Το ότι στο πλαίσιο των επιπτώσεων της πανδημίας σε μακροοικονομικό επίπεδο οι τιμές θα ανέβαιναν, ήταν αναμενόμενο και ορατό όταν ξεκίνησαν τα προβλήματα μεταφορών και εφοδιαστικής αλυσίδας. Σημειώνουμε δε ότι τα προβλήματα θα ήταν πολύ πιο σοβαρά, αν τα 30 τελευταία χρόνια μεταφορές και εφοδιασμοί δεν είχαν εξορθολογιστεί και οργανωθεί σε υψηλή τεχνολογική βάση.
Από την άλλη πλευρά του νομίσματος, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι αυτό που συνήθως αναφέρεται ως «πληθωρισμός» απλώς συνοψίζεται στην αύξηση των τιμών καταναλωτή. Είναι απλοϊκό και παραπλανητικό, ο πληθωρισμός να ορίζεται μόνο ως άνοδος των τιμών καταναλωτή. Διότι υπάρχει και η αύξηση της προσφοράς χρήματος. Οι αυξανόμενες τιμές καταναλωτή είναι μόνο ένα σύμπτωμα του πληθωρισμού, όπως και οι αυξανόμενες τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Υπάρχει όμως και το χρήμα που κυκλοφορεί.
Αυτή η διάκριση είναι σημαντική. Συνεπώς, ο πληθωρισμός δεν ήταν «πίσω» αλλά υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια. Ατύπως, δε, τον ενίσχυε και η πρωτοφανής αύξηση των τιμών των χρηματοπιστωτικών αγορών και των ακινήτων τα τελευταία δώδεκα χρόνια.
Πέρα όμως από τις πιο πάνω «παραδοσιακές» περί τον πληθωρισμό θεωρήσεις, ελάχιστος λόγος γίνεται για τη χρηματοοικονομική διάσταση του φαινομένου, όταν σε ποσοστό 60% η παγκόσμια οικονομία εξαρτάται από τη χρηματοοικονομία. Με αυτή την τελευταία να είναι η βασική πηγή των κρίσεων από το 1997 και μετά. Και αυτό δεν το λέμε εμείς, το έχουν διαπιστώσει οι ιστορικοί: οι φάσεις κρίσης είναι εγγενείς στη λογική του χρηματοπιστωτικού συστήματος, υποστηρίζουν.
Ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς των χρηματοπιστωτικών, ο Τσαρλς Κίντλμπεργκερ, που είχε γράψει τη Χρηματοπιστωτική Ιστορία, κατέγραψε όλες τις κρίσεις που εμφανίσθηκαν από τον 17ο αιώνα. Έδειξε ότι οι χρηματοπιστωτικοί κύκλοι αποτελούνται από διαδοχικές φάσεις: μια φάση ανόδου, μια φάση ξέφρενου ενθουσιασμού, μια φάση φόβου και αταξίας, μια φάση ανασυγκρότησης και, τελικά, μια φάση νέας ανόδου.
Στη φάση του ξέφρενου ενθουσιασμό έχουμε φρενήρη δραστηριότητα, οι προσδοκίες των ανθρώπων δεν παύουν να αυξάνονται, η ταχύτητα των συναλλαγών μεγαλώνει και οι τιμές των πραγματικών ή εικονικών στοιχείων ενεργητικού -δηλαδή εκείνων που συναπαρτίζουν την περιουσία των ανθρώπων- εκτοξεύονται.
Η κρίση εκδηλώνεται όταν η γενικευμένη αυτή κίνηση φθάνει στο σημείο παροξυσμού. Τότε παρατηρείται αντιστροφή όλων εκείνων των μηχανισμών που δημιούργησαν και τροφοδότησαν τον ενθουσιασμό. Και τότε ακριβώς είναι που μπαίνουμε στη φάση φόβου και αταξίας -φόβου των ανθρώπων και των θεσμών, αταξίας των τιμών και αταξίας των συμπεριφορών.
