Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στο τέλος του 2022 ο παγκόσμιος πληθυσμός θα υπερβεί το επίπεδο των 8 δισ. ατόμων από 1 δισ. που ήταν το 1.800, με αποτέλεσμα να έχει οκταπλασιαστεί κατά τους τελευταίους δύο αιώνες. Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, το 2050 ο παγκόσμιος πληθυσμός θα προσεγγίσει τα 10 δισ. άτομα, σημειώνοντας σταδιακά μία επιβραδυνόμενη αύξηση του μεγέθους του.
Έτσι, από ένα ετήσιο ρυθμό αύξησης 2% του παγκόσμιου πληθυσμού τα τελευταία εξήντα χρόνια, σήμερα ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του είναι 1%, αναμένοντας σταδιακά την μείωση του λόγω της μείωσης της γονιμότητας (από πέντε παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία το 1950, σε 2,3 παιδιά το 2022, 2,1 παιδιά το 2050 και σε 1,8 παιδιά το 2100), (G.Pison, Alternatives Economiques, 26/9/2022).
Στο παγκόσμιο αυτό πληθυσμιακό πλαίσιο στην Ε.Ε.-27 (Eurostat) το 2021 διέμεναν 510,3 εκατομμύρια άτομα. Πιο συγκεκριμένα από το 1960 μέχρι το 2021 ο πληθυσμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε κατά 107,7 εκατομμύρια άτομα (ετήσιο ποσοστό αύξησης 0,5%). Παράλληλα το συνολικό ποσοστό γονιμότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση από 1,46 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία το 2001, αυξήθηκε σε 1,58 το 2014 και μειώθηκε σε 1,5 παιδιά το 2021 (2,1 παιδιά ανά γυναίκα θεωρείται ο φυσικός ρυθμός αντικατάστασης στις ανεπτυγμένες χώρες).Έτσι στο μέλλον η μείωση του πληθυσμού (Ε.Ε.27, 424,3 εκατομ. άτομα το 2070, Europop 2019), η συρρίκνωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, η γήρανση του πληθυσμού και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής στην Ε.Ε.-27 και στα κράτη-μέλη, επηρεάζουν, μεταξύ άλλων, είτε άμεσα, είτε έμμεσα την διάρθρωση του εργατικού δυναμικού, τις συνθήκες προσφοράς και αποτελεσματικότητας της αγοράς εργασίας και την μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Οι εξελίξεις αυτές συντελούνται εξαιτίας της υπογεννητικότητας, το επίπεδο της οποίας αδυνατεί να συμβάλλει στην σταθεροποίηση του ενεργού πληθυσμού για τις επόμενες γενεές. Στην προοπτική αυτή, «η διεθνής μετανάστευση (4% του παγκόσμιου πληθυσμού) θα συνεχιστεί αλλά δεν θα οδηγήσει σε μία θεμελιώδη ανακατανομή του παγκόσμιου πληθυσμού», καθώς «η κλιματική αλλαγή θεωρείται απίθανο να οδηγήσει σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από την μία ήπειρο στην άλλη», (G.Pison, Alternatives Economiques, 26/9/2022).
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ κατά την περίοδο 2010-2015 κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), οι γυναίκες στα 65 τους αναμενόταν να ζήσουν επιπλέον κατά 20,8 χρόνια και οι άνδρες κατά 17,4 χρόνια, μέχρι το 2060-2065 εκτιμάται ότι οι γυναίκες θα ζουν πέντε χρόνια περισσότερο (25,8 χρόνια) και οι άνδρες 4,5 χρόνια (21,9 χρόνια), (ΟΟΣΑ, 2013).
Στις συνθήκες αυτές παρατηρείται ότι η γήρανση του πληθυσμού στα νότια κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξελίσσεται ταχύτερα απ’ αυτή των βόρειο-κεντρικών κρατών-μελών της Ένωσης, με αποτέλεσμα, κατά την Eurostat, να αναμένεται «ο περιορισμός της ικανότητας των νότιων κρατών-μελών να εισπράττουν φορολογικά έσοδα, να ισοσκελίζουν τα οικονομικά τους, να χορηγούν επαρκείς συντάξεις και να δημιουργούν επαρκές επίπεδο υποδομών και παρεχόμενων υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης».
