Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις και τα γεγονότα, όπως και οι κρίσεις είναι πολύπλευρα, πολυσύνθετα και άρα δύσκολα στην ανάγνωσή τους. Αυτή η διαπίστωση ισχύει για την πολυδιαφημισμένη επισιτιστική κρίση, την οποίαν κάποιοι «ανακαλύπτουν» σήμερα, ενώ τα συστατικά της στοιχεία έχουν πίσω τους κάποια χρόνια ζωής, για τα οποία βέβαια ελάχιστος λόγος γίνεται.
Και το ερώτημα είναι: υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει επισιτιστική κρίση στην Ελλάδα και αν ναι σε ποιο βαθμό; Ένα δεύτερο ερώτημα είναι γιατί ανεβαίνουν οι τιμές των ειδών διατροφής και ποιοι παράγοντες συμβάλλουν στην ανοδική τους πορεία; Υπάρχει τέλος ένα κρίσιμο ερώτημα, που αφορά στη βιωσιμότητα του αγροδιατροφικού τομέα στην Ελλάδα. Είναι εφικτή, σε ποιο βαθμό, πώς και με ποια εργαλεία;
Επισημαίνουμε ευθύς εξ αρχής ότι σύμφωνα με μια μελέτη – έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων ΕΥ για λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς, στη χώρα μας, η βιομηχανία τροφίμων, ποτών και καπνού διατηρεί την πρώτη θέση σε αριθμό επιχειρήσεων, ανάμεσα στους κλάδους της μεταποίησης (16.263 επιχειρήσεις σε σύνολο 57.014), και αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη της εγχώριας μεταποίησης, με ποσοστό 39%.
Είναι δηλαδή ζωτικό κομμάτι της εθνικής παραγωγής και οικονομίας, γεγονός από μόνο του ιδιαίτερα σημαντικό. Κατά συνέπεια ο αγροτοβιομηχανικός κλάδος μπορεί να δώσει απαντήσεις σε σοβαρά προβλήματα της οικονομίας μας. Υπό προϋποθέσεις βέβαια.
Σήμερα, ο εγχώριος αγροτικός κλάδος συνεισφέρει το 4,7% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξιας (ΑΠΑ), ενώ απασχολεί πάνω από 400 χιλιάδες άτομα, ή ποσοστό που ξεπερνά το 10% του συνόλου του απασχολουμένου δυναμικού. Ο αριθμός αυτός εμφανίζεται σημαντικά μειωμένος σε σχέση με το 2001, όταν ο κλάδος απασχολούσε 656 χιλιάδες άτομα.
Πλην όμως, τότε η παραγωγική δομή της οικονομίας δεν ήταν η ίδια με τη σημερινή και θα πρέπει να δει κανείς ποιος ήταν ο βαθμός μετασχηματισμού της αγροτικής μας οικονομίας. Σε σχέση πάντα με άλλους κλάδους.
Θα πρέπει έτσι να σημειωθεί, ότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη θέση μετά τη Ρουμανία, όσον αφορά τη συνεισφορά της προστιθέμενης αξίας του αγροτικού κλάδου προς το ΑΕΠ το 2020 (3,5%), την τρίτη θέση, μετά τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, το 2019, ως προς την απασχόληση στον αγροτικό τομέα (10%) και την έβδομη θέση ως προς τον πληθυσμό σε αγροτικές περιοχές επί του συνολικού αγροτικού πληθυσμού της Ε.Ε. (3,6%). Το 2020, η Ελλάδα συνέβαλε στο 3,4% της συνολικής αγροτικής παραγωγής της Ε.Ε., επίδοση που την τοποθετεί στην όγδοη θέση.
Τα ποσοστά αυτά αθροιζόμενα με τα αντίστοιχα της βιομηχανίας τροφίμων δείχνουν ότι συνολικά η ζωτικότητα του κλάδου είναι καθοριστικό στοιχείο της εθνικής οικονομίας. Και αυτό το αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής όταν διαπιστώνει τι συνεισφέρει ο αγροδιατροφικός τομέας στις ελληνικές εξαγωγές. Μετά από πολλά χρόνια, κατά τα οποία το εμπορικό ισοζύγιο των προϊόντων του παρέμεινε ελλειμματικό, το 2020 παρουσίασε θετικό εμπορικό ισοζύγιο, ύψους €207 εκατ., λόγω των βελτιωμένων εξαγωγικών επιδόσεων, σε συνδυασμό με μικρή μείωση των εισαγωγών.
