Οι κινήσεις που προσδιορίζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες και την εξέλιξή τους, όχι λίγες φορές, τις κατευθύνουν προς άγραφους μετασχηματισμούς, οι οποίοι ως εκ τούτου είναι δύσκολο να ανιχνευτούν στον βραχυπρόθεσμο χρόνο. Συνήθως δε οι κινήσεις αυτές, περνούν απαρατήρητες στη διάρκεια της καθημερινότητας, πλην όμως ασκούν σοβαρές επιδράσεις στους κοινωνικούς ιστούς, στη δημογραφία, στην κουλτούρα και στη θεσμική οργάνωση μιας κοινωνίας.
Σήμερα λοιπόν, ένα δραματικό γεγονός όπως αυτό του πολέμου της Ουκρανίας φέρνει στο προσκήνιο σοβαρά γεωπολιτικά διακυβεύματα, τα οποία για αρκετό χρόνο βρίσκονταν σε χειμερία νάρκη. Τώρα όμως είναι μπροστά μας και απαιτούν άμεσες, κρίσιμες και φωτισμένες επιλογές, υπό συνθήκες αναθεώρησης δεδομένων που και αυτά γρήγορα μεταλλάσσονται.
Στο πλαίσιο αυτό, στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, το μεγαλύτερο στρατηγικό -και όχι μόνον- πρόβλημα είναι και θα είναι οι σχέσεις της Δύσης με κυρίαρχη δύναμή της τις ΗΠΑ, με τη μετακομμουνιστική Ρωσία και την οικονομικά ανερχόμενη Κομμουνιστική Κίνα. Συμπληρωματικά δε στο πεδίο των σχέσεων αυτών εισέρχονται και χώρες όπως η Ινδία, η Βραζιλία και η Νότια Αφρική, αλλά και ο ισλαμο-αραβικός κόσμος, με μεγάλο ερώτημα τον ρόλο και την περαιτέρω πορεία της Τουρκίας.
Στις υπό εκκόλαψη νέες γεωπολιτικές σχέσεις, ο ευρασιατικός χώρος θα παίζει αποφασιστικό ρόλο στις εξελίξεις και θα επηρεάζει τη διαμόρφωσή τους. Κύριο δε διακύβευμα είναι αν στον χώρο αυτό θα έχουν το πάνω χέρι οι διεθνείς δυνάμεις του αυταρχισμού και της ωμής βίας ή οι αντίστοιχες του κράτους δικαίου.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο πόλεμος της Ουκρανίας φέρνει στο προσκήνιο το ζωτικό πρόβλημα της Ευρασίας και της προσπάθειας της «Διεθνούς του Αυταρχισμού» να τη θέσει υπό σινο-ρωσικό έλεγχο.
Η... καρδιά του Κόσμου
Όπως με μοναδικό τρόπο αναφέρει ο καθηγητής Γεωπολιτικής Hal Brands στην τελευταία επιθεώρηση Foreign Affairs, η Ευρασία είναι η καρδιά του κόσμου. Για ποικίλους λόγους και από ενδιαφέρουσες οπτικές γωνίες. Από την άποψη αυτή, ο sir Halford Mac Kinder (1864-1947), καθηγητής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, υποστήριζε ότι η Ευρασία ως «καρδιά της γης», μέσω τριών επαναστάσεων γινόταν το επίκεντρο των παγκόσμιων υποθέσεων.
Πρώτον, ο αποικισμός της Αφρικής και μεγάλου μέρους της Ασίας σήμαινε ότι οι δυνατότητες για εύκολη ιμπεριαλιστική επέκταση εξασθενούσαν, προμηνύοντας πιο σκληρές μάχες μεταξύ μεγάλων δυνάμεων στην Ευρασία, τον γεωπολιτικό πυρήνα του κόσμου.