Η αποτροπή μίας δυσμενούς προοπτικής διαβίωσης των μελλοντικών συνταξιούχων, ιδιαίτερα, στις νότιες χώρες της Ε.Ε.-27, επιβάλλει τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μίας μακράς πνοής στρατηγικής ανάπτυξης από την πλευρά της προσφοράς (επενδύσεις, τεχνολογία, παραγωγικότητα) και της ζήτησης (απασχόληση, εισόδημα, κοινωνικό κράτος), αντί των περιοριστικών πολιτικών λιτότητας, και δημοσιονομικής πειθαρχίας των τελευταίων δεκαετιών.
Οι προκλήσεις σε ΕΕ και Ελλάδα...
Ακριβώς, αυτή η στρατηγική αποτελεί μία από τις σοβαρότερες προκλήσεις της Ε.Ε.-27 κατά τον 21ο αιώνα. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα, μία από τις νότιες χώρες της Ε.Ε.-27, ο δείκτης γήρανσης του πληθυσμού (old dependency ratio) θα αυξηθεί, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (AWG 2021), από 35,1% το 2020 σε 68,1% το 2070.
Επιπλέον, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (AWG 2021) για την Ελλάδα ο πληθυσμός από 10,4 εκατ. κατοίκους το 2021 θα μειωθεί σε 8,6 εκατ. κατοίκους το 2070 και το εργατικό δυναμικό από 4,650 εκατ. άτομα το 2021 θα μειωθεί σε 3,573 εκατ. άτομα το 2070.
Όμως, οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού στην ελληνική οικονομία και κοινωνία μπορούν, μεταξύ άλλων, να καλυφτούν από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την αύξηση της απασχόλησης και την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό (participation rate) και ειδικά των γυναικών.
Το 2021 η παραγωγικότητα της εργασίας ήταν 0,3% και η απασχόληση ήταν μόλις στο 57% και η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό από το 73% (82% οι άνδρες και 65% οι γυναίκες). Έτσι, εάν η παραγωγικότητα αυξηθεί 1,5%, όπως θεωρεί η μελέτη του AWG 2021 και το ποσοστό απασχόλησης αυξηθεί στο 75% και η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό στο 83% (86% άνδρες και 78%), τότε οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού καλύπτονται χωρίς να χρειαστεί να γίνει καμία παρέμβαση, όπως αυτή της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης, η οποία θα κοστίσει στον Κρατικό Προϋπολογισμό και θα προσθέσει στο χρέος της χώρας μας τουλάχιστον 78 δισ. ευρώ.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη του ευρωπαϊκού νότου, επιβάλλεται να ενισχύσουν τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού συστήματος, να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά το χαμηλό επίπεδο των μισθών, το υψηλό επίπεδο ανεργίας, τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης και το χαμηλό επίπεδο των συντάξεων, προκειμένου ο συνταξιοδοτικός πληθυσμός να απομακρυνθεί από την περαιτέρω φτωχοποίηση του.
Πιο συγκεκριμένα αυτό το οποίο απαιτείται να γίνει κατανοητό στην Ελλάδα είναι ότι μπορεί ο δείκτης γήρανσης του πληθυσμού να αυξάνεται κατά 72%, αλλά αυτό συντελείται σε βάθος 50ετίας, γεγονός που αναδεικνύει την αναγκαιότητα σχεδιασμού και υλοποίησης της προαναφερόμενης αναπτυξιακής στρατηγικής.
Σ΄ αυτή τη συγκεκριμένη αναπτυξιακή στρατηγική θα βασιστούν οι συνθήκες αύξησης των γεννήσεων, αντιμετώπισης της υπογεννητικότητας, αύξησης του εργατικού δυναμικού και του πληθυσμού. Διαφορετικά, η συνέχιση των ασκούμενων περιοριστικών πολιτικών, οι οποίες, κατά βάση, εξαντλούνται στην διαχείριση των παρενεργειών της γήρανσης του πληθυσμού με τη μείωση των κοινωνικών και των συνταξιοδοτικών δαπανών θα επιφέρουν, μεταξύ άλλων, την δημιουργία δυσμενών συνθηκών διαβίωσης των μελλοντικών συνταξιούχων.
* Άρθρο των Σάββα Γ. Ρομπόλη (αριστερά στη φωτό), Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Βασίλειου Γ. Μπέτση, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου