Με φόντο σήμερα τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αντιδυτική υστερία του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, η Ευρώπη αν θέλει να εμπνεύσει εμπιστοσύνη εντός και εκτός των συνόρων της, πρέπει να πάρει αποφάσεις που να ξεφεύγουν αισθητά από τη μικροπολιτική και την τεχνοκρατική αντίληψη της πραγματικότητας.
Ο Πούτιν δεν παίζει μόνο με πυρηνικά όπλα και φυσικό αέριο. Δίνει και πολιτισμικές διαστάσεις στον πόλεμό του και όσοι χασκογελούν με αυτό, ας διαβάσουν και λίγη ιστορία.
Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, 65 χρόνια μετά την αρχική ίδρυσή της με τη Συμφωνία της Ρώμης και τις έξι χώρες-μέλη της, είναι μια κορυφαία παγκοσμίως γεωπολιτική οντότητα, με τεράστια οικονομική και εμπορική δύναμη και ένα νόμισμα που θα μπορούσε να γίνει και το πρώτο αποταμιευτικό στον κόσμο. Είναι επίσης και πρωτότυπη ένωση λαών, η οποία αποτελεί παγκόσμιο υπόδειγμα. Με όλες τις ατέλειές του.
Διόλου περίεργο έτσι ότι αυτό το παγκόσμιο υπόδειγμα κράτους δικαίου και κοινωνικής προστασίας προσελκύει εκατομμύρια «καταραμένους και απόκληρους της γης». Δυστυχώς, όμως, αυτή η μοναδική γεωπολιτική οντότητα κινδυνεύει να περιθωριοποιηθεί τα προσεχή πενήντα χρόνια, για δύο απλούς λόγους: πρώτον, είναι ένας πολιτικός και στρατιωτικός νάνος και δεύτερον, διαθέτει ένα νόμισμα χωρίς πολιτική εξουσία πίσω του.
Με βάση λοιπόν το σύστημα αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπάθησε και πέτυχε εν μέρει να οικοδομήσει μια ενιαία αγορά και μια οικονομική και νομισματική ένωση, χωρίς να ρίξει το απαραίτητο βάρος στις οικονομικές ανισορροπίες που υπάρχουν στη νέα οντότητα. Ακόμα χειρότερα, η Ένωση αυτή επεκτάθηκε και σε νέα μέλη, χωρίς να έχει διαμορφώσει την απαραίτητη οικονομική ενότητα και συνοχή στον αρχικό πυρήνα.
Σήμερα, λοιπόν, η ΕΕ έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά αμυντικά, στρατηγικά, θεσμικά, διαρθρωτικά, φιλοσοφικά και τεχνικά προβλήματα, τα οποία όσο συσσωρεύονται, θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη η αντιμετώπισή τους. Ιδιαίτερα δε μετά την αποχώρηση από το αρχικό σχήμα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το Brexit, το οποίο έως ένα βαθμό χρηματοδοτήθηκε και στηρίχθηκε επικοινωνιακά από Ρώσους ολιγάρχες και Ρώσους εθνικιστές για διαφορετικούς λόγους, είχε έναν μεγάλο στόχο: να αποδυναμώσει αμυντικά και γεωπολιτικά την Ευρώπη και τις όποιες φιλοδοξίες της για κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική.
Το ΝΑΤΟ
Παράλληλα η Ρωσία θεωρούσε ότι το Brexit θα αποδυνάμωνε και το ΝΑΤΟ, γεγονός που επιβεβαίωσε το 2018 ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, τονίζοντας ότι ο Οργανισμός αυτός ήταν... νεκρός. Εξάλλου εκείνη την περίοδο, τον θάνατο του ΝΑΤΟ επεδίωκε και ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος όλως περιέργως στην προεκλογική του εκστρατεία για το προεδρικό αξίωμα είχε στηριχθεί από τη ρωσική πλευρά.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι πριν την άνοδο Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, οι σχέσεις της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση είχαν περάσει σε νέα φάση, με κύριο χαρακτηριστικό της την ένταση. Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, η κρίση ανάμεσα στους τρεις γεωπολιτικούς παίκτες ήταν η σοβαρότερη από την εποχή της σοβιετικής κατάρρευσης το 1991.
Ένα προηγούμενο επεισόδιο είχε να κάνει με τη σύγκρουση στη Νότια Οσετία και τον πόλεμο με τη Γεωργία το 2008, που πάντως προκάλεσαν ήπιες αντιδράσεις εκ μέρους του NATO και της Δύσης.
Μετά την Κριμαία όμως, το επίπεδο των σχέσεων Ρωσίας-ΝΑΤΟ και EE βρέθηκε στην περιοχή του παγωμένου μηδέν. Επιπλέον, τα γεγονότα στην Κριμαία ενίσχυσαν τη στρατιωτική δράση του NATO στην Ανατολική Ευρώπη, γεγονός που η Ρωσία εκλάμβανε ως απειλή για την εθνική της ασφάλεια.