«Απότομα χάνονται όλα τα σταθερά σημεία αναφοράς: πρόκειται για το χαρακτηριστικό αυτής της φάσης της κρίσης», γράφει ο διαπρεπής Γάλλος οικονομολόγος Μισέλ Αλιετά, που είναι σημαντικός χρηματοοικονομικός αναλυτής.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι στο οικονομικό κύκλωμα υπάρχει και ένας «κοιμώμενος πληθωρισμός», ο οποίος περιμένει την ώρα του.
Στη φάση αυτή χρειάζεται, πράγματι, να μειωθεί οτιδήποτε είχε σημειώσει υπερβολική αύξηση: οι αξίες, τα στοιχεία ενεργητικού, οι ισολογισμοί των συντελεστών της οικονομίας. Στη φάση αυτή, οι επιπτώσεις της κρίσης διαδίδονται, σταδιακά και υποδόρια, στο σύνολο της οικονομίας. Η κάμψη της οικονομίας εγκαθίσταται. Η ανεργία αναπτύσσεται. Οι άνθρωποι δεν θέλουν πια να καταναλώνουν. Και η διαδικασία αυτή αυτοτροφοδοτείται, αν δεν αντισταθμιστεί από τις δημόσιες αρχές.
Όταν, τέλος, απομειωθούν οι αξίες, όταν χωνευτούν οι ζημιές, όταν εξυγιανθούν οι ισολογισμοί, τότε οι άνθρωποι έχουν και πάλι τη δυνατότητα να καταναλώσουν. Τότε ο κινητήρας του συστήματος, που κατ' ευφημισμόν αποκαλείται καπιταλιστικό, κάνει επανεκκίνηση και ξαναφεύγει προς ένα νέο είδος ανάπτυξης.
Η διαδικασία αυτή δεν παρουσιάζεται με σαφώς καθορισμένη περιοδικότητα. Δεν πρόκειται για φυσικό φαινόμενο. Ούτε εμφανίζεται πάντοτε με την ίδια βίαιη ένταση. Ορισμένες φορές αποτελεί απλώς αναστροφή του οικονομικού κύκλου, χωρίς το φαινόμενο να προσλάβει την έκταση της κρίσης. Όμως η διαδοχή των φάσεων είναι ταυτόσημη, πρόκειται συνεπώς για μια βαθύτερη λογική, «η οποία είναι εγγενής με το σύστημα», υποστηρίζει ο Μ. Αλιετά, ο οποίος έχει και ισχυρή μαρξιστική κουλτούρα.
Οι χρηματοοικονομικές κρίσεις δεν είναι ίδιες με αυτές των πρώτων βιομηχανικών εποχών, τις οποίες προκαλούσε η σπάνις αγαθών, όπως τα πολύτιμα μέταλλα για παράδειγμα. Οι χρηματοοικονομικές κρίσεις διέπονται σε μεγάλο βαθμό από τα αποκαλούμενα «ζωϊκά πνεύματα» που είχε επισημάνει ο Κέινς (1883-1946). Όπως είχε καταδείξει ο λαμπρός Βρετανός οικονομολόγος στη χρηματοοικονομική οικονομία, οφείλουμε να αντικαταστήσουμε την υπόθεση μιας «αποτελεσματικής αγοράς» με την υπόθεση της «χρηματοπιστωτικής αστάθειας».
Υπάρχουν, πράγματι, δύο παράγοντες που εξηγούν μια τέτοια δομική χρηματοπιστωτική αστάθεια:
- Οι τιμές των χρηματοπιστωτικών στοιχείων ενεργητικού -των αξιών, δηλαδή, που συνυπολογίζονται στη διαμόρφωση των περιουσιών- δεν διαμορφώνονται στις αγορές με τον ίδιο τρόπο που διαμορφώνονται οι τιμές στις αγορές των κοινών αγαθών.
