«Η παγκόσμια οικονομία βιώνει μοναδικές στιγμές αβεβαιότητας. Η πανδημία οδήγησε την παγκόσμια οικονομία σε σοβαρή οικονομική συρρίκνωση και σε μια άνευ προηγουμένου διαταραχή της εγχώριας αλλά κυρίως της διασυνοριακής εφοδιαστικής αλυσίδας την περίοδο 2019-2021», γράφει ο Νίκος Καραμούζης, πρόεδρος του SMERemediumCap και της Grant Thornton, σε άρθρο του στην Καθημερινή.
Οπως εξηγεί:
Οι κυβερνήσεις, για να αντιμετωπίσουν αυτή την άνευ προηγουμένου κρίση, αναγκάστηκαν να υλοποιήσουν σημαντικού ύψους δημοσιονομικά μέτρα στήριξης που οδήγησαν σε σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου (π.χ. το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από κοντά στο 107% το 2016, στο 135% το 2020 και στο 120% σήμερα). Επίσης, το ύψος της δημοσιονομικής στήριξης στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα υψηλό, ξεπέρασε συνολικά τις 23 ποσοστιαίες μονάδες του Α.Ε.Π. του 2019 (€ 44 δισ.).
Παράλληλα, την ίδια περίοδο, οι νομισματικές αρχές των ανεπτυγμένων χωρών υλοποίησαν πρωτοφανή μέτρα πληθωριστικής νομισματικής χαλάρωσης, με διαμόρφωση μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων και σημαντική αύξηση της ρευστότητας στην αγορά, ύψους που ξεπέρασε συνολικά τα $ 30 τρισ.
Αλλά εκεί που όλοι περίμεναν ελεγχόμενες συνθήκες αύξησης του πληθωρισμού, ήρθε η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση και τα ανέτρεψε όλα. Οι δυο χώρες αποτελούν βασική πηγή παγκοσμίως προμήθειας ενέργειας, πρώτων υλών, μετάλλων και αγροτικών προϊόντων. Δημιουργήθηκε έκρηξη τιμών και ελλείψεις στην αγορά, διότι ο πόλεμος και η υπερβολική ζήτηση συνδυάστηκαν με τις αρνητικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, σοβαρή επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας και διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας από την Κίνα, κυρίως λόγω των μέτρων κατά της Covid-19.
Αυτός ο τοξικός συνδυασμός ανέτρεψε τα δεδομένα και τροφοδότησε πιθανά την εκκίνηση ενός πληθωριστικού φαύλου κύκλου που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Αποτέλεσμα, ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού να κυμαίνεται μεταξύ 8% και 12% στις ανεπτυγμένες χώρες σήμερα, το υψηλότερο που έχει καταγράφει τις τελευταίες δεκαετίες. Το πρόβλημα είναι σοβαρό, δεν θα φύγει εύκολα και δεν θα περάσει γρήγορα, χωρίς τη λήψη σοβαρών μέτρων συσταλτικής δημοσιοοικονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Επειδή δεν διαφαίνεται πρόθεση των κυβερνήσεων να εφαρμόσουν συσταλτική δημοσιονομική πολιτική, το βάρος της διόρθωσης του πληθωρισμού θα πέσει αναγκαστικά και υπέρμετρα στη νομισματική πολιτική, με μέτρα περιστολής της ρευστότητας στην αγορά και έντονη άνοδο των επιτοκίων. Τα μέτρα θα οδηγήσουν σε επιβράδυνση της οικονομίας, πιθανά σε οικονομική ύφεση και σε αυξανόμενη ανεργία, που θα λειτουργήσουν ευεργετικά για τον περιορισμό του πληθωρισμού, ιδιαίτερα στις χώρες οπού το βασικό ζήτημα είναι η υπερβάλλουσα ζήτηση.
Υπάρχουν δύο ακόμα σοβαρές επιπλοκές που καθιστούν σύνθετο τον χειρισμό της πληθωριστικής έκρηξης. Το πρώτο ζήτημα είναι ότι ο πληθωρισμός στις Η.Π.Α. είναι κυρίως πληθωρισμός υπερβάλλουσας ζήτησης, υπερθέρμανσης δηλαδή της οικονομίας, με την ανεργία σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σε αντίθεση, στην Ευρωζώνη, ο πληθωρισμός οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε διαταραχή της προσφοράς, την ενεργειακή και διατροφική εξάρτηση από τη Ρωσία και την Ουκρανία και τη συνακόλουθη δραματική αύξηση του κόστους ενέργειας (π.χ. η τιμή του φυσικού αερίου + 400% από το 2021), αλλά και στις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η θεραπεία του προβλήματος δεν απαιτεί ακριβώς την ίδια συνταγή σε κάθε χώρα και ως εκ τούτου απαιτείται διαφορετικό μείγμα οικονομικής πολιτικής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη, όπου η πορεία του κόστους ενέργειας, πρώτων υλών και τροφίμων θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο.
Δεύτερο σοβαρό ζήτημα αποτελεί η μεγάλη ανατίμηση του δολαρίου, πάνω από 15%, έναντι όλων σχεδόν των νομισμάτων τους τελευταίους μήνες, η οποία τροφοδοτεί τις πληθωριστικές πιέσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία, μεταφέρει το πληθωριστικό πρόβλημα στις αναπτυσσόμενες χώρες με μονόδρομο την αύξηση των εγχώριων επιτοκίων, καθιστά απαγορευτικά ακριβό τον διεθνή δανεισμό, οδηγεί σε εκροή κεφαλαίων και αναπόφευκτη την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του εξωτερικού τους χρέους που είναι κυρίως σε δολάρια. Είναι πιθανό αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, να αντιμετωπίσουν σύντομα σοβαρές χρηματοοικονομικές δυσκολίες.
Εκτιμώ ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον δύο με τρία χρόνια πριν τα μέτρα συσταλτικής νομισματικής πολιτικής τιθασεύσουν τον πληθωρισμό στις ανεπτυγμένες χώρες σε αποδεκτά επίπεδα. π.χ. του 2%-3% ετησίως, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνοδευτούν από επιβράδυνση του κόστους πρώτων υλών και ενέργειας, την υλοποίηση σταθεροποιητικών δημοσιονομικών μέτρων και την αποφυγή να ενσωματωθεί ο πληθωρισμός στις αυξήσεις μισθών και τις προσδοκίες.
Διαφαίνεται ότι η απαιτούμενη αύξηση των επιτοκίων θα είναι μεγαλύτερη από αυτή που προβλέπουν οι αγορές σήμερα, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου τα βραχυχρόνια επιτόκια θα ξεπεράσουν, κατά την εκτίμησή μου, το 5% με 5,5% και τα ευρωπαϊκά το 3% με 3,5% το πρώτο εξάμηνο του 2023.
Με βάση τα ιστορικά δεδομένα, ο περιορισμός ενός τόσο υψηλού ρυθμού πληθωρισμού δεν μπορεί να μειωθεί σημαντικά χωρίς σοβαρή επιβράδυνση της οικονομίας (ύφεση), που όπως διαφαίνεται μάλλον θα συμβεί το 2023. Ήδη, διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν σχεδόν μηδενικό ρυθμό ανάπτυξης στις ΗΠΑ και την Ευρώπη και μόνο 2,7% ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας για το 2023, με αυξανόμενη πιθανότητα να είναι τελικά κάτω του 2%, ενώ προσδιορίζουν τον παγκόσμιο πληθυσμό κοντά στο 7% το 2023 και στο 4,3% περίπου το 2024.
Ένας καθοριστικός κίνδυνος για την πορεία και τη δυναμική του πληθωρισμού είναι επίσης και ο βαθμός που θα ενσωματωθεί ο τρέχων πληθωρισμός στη διαμόρφωση των μισθών και συμβάσεων εργασίας και αν αυτή η εξέλιξη συνοδευθεί ή όχι από πιθανή έξαρση της κερδοσκοπίας και ανοδική αποσταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών.
Αν τα παραπάνω συμβούν, εν μέρει ή εν όλω, η αντιμετώπιση του πληθωρισμού θα απαιτήσει, ceteris paribus, ακόμα πιο έντονη συσταλτική νομισματική πολιτική και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Αλλά η παρούσα κρίση έχει και μια άλλη σημαντική παρενέργεια. Οξύνει έντονα τις κοινωνικές ανισότητες και ανακατανέμει σημαντικά τον παγκόσμιο πλούτο. Συγκεκριμένα, οι χώρες που παράγουν και εξάγουν ενέργεια, πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι της τρέχουσας συγκυρίας, ενώ οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι χώρες που έχουν μεγάλο βαθμό εξάρτησης για τα παραπάνω από το εξωτερικό, πρωτίστως χαμένη η Ευρώπη. Οι καταθέτες, με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο στις αποταμιεύσεις τους, είναι επίσης οι μεγάλοι χαμένοι και κερδισμένοι είναι οι τράπεζες και κυρίως οι υπερδανεισμένοι φορείς, όπως η Ελλάδα, γιατί το πραγματικό τους χρέος μειώνεται.