Δεύτερον, ο πολλαπλασιασμός των σιδηροδρόμων κατέστησε δυνατή την προβολή ισχύος σε τεράστιες περιοχές και δημιουργούσε νέες ευκαιρίες για κατακτήσεις στην ευρασιατική ξηρά.
Τρίτον, τα ανελεύθερα κράτη εκμεταλλεύονταν τις ταχέως εκβιομηχανιζόμενες οικονομίες για να διασφαλίσουν καταστολή στο εσωτερικό και δραματική επέκταση στο εξωτερικό. Εάν τέτοια κράτη ήταν σε θέση να κυριαρχήσουν στην Ευρασία, η παγκόσμια υπεροχή θα ήταν εφικτή.
Η Ευρασία, τόνισε ο Mackinder, έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού και του βιομηχανικού δυναμικού. Μια δύναμη ή ένας συνασπισμός που θα αποκτούσε τον έλεγχο των πόρων της Ευρασίας θα μπορούσε στη συνέχεια να δημιουργήσει ασυναγώνιστο ναυτικό και να επεκτείνει την αυτοκρατορία του στις θάλασσες. Τα επερχόμενα γεωπολιτικά δράματα θα διαδραματίζονται έτσι πάνω και γύρω από αυτή τη ζωτική γη.
Οι προσπάθειες των αυταρχικών για επέκταση θα πυροδοτούσαν μάχες με συνασπισμούς που συνδέουν υπεράκτιες δυνάμεις -το Ηνωμένο Βασίλειο και αργότερα τις Ηνωμένες Πολιτείες- με συμμάχους στην ξηρά των οποίων η ύπαρξη θα απειλείτο από έναν Ευρασιάτη ηγεμόνα.
Ο Mackinder έκανε πολλά λάθη: οι μεγάλες προκλήσεις για την ευρασιατική ισορροπία δεν προέρχονταν αρχικά από τη Ρωσία, όπως περίμενε, αλλά από τη Γερμανία και την Ιαπωνία. Αυτό οδήγησε τον στρατηγό Nicholas Spyrkman να υποστηρίξει ότι τα κρίσιμα θέατρα της υπερηπείρου ήταν οι ευρωπαϊκές και ανατολικές ασιατικές «περιφέρειες» ("rimlands") και όχι η ρωσική «καρδιά» της ("heartland"). Αλλά ο Mackinder κατάλαβε το βασικό μοτίβο. Οι τρεις μεγάλες αναμετρήσεις του εικοστού αιώνα -Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και Ψυχρός Πόλεμος- ήταν καβγάδες μεταξύ αυταρχικών κρατών που προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν σε τεράστιες εκτάσεις της Ευρασίας και των παρακείμενων ωκεανών της, και των αμφίβιων συμμαχιών, αγκυρωμένων στο Λονδίνο και μετά στην Ουάσιγκτον, οι οποίες προσπάθησαν να τα περιορίσουν.
Το περίγραμμα αυτών των ανταγωνισμών άλλαξε με την πάροδο του χρόνου. Η Γερμανία και η Ιαπωνία επιδίωξαν την απόλυτη κατάκτηση, συχνά αξιοποιώντας νέες τεχνολογίες -τανκς και τακτική αεροπορική ισχύ, υποβρύχια και αεροπλανοφόρα- για να προβάλουν ισχύ σε άνευ προηγουμένου κλίμακα. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το πυρηνικό αδιέξοδο οδήγησε την Σοβιετική Ένωση να βασίζεται κυρίως στον στρατιωτικό εκφοβισμό, στην πολιτική υπονόμευση και στις δυνάμεις πληρεξουσίων, που έπαιζαν το παιχνίδι της.
Ωστόσο, το διακύβευμα παρέμεινε το ίδιο: οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, από τον Γούντροου Γουίλσον έως τον Τζορτζ Κέναν, κατάλαβαν ότι μια εχθρική, αυταρχική Ευρασία θα αναδιαμόρφωνε θεμελιωδώς τον κόσμο. Και μετά από μια σύντομη, μεταψυχροπολεμική ανάπαυλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μια νέα εκδοχή του παλιού εφιάλτη σήμερα.
