Ενα πολύ σημαντικό πολιτικό γεγονός συνέβη πρόσφατα και πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Για πρώτη φορά ένα μεγάλο κόμμα της αντιπολίτευσης, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή την επίσκεψη Σολτς άσκησε κριτική στην κυβέρνηση επειδή η τελευταία αποφεύγει να αναλάβει μια «πρωτοβουλία ειρήνης» ως στόχο της πολιτικής της στο Ουκρανικό, περιοριζόμενη μόνο σε συζητήσεις για τον περαιτέρω εξοπλισμό της Ουκρανίας (φυσικά στο παρελθόν και άλλα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς, όπως π.χ. το ΜέΡΑ25, είχαν υιοθετήσει ανάλογες προτάσεις).
Πολλοί θεωρούμε ότι μια κατ’ εξοχήν ειρηνική πρωτοβουλία, όπως οι διαπραγματεύσεις, είναι κάτι το αυτονόητο, η μοναδική λύση για την επίλυση της ουκρανικής κρίσης. Και γι' αυτό ίσως να μη μας εντυπωσιάζει η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως δεν είναι έτσι.
Το νεοσυντηρητικό κατεστημένο που κατευθύνει την πολιτική των ΗΠΑ σήμερα (με επικεφαλής τους Αντονι Μπλίνκεν και Τζέιμς Σάλιβαν) είναι βαθύτατα πεπεισμένο ότι προϋπόθεση για οποιαδήποτε λύση δεν είναι οι διαπραγματεύσεις, αλλά μια στρατιωτική ήττα της Ρωσίας και μια αλλαγή ηγεσίας στο Κρεμλίνο. Παράλληλα, εντάσσουν την περιφερειακή ρήξη στην Ουκρανία σε μια παγκόσμια πάλη μεταξύ του Καλού («δημοκρατία») και του Κακού («απολυταρχισμός»), που θυμίζει περισσότερο «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» παρά σοβαρή πολιτική ανάλυση. Να σημειωθεί ότι όλα αυτά δεν αποτελούν κρυφό στόχο των ιθυνόντων της Ουάσιγκτον, αλλά έχουν διατυπωθεί επανειλημμένως από τα πιο επίσημα χείλη, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Μπάιντεν.
Στην Ουάσιγκτον σήμερα επικρατεί ένα κύμα αντιρωσικού μακαρθισμού που βλέπει σε κάθε πρόταση για διαπραγματεύσεις μια «προδοσία» και σε κάθε υποστηριχτή της ειρηνικής διεξόδου έναν «πράκτορα του Πούτιν». Δεν έχει άλλωστε περάσει πολύς καιρός από τότε που η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου υποστήριζε ότι οι δημοσιογράφοι που έθεταν κριτικές ερωτήσεις «επαναλαμβάνουν τις απόψεις του Πούτιν» (“repeating Mr. Putin’s talking points”). Πρόσφατα, μια ομάδα βουλευτών της αριστερής πλευράς του Δημοκρατικού κόμματος αναγκάστηκε να αποσύρει μια πρόταση που υπογράμμιζε την ανάγκη για διαπραγματεύσεις, μετά την (καλά ενορχηστρωμένη) «κατακραυγή» που προκάλεσε η πρόταση.
Στο ίδιο πλαίσιο άρνησης των διαπραγματεύσεων ανήκουν και οι τεκμηριωμένες πλέον προσπάθειες Δυτικών ηγετών, όπως του Μπόρις Τζόνσον την περασμένη άνοιξη, να υπονομεύσουν το σχέδιο συμφωνίας που είχαν συμφωνήσει οι εκπρόσωποι της Ουκρανίας και της Ρωσίας στις συναντήσεις τους στην Κωνσταντινούπολη. Εξοργισμένος o Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου δεν δίστασε να περιγράψει την κατάσταση με ασυνήθιστη για διπλωμάτη αμεσότητα: «Υπάρχουν χώρες εντός του ΝΑΤΟ», είπε, «που επιθυμούν να συνεχιστεί ο πόλεμος, να αφήσουν τον πόλεμο να συνεχιστεί και να εξασθενήσει η Ρωσία».
Φυσικά δεν είναι μόνο η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της που ευθύνονται για τη μη τέλεση διαπραγματεύσεων και τη συνέχιση της άσκοπης και αιματηρής σύγκρουσης. Μεγάλη ευθύνη φέρει και η ρωσική ηγεσία. Τεράστιο λάθος, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, υπήρξε η προσάρτηση περιοχών της ανατολικής Ουκρανίας στη Ρωσία. Πώς μπορείς άραγε να περιμένεις μετά απ’ αυτό ότι οποιοσδήποτε Ουκρανός πολιτικός θα διαπραγματευθεί με κάποιον που έχει αφαιρέσει βιαίως το 20% της χώρας και δηλώνει ότι η προσάρτηση είναι μη διαπραγματεύσιμη;
Πάντως, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι διαπραγματεύσεις, είναι η μόνη λύση αν δεν θέλουμε να δούμε τον κόσμο μας να σβήνει με την ίδια ευκολία με την οποία έχουν σβήσει κατά τη διάρκεια των αιώνων αναρίθμητα αστέρια στο σύμπαν. Δυστυχώς η κυβέρνηση της ΝΔ, υιοθετώντας πλήρως το πολεμικό αφήγημα των νεοσυντηρητικών της Ουάσιγκτον και συζητώντας μόνο σχέδια περαιτέρω εξοπλισμού της Ουκρανίας (όπως σωστά επισημαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ), φέρνει πλησιέστερα αυτό το τραγικό ενδεχόμενο. Είναι λοιπόν εξαιρετικά θετικό ότι ο Αλέξης Τσίπρας θέτει στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης την ανάγκη μιας ειρηνικής εξόδου από την κρίση, που παραπέμπει σε άμεση ανακωχή και διαπραγματεύσεις. Πρόκειται για την μοναδική λύση σε μια ρήξη η οποία κορυφώθηκε, αλλά δεν ξεκίνησε με τη ρωσική εισβολή του Φεβρουαρίου.