Στη σημασία των εγγυήσεων του «Ηρακλή» στη διαχείριση του μεγάλου αποθέματος των κόκκινων δανείων και τον ρόλο των servicers, που έχουν από τον νόμο αποκλειστικό αντικείμενο τη διαχείριση δανείων με περιορισμένους βαθμούς ελευθερίας στον τρόπο άσκησης της δραστηριότητάς τους, αναφέρεται ο Θόδωρος Καλαντώνη, εκτελεστικός πρόεδρος του Δ.Σ. της doValue Greece σε άρθρο του στη "Καθημερινή".
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο:
Στο ξεκίνημα της νέας χρονιάς, παρά τις μεγάλες διεθνείς προκλήσεις, επικρατεί γενικά μια εύλογη αισιοδοξία για την ελληνική οικονομία. Το 2022 η ανάπτυξη ήταν σχεδόν τριπλάσια από ό,τι στην ευρωζώνη, ενώ για το 2023 η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα αποφύγει την ύφεση και θα κινηθεί ξανά πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Όλοι αναγνωρίζουν ότι τέτοια εικόνα θα ήταν αδύνατη χωρίς ένα ντόμινο εξελίξεων που επιτρέπουν σήμερα την ομαλή και απρόσκοπτη παροχή δανείων από τις ελληνικές τράπεζες για ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις σε μια οικονομία με υψηλές χρηματοδοτικές απαιτήσεις, καθώς βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.
Ο λεγόμενος «ενάρετος κύκλος» είχε στο κέντρο του την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, δηλαδή την απαλλαγή τους από το τεράστιο απόθεμα κόκκινων δανείων που είχε συσσωρεύσει μια δεκαετία διαρκών κρίσεων. Στην κορύφωσή τους, ένα στα δύο δάνεια ήταν σε καθυστέρηση – για μια αίσθηση των μεγεθών ας θυμηθούμε ότι σήμερα στις ευρωπαϊκές αγορές οι αθετήσεις κινούνται περίπου στο 2-3%.
Ο βασικός μηχανισμός μεταφοράς αυτών των δανείων εκτός τραπεζών ήταν οι τιτλοποιήσεις. Και για να ολοκληρωθούν με επιτυχία αυτές οι τιτλοποιήσεις προβληματικών χαρτοφυλακίων, χωρίς να χρειαστεί μια ακόμη ανακεφαλαιοποίηση, με ό,τι αυτό θα σήμαινε για τράπεζες, κράτος, φορολογούμενους και την οικονομία συνολικά, εκπονήθηκε -στη βάση του αντίστοιχου ιταλικού- το σχέδιο «Ηρακλής» για την παροχή κρατικής εγγύησης με όρους αγοράς στα ομόλογα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior notes) αυτών των τιτλοποιήσεων.
Ο «Ηρακλής» αποδείχθηκε στην πράξη αντάξιος του ονόματός του, αναζωογόνησε την τραπεζική πίστη και στηρίζει την ανάπτυξη. Για να το πετύχει, όμως, κρατάει και ένα ρόπαλο – που αρκετές φορές παραβλέπεται στο δημόσιο διάλογο. Το σχέδιο, για να λάβει την έγκριση των ευρωπαϊκών αρχών και να είναι πειστικό στις αγορές, περιλαμβάνει ένα εξαιρετικά λεπτομερειακό και αυστηρό πλέγμα ρυθμίσεων.
Επιβάλλει, πρώτα από όλα, την εμπλοκή της ελεύθερης αγοράς, με τη μεταβίβαση σε ιδιώτες επενδυτές ομολόγων μεσαίας και χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (mezzanine και junior notes). Επιπλέον, τη διαχείριση των δανείων δεν έχουν πλέον οι τράπεζες, αλλά ένας νέος κλάδος του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι servicers, που αναδύθηκε -όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μετά από μια βαθιά κρίση- ακριβώς λόγω της ανάγκης εξειδικευμένης διαχείρισης ενός μεγάλου αποθέματος κόκκινων δανείων.
Οι servicers, όμως, δεν είναι εταιρίες σαν όλες τις άλλες. Έχουν από τον νόμο αποκλειστικό αντικείμενο τη διαχείριση δανείων και από τον «Ηρακλή» περιορισμένους βαθμούς ελευθερίας στον τρόπο άσκησης της δραστηριότητάς τους. Αυτό δεν φαίνεται να έχει γίνει κτήμα ούτε της κοινής γνώμης, ούτε των οικονομικών σχολιαστών, μερικές φορές ούτε καν εκπροσώπων θεσμικών φορέων που εμπλέκονται άμεσα στις αντίστοιχες διαδικασίες.