Εφιάλτης που αφορά άμεσα την Ευρώπη και ακόμα περισσότερο την Ελλάδα, αν λάβουμε υπόψη μας ότι στο όλο παίγνιο είναι πλέον σημαντική και η παρουσία του αραβο-ισλαμικού στοιχείου. Παρουσία ενισχυτική του ρόλου της Τουρκίας στο ευρασιατικό πεδίο, όπου οι τουρκόφωνες χώρες κάθε άλλο παρά ασήμαντες είναι.
Μύθοι και αλήθειες
Από την άποψη αυτή, οι πρόσφατες θεωρήσεις ότι ο Ρώσος πρόεδρος επέλεξε την εισβολή στην Ουκρανία γιατί δήθεν «φοβήθηκε» την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, στην καλύτερη περίπτωση είναι αφελείς.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν η Ρωσία έγινε μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, επί προεδρίας Γέλτσιν, η Κίνα φοβήθηκε τη δημιουργία ενός ρωσο-δυτικού άξονα εναντίον της και με διάφορους τρόπους επεδίωξε να αποτρέψει και να σαμποτάρει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Σε πρώτη φάση έτσι, προσπάθησε η ίδια να έλθει πιο κοντά στη Δύση και κυρίως στην Ευρώπη και να επωφεληθεί των σημαντικών διαφορών που τότε υπήρχαν ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ.
Παράλληλα όμως επεδίωκε με κάθε τρόπο να υπονομεύει τις ρωσο-δυτικές σχέσεις, με βασικό σύμμαχό της τον Ρώσο υπεύθυνο τότε της KGB Γεβγκένι Πριμάκοφ (1929-2015), ο οποίος ήταν εναντίον της δυτικής πορείας της Ρωσίας και δεδηλωμένος αντιαμερικανός.
Την περίοδο εκείνη μάλιστα, ο μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός στήριξε απροκάλυπτα τους Ρώσους Κομμουνιστές Εθνικιστές, εντός και εκτός Ρωσίας και με διπλωματικά τεχνάσματα, είχε στηρίξει την ισλαμική τρομοκρατία κατά της Δύσης.
Οι περισσότερες από τις θέσεις και απόψεις Πριμάκοφ, το 1999, υιοθετήθηκαν και από τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος πολύ μεθοδικά απομάκρυνε τον Γέλτσιν από την εξουσία.
Από τότε και με πρόφαση τη δυτική επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο, ο Βλαντίμιρ Πούτιν κάνει ό,τι μπορεί για να αποκαταστήσει τη ρωσική πρωτοκαθεδρία στην Κεντρική Ασία και σε μέρος της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Ρώσος πρόεδρος φαίνεται να οραματιζόταν μια Ευρώπη στην οποία το ΝΑΤΟ ουσιαστικά θα επέστρεφε στα ψυχροπολεμικά σύνορά του και η σχέση του με την Ουάσιγκτον θα ήταν κακή, πράγμα που είχε εν μέρει επιτευχθεί επί Τραμπ. Καθώς έτσι η Ρωσία είχε ανακτήσει την δύναμή της μετά την αρχική μεταψυχροπολεμική εποχή, η Μόσχα πρόβαλε επίσης ισχύ στην Αρκτική, στον Βόρειο Ατλαντικό, στη Μέση Ανατολή και άλλα παράπλευρα θέατρα. Η Μόσχα δεν θα είχε μεν καμία ελπίδα να οικοδομήσει μια ρωσοκεντρική παγκόσμια τάξη, αλλά μπορεί να αποδυναμώσει το υπάρχον σύστημα από μια κατεύθυνση καθώς η Κίνα του επιτίθεται από άλλες.
