Η όξυνση της τουρκικής προκλητικότητας απέναντι στην Ελλάδα κίνησε πάλι το εκκρεμές μεταξύ πεσιμισμού και υπεραισιοδοξίας, στο οποίο συνηθίζει να κινείται το ελληνικό πολιτικό σκηνικό, τα media, αλλά και η πλειονότητα της κοινής γνώμης.
Η αλήθεια είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι τεκτονικές γεωπολιτικές μεταβολές που επιφέρει, δημιουργούν σταδιακά ένα νέο διεθνές πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα εκδηλώνεται εφεξής η ελληνοτουρκική αντιπαλότητα.
Το ποια πλευρά θα ευνοηθεί από αυτές τις μεταβολές, όμως, είναι προς το παρόν πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί. Η σχέση Ελλάδας-ΝΑΤΟ (ΗΠΑ)-Τουρκίας έχει γίνει τόσο μπερδεμένη που μοιάζει με το θρυλικό τρίγωνο των… Βερμούδων, που κανείς δεν ήξερε τι πραγματικά συμβαίνει μέσα του.
Το βέβαιο είναι ότι σε αντίθεση με την Ελλάδα, που έχει ξεκάθαρα επιλέξει να συνταχθεί με τον σκληρό πυρήνα του ΝΑΤΟ στο ζήτημα της Ουκρανίας, η Τουρκία ακολουθεί μια πολιτική συνδιαλλαγής, ισορροπώντας μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, αλλά και διεκδικώντας ανταλλάγματα με ξεκάθαρο τρόπο, για να προωθήσει τα συμφέροντά της.
Η διαφορά στρατηγικής μεταξύ μας σχετίζεται άμεσα με τις διαφορετικές αφετηρίες πολιτικής στάσης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Μετά την απόπειρα ανατροπής του Ερντογάν, το 2016, είναι ξεκάθαρο ότι μέρος του τουρκικού «συστήματος» αντιμετωπίζει με μέγιστη καχυποψία τη Δύση, ιδίως δε τις ΗΠΑ, ενώ αντίθετα θεωρεί ότι η Ρωσία υπολήπτεται πολύ περισσότερο τον ρόλο της γείτονος, ως περιφερειακής δύναμης.
Τα όσα συνέβησαν έκτοτε και ως σήμερα, από την άρνηση πώλησης των F-35, το εμπάργκο όπλων, μέχρι και τα πρόσφατα θερμά χειροκροτήματα προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ερμηνεύονται από τους Τούρκους ως «μεροληψία» των ΗΠΑ υπέρ της Ελλάδας, που διαταράσσει τις ισορροπίες δυνάμεων, κάτι που ήδη θεωρούν ότι συμβαίνει και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και εκεί οφείλεται ο έκδηλος θυμός του Ερντογάν.
Αλλά και η ελληνική πλευρά δεν έχει λόγους να είναι ενθουσιασμένη. Τόσο η Ευρώπη όσο και οι ΗΠΑ, παρότι επιβραβεύουν λεκτικά την Ελλάδα, αρνούνται να πάρουν καθαρή θέση υπέρ των συμφερόντων της ή να καταδικάσουν την τουρκική στάση με έναν συστηματικό και αυστηρό τρόπο, που θα έκανε -ίσως- τη γείτονα να αναθεωρήσει. Αντιθέτως, θα μπορούσαμε να πούμε, συμπεριφέρονται ως να ζητούν κατανόηση από το «καλό παιδί» για τη συμπεριφορά του… «άτακτου», με τη δικαιολογία ότι «όλοι μια οικογένεια είμαστε, να τα βρείτε».
Εν ολίγοις, τόσο η ΕΕ όσο και το ΝΑΤΟ έχουν καταφέρει να δυσαρεστούν τόσο το «καλό» όσο και το «κακό» παιδί, προσπαθώντας να κρατήσουν ισορροπίες ανάλογα με τα δικά τους συμφέροντα.