Κάθε τιτλοποιημένο χαρτοφυλάκιο συνοδεύεται από ένα συγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο (business plan). Το σχέδιο αυτό προσδιορίζει μια αντίστοιχη στρατηγική διαχείρισης, η οποία έχει εγκριθεί από το ελληνικό Δημόσιο και η υλοποίησή της δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του διαχειριστή.
Η εκτέλεση του business plan παρακολουθείται από (α) το Δημόσιο, που έχει δώσει την εγγύησή του, όπως προαναφέρθηκε (β) τις τράπεζες, που κατέχουν τα senior notes της τιτλοποίησης και (γ) τους επενδυτές, που έχουν αγοράσει τα mezzanine και junior notes της τιτλοποίησης, ώστε να εκπληρωθεί η εποπτική προϋπόθεση συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα και να εγκριθεί η τιτλοποίηση από τις ευρωπαϊκές αρχές (την ΕΚΤ, μέσω του SSM).
Η δραστηριότητα των servicers διεξάγεται σε ένα αυστηρό κανονιστικό περιβάλλον και υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, η αποτελεσματικότητά τους στην εκτέλεση των business plan υπόκειται σε διαρκή έλεγχο. Οι κυρώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση αστοχίας ξεκινούν από την μη καταβολή της αμοιβής του, σε περίπτωση που η υστέρηση ξεπερνά ένα 15-20% του στόχου, και μπορεί να φτάσει έως και στην αφαίρεση του χαρτοφυλακίου. Κάτι τέτοιο, εκτός από την οικονομική ζημία, βλάπτει και τη φήμη του servicer, κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό για τους μητρικούς ομίλους που είναι διεθνείς επενδυτές και δεν διακυβεύουν την αμαύρωση του ονόματός τους.
Τέλος, όταν εξετάζεται ο τρόπος διαχείρισης των χαρτοφυλακίων, πρέπει να είναι σαφές ότι όχι μόνον η διαδικασία γενικά, αλλά και τα συγκεκριμένα βήματά της, είναι εκ των προτέρων προσδιορισμένα από το νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο. Ο servicer δεν μπορεί να επιλέξει ελεύθερα, όπως πολλοί θεωρούν, την αναγκαστική εκτέλεση έναντι μιας ρύθμισης – που ούτως ή άλλως είναι πιο συμφέρουσα για όλους τους εμπλεκόμενους.
Της καταγγελίας της σύμβασης, που δυνητικά οδηγεί στην έσχατη λύση του πλειστηριασμού, προηγείται η κατηγοριοποίηση του οφειλέτη ως μη συνεργάσιμου. Αλλά ούτε αυτή η απόφαση εναπόκειται στην κρίση και τη βούληση του servicer. Αντιθέτως, η έννοια του μη συνεργάσιμου έχει σαφή ορισμό και προδιαγραφές από τον Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδας.
Αυτό σημαίνει ότι ο servicer πρέπει να έχει εξαντλήσει όλες τις προβλεπόμενες ενέργειες με σκοπό την εξεύρεση συναινετικής λύσης για τη ρύθμιση του δανείου, είτε στην περίπτωση των φυσικών προσώπων είτε των επιχειρήσεων, πριν προχωρήσει στην καταγγελία. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι για να ενεργοποιηθούν όλες οι δικλείδες και να οδηγηθεί η δανειακή σύμβαση στην εκποίηση της εξασφάλισης που την συνοδεύει θα πρέπει να περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο οφειλέτης συνήθως δεν εξυπηρετεί το δάνειό του.
Γιατί τόσες δεσμεύσεις, εποπτεία και αυστηρότητα στο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο; Η άποψη, που διατυπώνεται είτε από άγνοια είτε παραπλανητικά, ότι οι εγγυήσεις του «Ηρακλή» δόθηκαν για να προστατεύσουν τις αποδόσεις, δηλαδή τα κέρδη των ιδιωτών επενδυτών (funds) που αγόρασαν τα ομόλογα μεσαίας και χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, δεν έχει πραγματική βάση.
Ο πραγματικός λόγος είναι ότι ο «Ηρακλής» σχεδιάστηκε με πρώτο μέλημα την ελαχιστοποίηση του κινδύνου να καταπέσουν οι εγγυήσεις, δηλαδή να πληρώσει το Δημόσιο την εγγύηση και έτσι το κόστος των κόκκινων δανείων να αναληφθεί από τον Έλληνα φορολογούμενο. Παράλληλα, προστατεύει από το ενδεχόμενο να φορτωθούν ξανά οι ισολογισμοί των τραπεζών με τα παλιά κόκκινα δάνεια, στην περίπτωση που οι στόχοι ανακτήσεων δεν επιτευχθούν, αποτρέπει δηλαδή την ανακύκλωση της τραπεζικής κρίσης.