Όπως και τον περασμένο αιώνα, οι προσπάθειες για την ευρασιατική επέκταση αντικατοπτρίζουν τη μεταβαλλόμενη φύση της παγκόσμιας ισχύος. Η ναυτική συσσώρευση του Πεκίνου που σπάει τα ρεκόρ, η κατά συρροήν επιθετικότητα της Μόσχας εναντίον ανυπάκουων γειτόνων και οι προσπάθειες των δύο χωρών να ανατρέψουν ριζικά τη στρατιωτική ισορροπία σε περιοχές-κλειδιά όπως η Ανατολική Ευρώπη και η Ανατολική Ασία δείχνουν ότι η σκληρή ισχύς δεν έχει φύγει από τη μόδα.
Και οι δύο χώρες χρησιμοποιούν επίσης πιο καινοτόμες μεθόδους για να αποδυναμώσουν τους αντιπάλους τους και να εξαπλώσουν την επιρροή τους: οι ρωσικές κυβερνοεπιθέσεις και οι εκστρατείες ψηφιακής παραπληροφόρησης είναι το αντίστοιχο των κινεζικών έργων υποδομών, των προσπαθειών ελέγχου των παγκόσμιων δικτύων 5G και άλλων μη στρατιωτικών μέτρων που επεκτείνουν την παγκόσμια επιρροή της.
Και μαζί και χώρια!
Επειδή τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία επιδιώκουν να σπάσουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η σύγκλιση γέννησε συνεργασία. Οι διμερείς εμπορικές, χρηματοοικονομικές και ενεργειακές σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ρωσίας έχουν διευρυνθεί, και το Πεκίνο και η Μόσχα έχουν παραχωρήσει το ένα στο άλλο σημαντική, αν και μερικές φορές σιωπηρή, διπλωματική υποστήριξη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Εξίσου σημαντικό, μια διευρυνόμενη στρατιωτική σχέση περιλαμβάνει κοινές ασκήσεις στην Κεντρική Ασία και τη Βαλτική και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, μεταβιβάσεις όπλων και αναπτυσσόμενη αμυντική τεχνολογική συνεργασία, κάποια από τα οποία πιθανότατα γίνονται κρυφά.
Ωστόσο, η επίσημη συνεργασία μεταξύ του Πεκίνου και της Μόσχας είναι ένα ανεπαρκές μέτρο της εταιρικής τους σχέσης, επειδή αμφότεροι βοηθούν ο ένας τον άλλον απλώς επιδιώκοντας τους ατομικούς τους στόχους.
Όταν η Κίνα και η Ρωσία χρησιμοποιούν παραπληροφόρηση και στρατηγική διαφθορά για να επέμβουν στις φιλελεύθερες κοινωνίες ή εργάζονται για να κάνουν τους διεθνείς οργανισμούς πιο φιλικούς προς την ανελεύθερη διακυβέρνηση, συμβάλλουν σε μια παγκόσμια αυταρχική αναζωπύρωση που ωφελεί και τα δύο κράτη. Και είναι στο στρατηγικό επίπεδο όπου οι αποδόσεις της σύγκλισης είναι πιο έντονες.
Τόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα φαίνεται ότι έχουν μάθει ένα ζωτικό μάθημα από τη σοβιετική ήττα στον Ψυχρό Πόλεμο: ότι είναι κακή στρατηγική να ανταγωνίζεται την Ουάσιγκτον σε ένα μέτωπο ενώ ανταγωνίζεται έναν δεύτερο εχθρό στο άλλο. Έτσι, η Κίνα και η Ρωσία αποφάσισαν να σταθούν «πλάτη με πλάτη» κατά μήκος των κοινών ευρασιατικών συνόρων τους, κάτι που τις αφήνει να επικεντρωθούν στη διάβρωση της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τάξης.
Αυτή είναι και η βασική αιτία της εισβολής στην Ουκρανία.