«Είμαστε στο χείλος του πολέμου με την Κίνα και τη Ρωσία για θέματα τα οποία εν μέρει δημιουργήσαμε, χωρίς να έχουμε ιδέα πώς θα τελειώσει όλο αυτό ή στο πού θα οδηγήσει», δήλωσε πρόσφατα ο γίγαντας της σχολής του «ρεαλισμού» στη διπλωματία Χένρι Κίζινγκερ στη WSJ.
Oσον αφορά τουλάχιστον την κρίση στην Ουκρανία, το μετρημένο σχόλιο του 90χρονου διπλωμάτη θα βρει υποστηρικτές ιδιαίτερα μεταξύ των Αμερικανών διπλωματών που υπηρέτησαν στη Μόσχα και γνωρίζουν τη χώρα και την ιστορία της. Ηδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα εξέχουσες διπλωματικές προσωπικότητες προειδοποιούσαν ότι η πολιτική των ΗΠΑ οδηγούσε σε ρήξη με τη Ρωσία.
Ενας σημαντικός διπλωμάτης που είχε αυτή την άποψη είναι ο σημερινός αρχηγός τις CIA και τέως πρέσβης στη Μόσχα Γουίλιαμ Μπερνς. Σύμφωνα με τον Μπερνς, η απόφαση του Κλίντον να διευρύνει το ΝΑΤΟ με την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχία ήταν, όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του, «στην καλύτερη περίπτωση πρώιμη και στη χειρότερη, αχρείαστα προκλητική».
Η προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. «Η ουκρανική ένταξη στο ΝΑΤΟ είναι η πιο φωτεινή από όλες τις κόκκινες γραμμές για τη ρωσική ελίτ», έγραφε σε υπόμνημα το 2008 ο Μπερνς στην τότε υπουργό Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις.
«Σε πάνω από δυόμισι χρόνια συζητήσεων που είχα με Ρώσους σε θέσεις-κλειδιά, από τραμπούκους στις σκοτεινές γωνιές του Κρεμλίνου μέχρι τους πιο αιχμηρούς φιλελεύθερους επικριτές του Πούτιν, δεν έχω βρει ακόμα κάποιον που να βλέπει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως οτιδήποτε άλλο παρά μια άμεση πρόκληση στα ρωσικά συμφέροντα».
Για τον Μπερνς η απόφαση της κυβέρνησης Μπους να ανοίξει την πόρτα του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία ήταν καταστροφική. Γι’ αυτό είπε στη Ράις ότι «είναι δύσκολο να υπερβάλει κανείς τις στρατηγικές επιπτώσεις» της απόφασης και προέβλεψε ότι «θα δημιουργούσε εύφορο έδαφος για ρωσική ανάμειξη στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία». Και ο Αμερικανός διπλωμάτης άφηνε ελάχιστες αμφιβολίες ποια θα ήταν η αντίδραση του Κρεμλίνου: Αν το ΝΑΤΟ υποσχεθεί στην Ουκρανία την ένταξή της, έγραφε, «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Πούτιν θα αντεπιτεθεί σκληρά».
Eνας άλλος διπλωμάτης και γνώστης της Ρωσίας ήταν ο τέως πρέσβης των ΗΠΑ στη Μόσχα Τζακ Μάτλοκ. Ηδη από το 1997, πριν από οποιαδήποτε επέκταση του ΝΑΤΟ, ο Μάτλοκ μιλώντας στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας έλεγε: «Θεωρώ την απόφαση της κυβέρνησης να δεχθεί τώρα νέα μέλη στο ΝΑΤΟ λανθασμένη. Αν η απόφαση γίνει δεκτή από τη Γερουσία, ίσως να καταγραφεί στην ιστορία ως το μεγαλύτερο στρατηγικό λάθος από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου».
Aνάλογες απόψεις εκφράζει και ο Στρομπ Τάλμποτ, υφυπουργός Εξωτερικών με ιδιαίτερη αρμοδιότητα για θέματα των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ. «Πολλοί Ρώσσοι», γράφει, «βλέπουν το ΝΑΤΟ ως κατάλοιπο του ψυχρού πολέμου που από τη φύση του είναι στραμμένο εναντίον της χώρας τους. Τονίζουν ότι οι ίδιοι διέλυσαν το Σύμφωνο Βαρσοβίας, δηλαδή τη δική τους στρατιωτική συμμαχία, και ρωτούν γιατί η Δύση δεν θα πρέπει να κάνει το ίδιο».
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκουμε και τον θρυλικό Τζορτζ Κέναν, τέως πρέσβη των ΗΠΑ στη Μόσχα, βαθύ γνώστη της ρωσικής ιστορίας και διαμορφωτή της πολιτικής της «συγκράτησης» που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Σε συνέντευξή του στους NYT το 1998, σχολιάζοντας τις επιπτώσεις του πρώτου γύρου της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, είπε: «Νομίζω ότι πρόκειται για την αρχή ενός νέου ψυχρού πολέμου. Νομίζω ότι σταδιακά οι Ρώσοι θα αντιδράσουν πολύ αρνητικά και αυτό θα επηρεάσει την πολιτική τους. Πιστεύω ότι πρόκειται για τραγικό λάθος. Δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος για αυτό που έγινε».
Κίσινγκερ, Μπερνς, Τάλμποτ, Μάτλοκ, Κέναν. Πέντε Αμερικανοί διπλωμάτες με διαφορετικές απόψεις, όμως όλοι τους με βαθιά γνώση της ρωσικής ιστορίας και πολιτικής κουλτούρας.