- Το χρήμα αποτελεί δημόσιο αγαθό. Συνεπώς, οι συμπεριφορές έναντι του νομίσματος μπορεί να είναι συμπεριφορές συλλογικές. Το νόμισμα διαδραματίζει καίριο ρόλο στις κρίσεις. Πράγματι, η απόδοση αξίας στα χρηματοπιστωτικά στοιχεία ενεργητικού προϋποθέτει τη μετατροπή τους σε χρήμα -και η χρηματοπιστωτική κρίση δημιουργεί σπάνι ρευστότητας.
Σε μια κανονική αγορά, όταν οι τιμές αυξάνονται, οι καταναλωτές για ένα διάστημα συνεχίζουν να ακολουθούν. Τότε οι τιμές συνεχίζουν να ανεβαίνουν. Όμως, μετά έναν ορισμένο χρόνο, οι ίδιοι αυτοί καταναλωτές αντιδρούν περιορίζοντας τις αγορές τους, πράγμα που φέρνει υποχώρηση των τιμών.
Εξαρτάται η ζήτηση από παράγοντες εξωγενείς ως προς την προσφορά: την επιθυμία, την ανάγκη, τη χρησιμότητα -αλλά και τον κορεσμό από αγαθά, ο οποίος τελικά περιορίζει την κατανάλωση. Πρόκειται για την κλασική θεωρία προσφοράς και ζήτησης, που τις θέλει ανεξάρτητες τη μία από την άλλη.
Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και στον κόσμο των χρηματοπιστωτικών στοιχείων ενεργητικού, ούτε σ’ εκείνον του πιστωτικού συστήματος. Αποτελούν, τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία ενεργητικού, στοιχεία προσδιορισμού της αξίας του πλούτου. Όταν, λοιπόν, οι τιμές τους ανεβαίνουν, η ζήτηση αυξάνεται! Κατά τρόπο παράδοξο, αυτή η δημιουργία αξίας δημιουργεί συνολικά και ζήτηση. Δεν υπάρχει κορεσμός από τον αφηρημένο πλουτισμό, τον πλουτισμό κατά καθαρή αξία. Οι άνθρωποι τον φαντάζονται και τον θέλουν απεριόριστο (τα υπέρογκα εισοδήματα των ανώτατων στελεχών δείχνουν αυτό ακριβώς το φαινόμενο: ποτέ δεν τους φτάνουν!).
Στην κυρίως καπιταλιστική λογική, η τιμή των στοιχείων ενεργητικού αποτελεί συνάρτηση των προσδοκιών που δημιουργούνται για περαιτέρω αύξησή τους -οπότε, όμως, συνεχίζουν να προσελκύουν όλο και περισσότερους αγοραστές.
Από τη δική τους πλευρά, οι χορηγούμενες πιστώσεις συνδέονται άμεσα με την αγορά των στοιχείων ενεργητικού. Αν αυτή η τελευταία λειτουργούσε με βάση μόνο την εκάστοτε διαθέσιμη αποταμίευση, θα έφερε μέσα της το όριό της. Προκειμένου να αποκτήσουν στοιχεία ενεργητικού, οι αγοραστές χρειαζόταν να διαθέσουν την αποταμίευσή τους: έρχεται όμως μια στιγμή που οι τιμές φθάνουν να είναι υπερβολικά υψηλές για τις δυνατότητες των αποταμιευτών, πράγμα που κανονικά θα οδηγούσε σε περιορισμό της ζήτησής τους, συνεπώς σε πτώση των τιμών των στοιχείων ενεργητικού (όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα συνήθη αγαθά). Αυτό όμως δεν συμβαίνει στη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Και τούτο, επειδή η απόκτηση των στοιχείων ενεργητικού γίνεται με πίστωση.
Αυτός ακριβώς ο συσχετισμός των χορηγούμενων πιστώσεων με τις τιμές των στοιχείων ενεργητικού έχει ουσιώδη σημασία. Είναι καίριος για την κατανόηση της πορείας των χρηματοπιστωτικών κύκλων και πληθωριστικός όταν η πραγματική οικονομία υστερεί σε δυναμισμό και παραγωγικότητα. Ιδιαίτερα δε σε οικονομίες όπως η ελληνική.