία του '60 του 20ου αιώνα ο Πελέ αρνείτο επίμονα να πάει να παίξει σε ομάδα του εξωτερικού λέγοντας:
«Είχα τους λόγους μου. Με άλλα λόγια με ξετρέλανε το ρύζι και τα φασόλια που μού έκανε η μαμά μου. Αισθανόμουν άνετος και ευτυχής στη χώρα μου. Oι γονείς μου ζούσαν λίγα μέτρα από το σπίτι μας η θερμοκρασία ήταν πάντα 25 βαθμοί και η παραλία ήταν υπέροχη».
Ομως παράλληλα σιγά-σιγά αρχίζουν να ξυπνάνε οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και μια διαδικασία στην οποία ο ποδοσφαιριστής της Σάντος θα παίξει καθοριστικό ρόλο. Κομβικό σημείο εδώ υπήρξε το Μουντιάλ του Μεξικό το 1970. Σε αυτό το Μουντιάλ υπήρξαν δυο σημαντικές εξελίξεις πού άλλαξαν για πάντα την φύση του προϊόντος:
- H μετάδοση των αγώνων θα ήταν έγχρωμη. Αυτό άνοιγε τεράστιες δυνατότητες στο μάρκετινγκ του ποδοσφαίρου καθώς και στην «κατασκευή» ειδώλων όπως ο Πελέ.
- Ο προπονητής μιας ομάδας θα μπορούσε για λόγους τακτικής να αλλάξει παίκτες κατά τη διάρκεια του αγώνα όπως γίνεται σήμερα. Μέχρι τότε ο προπονητής μπορούσε να αλλάξει ποδοσφαιριστές μόνο αν είχαν τραυματισθεί. Αυτή η αλλαγή σήμανε μια μεγάλη μεταφορά εξουσίας από τον ποδοσφαιριστή στο «σύστημα».
Στο Μουντιάλ του Μεξικού η διεθνής προβολή του Πελέ στη βάση ενός έξυπνου μάρκετινγκ που τόνιζε την ταπεινή καταγωγή του και τις τεράστιες δυνατότητες του υπήρξε κάτι πρωτοφανές. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια εποχή υπήρξε και ένα κύμα βαφτίσεων παιδιών στην Λατινική Αμερική στα οποία έδιναν το όνομα του Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή.
Και μετά έρχεται η μετάβαση του Πελέ στο «βασίλειο του χρυσού», με απολαβές στρατοσφαιρικές για την εποχή, δηλαδή στην ομάδα Κόσμος της Νέας Υόρκης. Ο μεγιστάνας Steve Ross μαζί με άλλους επιχειρηματίες είχαν δημιουργήσει την ομάδα που χρειαζόταν μια τέτοια διεθνοποιημένη πόλη, όπως η Νέα Υόρκη.
Το 1975 κατέφθασε ο Πελέ. Από τη σκοπιά της εμπορικής παγκοσμοποίησης του αθλήματος η -σχετικά ποδοσφαιρικά αδιάφορη- σταδιοδρομία του Πελέ στην Κόσμος υπήρξε πιο σημαντική από την προηγούμενη -ποδοσφαιρικά πολύ πιο σημαντική- παρουσία του στη Σάντος.
Γράφει ο Gustavo Ogarrio αναφερόμενος στην έλευση του Πελέ στην Κόσμος: «Εμπορικές μάρκες, προσωπική ζωή, μιντιατικές επιπτώσεις και η καπιταλιστική αγορά του ποδοσφαίρου μεγάλης κλίμακας διασυνδέθηκαν με το πρόσωπο του Πελέ με έναν τρόπο αδιανόητο μέχρι τότε».
Φανελάκια, ποδοσφαιρικά παπούτσια, μια ολόκληρη γραμμή αθλητικών ρούχων, κολόνιες και σαμπουάν, κρέμες ξυρίσματος, τηλεοπτικά δικαιώματα, chicas bonitas, όλο αυτό το πακέτο που έφερνε τη σφραγίδα του Βραζιλιανού ειδώλου, άνθισε στην πιο καταναλωτική κοινωνία του κόσμου, τις ΗΠΑ.
Σήμερα, όλα αυτά τα φαινόμενα θεωρούνται περίπου αυτονόητα και μέρος της εμπορικής παγκοσμιοποίησης του αθλήματος. Όμως τότε που το ποδόσφαιρο διατηρούσε ακόμα τις «κοινοτικές βάσεις» του, η περίπτωση του διεθνούς μάρκετινγκ του προϊόντος «Πελέ» υπήρξε επαναστατική...
Φυσικά βοήθησε και ο Πελέ που πάντα συμπεριφερόταν με πολύ προσεκτικό τρόπο και δεν δημιουργούσε τριβές. Ετσι π.χ. πολλοί του καταλογίζουν ότι ήταν υπερβολικά σιωπηλός στο θέμα της χούντας της Βραζιλίας που ήρθε στην εξουσία το 1964. (αργότερα στην περίπτωση Μπολσονάρο υπήρξε πιο εκδηλωτικός χαρίζοντας του μία φανέλα της Σάντος με ιδιόχειρο αφιέρωμα: «Στον πρόεδρο Μπολσονάρο με μία αγκαλιά. Εντσον Πελέ»....)
Tο φαινόμενο Πελέ σημάδεψε την αρχή της σοβαρής οικονομικής παγκοσμιοποίησης του ποδοσφαίρου. Σιγά-σιγά το παιχνίδι έχασε την «κοινοτική βάση» του, καθώς σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό οι ποδοσφαιριστές που απάρτιζαν τις ομάδες είχαν ελάχιστη σχέση με την τοπική κοινότητα, ενώ οι οπαδοί από την πλευρά τους, όπως μας θυμίζει ο Μαρξ, «για να ικανοποιηθούν απαιτούν προϊόντα των πιο απομακρυσμένων χωρών και κλιμάτων».
Στο νέο πλαίσιο οι ποδοσφαιριστές άρχισαν να μετακινούνται σε όλο τον κόσμο αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες με υψηλότερα έσοδα και πολύ γρήγορα το «ρύζι με τα φασόλια της μαμάς» έπαψαν να αποτελούν σοβαρό αντικίνητρο στους πειρασμούς της παγκοσμιοποίησης.