Το παράδοξο αυτό έχει την εξήγησή του, ακόμη περισσότερο στην τρέχουσα περίοδο. Προφανώς η Τουρκία δεν είναι πιστός σύμμαχος, ούτε καν ανήκει, θα μπορούσε να πει κάποιος, στην ίδια κοσμοθεωρία. Ωστόσο, η γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας έχει αναβαθμιστεί στο πλαίσιο της ευρύτερης σύγκρουσης Ανατολής-Δύσης, που έχει επέλθει με αφορμή τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Μπορεί η υποψηφιότητα Σουηδίας και Φινλανδίας να έχει υψηλή συμβολική αξία για τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, αλλά οι δύο παραπάνω χώρες δεν έχουν καμία σχέση με τα στρατηγικά συμφέροντα της Δύσης, στις περιοχές του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, ούτε βεβαίως διαθέτουν 80 εκατομμύρια πληθυσμού και μεγάλες ετοιμοπόλεμες Ένοπλες Δυνάμεις.
Εν ολίγοις, για το ΝΑΤΟ, η Τουρκία, ακόμη και ως απρόθυμος/αμφίβολος σύμμαχος, είναι πολύτιμη, ενώ η μετατροπή της σε αντίπαλο θα ισοδυναμούσε με την ανάδειξη ενός δεύτερου Ιράν στην ευρύτερη περιοχή, πρόθυμου πιθανώς να συνταχθεί ανοιχτά με τα συμφέροντα Ρωσίας ή και Κίνας, κάτι που θα ανέτρεπε τελεσίδικα τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Αλλά και η Τουρκία παραμένει απρόθυμη να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ, καθώς γνωρίζει ότι στην περίπτωση αυτή, μπορεί να διακυβευτούν τα πιο σημαντικά συμφέροντά της, ιδίως σε σχέση με τους Κούρδους και την ευρύτερη περιοχή Συρίας-Ιράκ, ενώ θα χάσει και τη μόχλευση συμφερόντων που της προσδίδει η ιδιότητα του κράτους-μέλους στις ελληνοτουρκικές διαφορές και στο Κυπριακό.
Με τα παραπάνω δεδομένα, το ενδεχόμενο ενός πραγματικά θερμού επεισοδίου μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας θα έπρεπε να αποκλειστεί, τη στιγμή που μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία. Χωρίς αυτό να αποκλείει θερινές εντάσεις, με την έξοδο ερευνητικών πλοίων σε αμφισβητούμενες περιοχές, είτε στο Αιγαίο είτε σε περιοχές του τουρκολιβυκού «συμφώνου», και ενδεχόμενες υβριδικές απειλές στον Έβρο ή αλλού με τη χρήση προσφύγων. Ενέργειες δηλαδή που εμπίπτουν στα πιο «θολά νερά» των διεθνών σχέσεων.
Αυτό υποδεικνύει μια ορθολογική ανάγνωση των τουρκικών συμφερόντων, με τις σημερινές συνθήκες. Ωστόσο, όπως έχει ήδη διαφανεί, η τρέχουσα συγκυρία είναι ευμετάβλητη, καθώς ακόμη και οι μεγαλύτεροι παίκτες δείχνουν αιφνιδιασμένοι -ενδεχομένως και αμήχανοι- από τη δυναμική των όσων έθεσε σε κίνηση ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ουδείς μπορεί να γνωρίζει υπό ποιες συνθήκες ο Ερντογάν θα αποφάσιζε έναν διαφορετικό προσανατολισμό των στρατηγικών του συμφερόντων.
Υπό αυτή την έννοια, η Ελλάδα οφείλει να προσδοκά μεν το καλύτερο, αλλά να είναι απολύτως προετοιμασμένη και για το χειρότερο σενάριο.
Υ.Γ. Οι σημερινές δηλώσεις Κιλιτσντάρογλου ασφαλώς και ανεβάζουν περισσότερο το θερμόμετρο