Οι προκλήσεις
Όλα όσα προηγούνται δεν αναιρούν όμως και το γεγονός ότι στη σημερινή φάση των διεθνών εξελίξεων, γεωπολιτικών και υγειονομικών, ο αγροδιατροφικός τομέας βρίσκεται αντιμέτωπος με τεράστιες προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες.
Μέχρι το 2050, ο τομέας θα πρέπει να θρέψει 40% περισσότερους ανθρώπους και να έχει αυξήσει την παραγωγή τροφίμων κατά 70%, ενώ η καλλιεργήσιμη γη θα έχει αυξηθεί κατά μόλις 10%. Μέχρι τότε, το 68% του πληθυσμού θα κατοικεί σε αστικές περιοχές, ενώ εκτιμάται ότι το 12% θα υποσιτίζεται. Το 1970, η καλλιεργήσιμη γη ανά άτομο, παγκοσμίως, υπολογιζόταν στα 3,8 στρέμματα. Το 2000, μειώθηκε στα 2,3, ενώ η πρόβλεψη για το 2050 κυμαίνεται στα 1,5 στρέμματα.
Την ίδια ώρα, η κλιματική κρίση οδηγεί στην επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση σοβαρών ζητημάτων που συνδέονται με την Αγροδιατροφή, όπως η σπατάλη τροφίμων, η αλόγιστη χρήση των υδάτινων πόρων, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η υποβάθμιση του εδάφους και η μείωση της βιοποικιλότητας.
Τέλος, οι διατροφικές συνήθειες μεταβάλλονται ραγδαία. Οι καταναλωτές είναι, σήμερα, πιο ευαισθητοποιημένοι, τόσο στα θέματα της υγείας, της ευεξίας και της διατροφής τους, όσο και σε περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα, και αναζητούν «τοπικά, αυθεντικά, ανιχνεύσιμα, διαφανή και ηθικά» τρόφιμα - τα λεγόμενα "LATTE" (Local, Authentic, Traceable, Transparent and Ethical). Η πρόσβασή τους σε ιστότοπους του διαδικτύου, σε εφαρμογές του κινητού τους, καθώς και στα κοινωνικά δίκτυα στα οποία συμμετέχουν, τους παρέχουν τη δυνατότητα ταχύτερης και πληρέστερης ενημέρωσης και επηρεάζουν τη στάση τους και την αφοσίωσή τους στα προϊόντα που επιλέγουν.
Ειδικότερα, ο Αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα, παράλληλα με τις παγκόσμιες αυτές προκλήσεις, αντιμετωπίζει και μια σειρά από προβλήματα και ιδιαιτερότητες, μεταξύ των οποίων:
- Το επίπεδο γεωργικής εκπαίδευσης των αγροτών στη χώρα, που είναι από τα χαμηλότερα που καταγράφονται στην Ε.Ε. (στη δεύτερη θέση από το τέλος, με τελευταία τη Ρουμανία), που συνδέεται και με τη μεγάλη ηλικία των αγροτών.
- Το μικρό μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και το χαμηλό επίπεδο συνεργασίας.
- Το χαμηλό επίπεδο υιοθέτησης τεχνολογικής καινοτομίας.
Οι παράγοντες αυτοί, συνδυαστικά, έχουν ως αποτέλεσμα τη χαμηλή παραγωγικότητα του ελληνικού αγροτικού τομέα, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Είναι προφανές έτσι ότι η ρευστή γεωπολιτική κατάσταση, η άνοδος του πληθωρισμού και οι διαταράξεις της εφοδιαστικής αλυσίδας θα προσθέσουν σημαντικά βάρη στους κλάδους που παράγουν αλλά διανέμουν επίσης αγροδιατροφικά είδη. Αυτό σημαίνει ότι είναι ζωτικό πλέον, όπως επισημαίνει και ο κ. Σπύρος Κίντζιος, πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, να υπάρξει επαναπροσδιορισμός της παραγωγής στο σημερινό σκηνικό καταιγίδας.
Ο κ. Σπ. Κίντζιος τονίζει ότι «η Ελλάδα με τις εξαιρετικές εδαφοκλιματικές συνθήκες και τη μακροχρόνια αγροτική παράδοση, πρέπει να επαναπροσδιορίσει τις παραγωγικές της δυνατότητες και περιορισμούς μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, δίνοντας έμφαση στον επαναπροσανατολισμό της παραγωγής προς την κατεύθυνση της επισιτιστικής αυτάρκειας. Κρίσιμα για την επίτευξη αυτού του στόχου αποτελούν μια σειρά από βήματα, η -μερική έστω- υιοθέτηση των οποίων θα μπορούσε να παράγει ορατά αποτελέσματα εντός των προσεχών μηνών».