Για τη Ρωσία, η επιχείρηση προσάρτησης της Κριμαίας ήταν προληπτική αντίδραση σε μια απειλή κατά των συμφερόντων της, μετά την αλλαγή κυβέρνησης στο Κίεβο. Αντίστοιχα, η επιχείρηση καταναγκασμού της Γεωργίας να υπογράψει συνθήκη ειρήνης ήταν απάντηση σε μια άμεση και ξεκάθαρη στρατιωτική επιθετικότητα, με θύματα Ρώσους στρατιωτικούς μέλη της ειρηνευτικής δύναμης.
Η απάντηση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στις τότε ρωσικές ενέργειες υπήρξε μηδενική, γεγονός που οδήγησε τον Πούτιν στην εκτίμηση ότι μπορούσε να ενισχύσει τη γεωπολιτική παρουσία της Ρωσίας στην περιοχή της.
Από την άλλη πλευρά, υπήρξε η συμμετοχή της Ρωσίας στις διαπραγματεύσεις για την ειρηνική διευθέτηση του προβλήματος. Το σχέδιο Μεντβέντεφ-Σαρκοζί, προφανώς δημιούργησε την ψευδαίσθηση σε πολλούς ότι η Ρωσία υποχώρησε στις πιέσεις της Δύσης. Δεν έλαβαν υπόψη τους ότι η Μόσχα είχε πετύχει τους πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους που είχε θέσει και δεν ενδιαφερόταν για κάτι παραπάνω. Ωστόσο, εκείνο που μάλλον δεν μελετήθηκε επαρκώς τότε ήταν η κατηγορηματική επιδίωξη της Ρωσίας να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της και πέραν των συνόρων της, με προσφυγή στη στρατιωτική ισχύ.
Μόνο με βάση τα παραπάνω μπορεί να ερμηνευτεί η έκπληξη της Δύσης και του NATO το 2014. Η ταχύτητα και η μυστικότητα με την οποία διεξήχθη η επιχείρηση κατέλαβε εξαπίνης το NATO, πράγμα που ομολόγησαν ανώτατοι επιτελικοί αξιωματικοί του.
Εν μέρει, η προσάρτηση της Κριμαίας μπορεί να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα του μειωμένου ρόλου που διαδραμάτιζε η βορειοατλαντική συμμαχία μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, κυρίως όμως με το χαμηλό επίπεδο των αναλύσεων των υπηρεσιών του για τη Ρωσία.
Προφανώς, μελετώντας το πυρηνικό οπλοστάσιο, την αντιπυραυλική άμυνα της Ρωσίας, αλλά και τις εξελίξεις στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, το NATO δεν έδωσε προσοχή σε άλλα ζητήματα. Η πλημμελής κατανόηση της Ρωσίας από τους δυτικούς θεσμούς, πάντως, εκδηλώθηκε το 2014, αλλά δεν διορθώθηκε στη συνέχεια.
Όπως επισημαίνει ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, εκδότης του περιοδικού «Στέπα» και μελετητής του ρωσικού πολιτισμού, στο εξαιρετικό βιβλίο του «Η αυτοκρατορική νοσταλγία της Ρωσίας», η επιχείρηση Κριμαία θεωρήθηκε από πολλούς υπόδειγμα πετυχημένης υλοποίησης της στρατηγικής fait accompli, δηλαδή του τετελεσμένου γεγονότος.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ασήμαντη σύγκρουση που εξελίχθηκε ραγδαία, μη αφήνοντας στον αντίπαλο χρόνο να αναστοχαστεί τη στρατηγική και την τακτική του, υποχρεώνοντάς τον πρακτικά να αποδεχτεί την κατάσταση. Εκ των υστέρων, πάντως, το NATO κατανόησε πως η Ρωσία πλέον είναι έτοιμη να διεξάγει προληπτικές επιχειρήσεις, που θα αποσκοπούν στην αλλαγή του status quo και οι οποίες θα έχουν αποτέλεσμα μακρόχρονες κρίσεις.
Οπότε, μετά το 2014, οι ΗΠΑ και το NATO έλαβαν σειρά μέτρων, με πρώτο και κύριο τη European Reassurance Initiative (ERI), η οποία αποσκοπούσε στην ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας των συμμάχων και κυρίως των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αφού οι ΗΠΑ ήταν ο Εγγυητής της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών αυτών, έναντι της ρωσικής επιθετικότητας.
Η ERI περιλαμβάνει:
- Αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας του NATO
- Αύξηση του αριθμού των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων
- Δημιουργία αποθεμάτων για τις περιόδους κρίσης
- Ανάπτυξη των υποδομών
- Ανάπτυξη των σχέσεων με τα νέα μέλη του NATO
Και το ερώτημά μας είναι: στη σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα υπάρχει κάπου και η Ευρώπη ως οντότητα; Ή μήπως οι ηγεσίες της επέλεξαν τη Γηραιά Ήπειρο σε κάποια φάση να τη μοιραστούν Ρώσοι, Κινέζοι και Ισλαμιστές;