Χαμένοι επίσης είναι και οι μισθωτοί, γιατί οι αυξήσεις μισθών υπολείπονται σημαντικά του ρυθμού αύξησης του πληθωρισμού. Εντός της ευρωζώνης, χώρες όπως η Ελλάδα, με υψηλότερο του μέσου όρου ρυθμό πληθωρισμού (10 %) τους τελευταίους μήνες και με χρόνια χαμηλή παραγωγικότητα, χάνουν σε ανταγωνιστικότητα και οικονομική προοπτική. Χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, με υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ, αν και βραχυχρόνια κερδίζουν από τη διάβρωση της αξίας του χρέους τους, μακροχρόνια αυτό θα αντισταθμιστεί σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση του κόστους αναχρηματοδότησης αυτού του μεγάλου χρέους. Για παράδειγμα, η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου έχει αυξηθεί μέσα σε ένα χρόνο από 0,6% σε 5% ετησίως!! Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο απώλειας ικανοποιητικής πρόσβασης στις αγορές κι επομένως καθιστά επιτακτική τη δημοσιονομική σταθερότητα, σύνεση και πειθαρχία, παρά την ευνοϊκή δομή του ελληνικού δημόσιου χρέους (μακρές λήξεις, σταθερά επιτόκια). Ας μην εθελοτυφλούμε, δεν έχουμε πολλά περιθώρια για δημοσιονομική χαλαρότητα.
Η ελληνική οικονομία εκτιμώ ότι θα καταγράψει το 2022 σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, ίσως αρκετά κοντά στο 6%, από τα υψηλότερα ποσοστά ανάπτυξης στην ευρωζώνη που βυθίζεται στην ύφεση, αλλά ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα κλείσει πάνω από το 10%. Το 2023 θα είναι μάλλον μια δύσκολη χρόνια, με κατακόρυφη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ, ίσως κοντά στο 1% με 2%, αλλά και με επιβράδυνση του πληθωρισμού κοντά στο 6% με 7%. Υπάρχουν σοβαρότατες αβεβαιότητες που καθιστούν τις ως άνω εκτιμήσεις επισφαλείς, αλλά με τον πληθωρισμό να μειώνει την αγοραστική δύναμη μισθών και καταθέσεων, παρά τις όποιες αυξήσεις μισθών ή επιτοκίων σημειωθούν, που μάλλον θα υπολείπονται του πληθωρισμού, την εκλογική αβεβαιότητα, το αναγκαίο δημοσιονομικό νοικοκύρεμα χωρίς δημοσιονομικό χώρο για έξτρα δαπάνες (επιστροφή Ελλάδος σε πρωτογενή πλεονάσματα), με την Ευρώπη σχεδόν σε ύφεση, όπου εξάγουμε το 55% του συνόλου, με τα επιτόκια σε κάθετα ανοδική πορεία και με τις επιχειρήσεις να βιώνουν μειωμένη κερδοφορία και δραματική αύξηση του κόστους παραγωγής.
Τέλος, ο πληθωρισμός, η κρίση και η ύφεση εντείνουν τον λαϊκισμό, τον φανατισμό, τον εθνικισμό, την εσωστρέφεια και την ξενοφοβία. Είναι επικίνδυνη εξέλιξη, αν ο ανερχόμενος πολιτικός λαϊκισμός αποδώσει τα προβλήματα στη μετανάστευση, τις ανοιχτές αγορές, τη μεταφορά αποφάσεων σε ξένα κέντρα εξουσίας και την παγκοσμιοποίηση που έφερε οφέλη αλλά και διεθνείς εξαρτήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα. Παρότι υπάρχουν προβλήματα με την παγκοσμιοποίηση και τη διεθνοποίηση των αγορών, καθώς και με τη λειτουργία της Ευρωζώνης, και διορθωτικές παρεμβάσεις απαιτούνται, μια επιστροφή στο παρελθόν, στις κλειστές και προστατευμένες αγορές, στον κρατισμό, στο φλύαρο και ψευδεπίγραφο εθνικισμό, στο τοξικό κλίμα για τους μετανάστες και τη διαφορετικότητα, μια σοβαρή αποδυνάμωση της ευρωζώνης που κυοφορείται, θα βλάψουν σοβαρά τα μεσοπρόθεσμα συμφέροντά μας, γιατί η ευημερία μας ενισχύεται με ξένες επενδύσεις και κεφάλαια, με ξένους επισκέπτες, κατοίκους και εργατικό δυναμικό.