Στις 8 Μαρτίου η Λατινική Αμερική ξύπνησε με μία είδηση την οπoία μετέφεραν οι New York Times και ελάχιστοι τολμούσαν να πιστέψουν. Οτι την προηγούμενη ημέρα είχε βρεθεί στο Καράκας μια αμερικανική αποστολή υψηλόβαθμων στελεχών της κυβέρνησης Μπάιντεν προκειμένου να συζητήσει θέματα «ενεργειακής ασφάλειας»- πιο απλά πως θα αρθεί σταδιακά το εμπάργκο στην αγορά πετρελαίου προκειμένου να διασφαλίσουν οι ΗΠΑ εναλλακτικές πηγές μετά τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου.
Τα 800 χιλιάδες βαρέλια αργού που παράγει ημερησίως η Βενεζουέλα απέκτησαν ξαφνικά μια σημαντική στρατηγική αξία για τις ΗΠΑ.
Η έκπληξη των Λατινοαμερικάνων ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Πώς μπορεί να συζητάει η αμερικανική κυβέρνηση διερωτήθηκαν με ένα «ναρκοδικτάτορα» όπως έχει αποκληθεί επανειλημμένα ο Μαδούρο από στελέχη της κυβέρνησης των ΗΠΑ; Πώς μπορεί να διαπραγματεύεται με ένα καθεστώς που έχει δημιουργήσει 6 εκατ. πρόσφυγες και εκατοντάδες πολιτικούς κρατούμενους; Τέλος πώς μπορεί η κυβέρνηση των ΗΠΑ να συνδιαλλάσσεται με ένα ηγέτη τον οποίο δεν αναγνωρίζει καν και θεωρεί «σφετεριστή» της εξουσίας;
O Mαδούρο, που δεν του λείπει το χιούμορ, φαινόταν να διασκεδάζει αφάνταστα όλη αυτή την κατάσταση και έριξε λάδι στη φωτιά λέγοντας πόσο χαιρόταν που έβλεπε τις «πανέμορφες» (tan bonitas) σημαίες της Βενεζουέλας και των ΗΠΑ να κυματίζουν πάλι πλάι-πλάι!
Οπως και να έχει η ιστορία, η συνάντηση του Μαρτίου στο Kαράκας φαίνεται να απέδωσε καρπούς. Οπως μετέδωσαν αυτή την εβδομάδα τα διεθνή ΜΜΕ οι ΗΠΑ ετοιμάζονται να ελαφρύνουν τις κυρώσεις επιτρέποντας σε αμερικανικές και ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρείες να αρχίσουν πάλι να δραστηριοποιούνται στην Βενεζουέλα -αρχής γενομένης με την αμερικανική πετρελαϊκή εταιρεία Chevron . Η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνέδεσε την άρση των κυρώσεων με πρόοδο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης της Βενεζουέλας.
Ομως αυτό που εκπλήσσει είναι ότι οι ΗΠΑ δεν συνέδεσαν την άρση των κυρώσεων με αλλαγή στάσης της κυβέρνησης της Βενεζουέλας στο θέμα της Ρωσίας όπως θα έκαναν σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Να σημειωθεί εδώ ότι η κυβέρνηση Μαδούρο έχει ψηφίσει σε όλα τα διεθνή φόρα εναντίον της καταδίκης της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία ενώ παράλληλα είναι αποδέκτης σημαντικής στρατιωτικής βοήθειας από την κυβέρνηση Πούτιν.
Μάλιστα την ίδια ημέρα που ανακοινώνονταν η άρση των κυρώσεων, η Βενεζουέλα για να υπογραμμίσει την στενή της σχέση με την Ρωσία διόριζε ως νέο υπουργό εξωτερικών τον Κάρλος Φαρία, ο οποίος ήταν τα τελευταία 5 έτη πρεσβευτής της χώρας στην Μόσχα και ένθερμος υποστηρικτής της ύπαρξης στενών σχέσεων μεταξύ του καθεστώτος Μαδούρο με τον Πούτιν.
Με άλλα λόγια ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν εξωθεί συνεχώς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να υιοθετούν ολοένα σκληρότερα -και πιθανόν αυτοκτονικά για τις ίδιες- μέτρα εναντίον της Ρωσίας στον ενεργειακό τομέα, δεν έχει απολύτως κανένα πρόβλημα να συνδιαλέγεται με ένα κατ’ εξοχή φιλοπουτινικό καθεστώς όπως αυτό του Μαδούρο στη Βενεζουέλα. Αλλά αυτή την αντίφαση στην συμπεριφορά της κυβέρνησης Μπαιντεν δεν την επεσήμανε κανένας ευρωπαίος ηγέτης ούτε φυσικά η λαλίστατη κατά τα άλλα πρόεδρος της Κομισιόν....
Φυσικά το δέλεαρ με την Βενεζουέλα είναι η μελλοντική πρόσβαση των αμερικανικών εταιρειών στα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου που έχει η χώρα που υπερκαλύπτουν το κενό που αφήνει στις ΗΠΑ ο τερματισμός των εισαγωγών πετρελαίου από την Ρωσία. Οπως πολύ ορθά επεσήμανε ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Μαρκ Ρούμπιο η κυβέρνηση Μπάιντεν «προσπαθεί να αντικαταστήσει το πετρέλαιο που αγοράζει από ένα δολοφόνο δικτάτορα αγοράζοντας από άλλον δικτάτορα και δολοφόνο».
Μπροστά σε αυτό το δέλεαρ υποχωρεί και σβήνει κάθε πολιτική η ιδεολογική αντίφαση. Απλά μένει η Ευρώπη πού θα πληρώσει με τον πιο σκληρό τρόπο τα σπασμένα της γεωπολιτικής Μπάντεν.