H πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία του υπουργείου Παιδείας για τον εκσυγχρονισμό της ανώτατης εκπαίδευσης ενέχει μια παράμετρο εξαιρετικά σημαντική, που όχι μόνο δεν πρέπει να αγνοηθεί, αλλά – αντιθέτως - να τεθεί προς συζήτηση, να αναλυθεί έτι περαιτέρω, κομβική, καθώς είναι για τη σύνδεση πανεπιστημίων και αγοράς εργασίας: τη θεσμοθέτηση βιομηχανικών διδακτορικών.
Τη δημιουργία με άλλα λόγια γέφυρας, ώστε η έρευνα, η καινοτομία, να μην περιορίζεται σε θεωρητικές κατασκευές, να μην εγκιβωτίζεται σε εργαστήρια, αλλά να περνά απευθείας στην παραγωγή, να βρίσκει διόδους υλοποίησης, να προσφέρει απτά αποτελέσματα και λύσεις στην κοινωνία.
Θα ήταν άδικη, και ίσως στείρα, μια αποκλειστικά κριτική αντιμετώπιση του ζητήματος. Η πρωτοβουλία έχει θετικά στοιχεία, τα οποία όμως θα πρέπει να αυξηθούν, ή ακριβέστερα, να διευρυνθούν, έτσι ώστε να την καταστήσουν αποδοτική, πολύτιμη. Να ανασχέσουν το brain drain, να προσδώσουν νέο εθνικό στίγμα στο ολοένα και πιο απαιτητικό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Και τώρα στο δια ταύτα: Τι λέει το υπουργείο Παιδείας; Αν για παράδειγμα, μια εταιρεία παράγει πλαστικά και αναζητά νέο τρόπο διαχείρισης των αποβλήτων της, μπορεί κάλλιστα να προκηρύξει θέση για υποψήφιο διδάκτορα προκειμένου εκείνος να πραγματοποιήσει έρευνα πάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο.
Το υπουργείο είναι διατεθειμένο να διαθέσει €35 εκατ. για 250 βιομηχανικά διδακτορικά τριετούς διάρκειας σε ελληνικά ΑΕΙ από το Ταμείο Ανάκαμψης, κι ενώ προβλέπει επιδότηση ως προς την αμοιβή του υποψήφιου διδάκτορα, τις υποδομές της έρευνας, τα έξοδα μετακίνησης, το κόστος εποπτείας και εκπαίδευσης από το Πανεπιστήμιο.
Το μοντέλο που επιδιώκει να εγκαθιδρύσει η κυβέρνηση, έχει ήδη δοκιμαστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μάλιστα επιτυχώς. Οι βιομηχανικές διδακτορικές διατριβές στη Δανία, αλλά και η σύμβαση CIFRE στη Γαλλία, και δη από το 1981, έχουν αφήσει το δικό τους αποτύπωμα, διευρύνοντας τις προοπτικές απασχόλησης των νέων διδακτόρων εκτός του ακαδημαϊκού χώρου. Μπορεί άρα η Ελλάδα να διδαχθεί από την πεπατημένη, να προχωρήσει σε ασφαλές πεδίο, αρκεί να εξετάσει προσεκτικά τον τρόπο με τον οποίο θα θέσει σε εφαρμογή τον όλο μηχανισμό. Στο σημείο αυτό, εγείρονται ερωτήματα, αλλά και αναδύονται επιλογές.
Γιατί το ύψος της ελληνικής χρηματοδότησης για τα βιομηχανικά διδακτορικά είναι τόσο (αναίτια) υψηλό; Το ποσό των περίπου 47.000 ευρώ τον χρόνο, φαντάζει δυσανάλογο σε σύγκριση με αντίστοιχα ευρωπαϊκά, ιδίως δε το γαλλικό των μόλις 14.000 ευρώ τον χρόνο για ελαχίστη μεικτή αμοιβή 23.484 ευρώ ετησίως.
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι καν απαραίτητη η αλλαγή του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου που ευαγγελίζεται το υπουργείο για την υλοποίηση του στόχου: η χρηματοδότηση των διδακτορικών θα μπορούσε να καλυφθεί μέσα από τις διατάξεις περί «παροχής φορολογικών απαλλαγών σε επιχειρήσεις που υλοποιούν έργα επιστημονικής & τεχνολογικής έρευνας». Το μόνο που απαιτείται – αυτονοήτως - στο σημείο αυτό, είναι η συνεργασία του υπουργείου Παιδείας και του υπουργείου Ανάπτυξης, της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Καινοτομίας.
Γιατί άραγε να μη μειωθεί η επιδότηση ανά διδακτορικό και να διπλασιασθούν οι θέσεις των επιδοτούμενων διατριβών; Κι ένα βήμα παραπάνω: Γιατί να μη διευρυνθεί το φάσμα των εν δυνάμει ενδιαφερομένων, ώστε να συμπεριληφθούν ΟΤΑ, αλλά και φορείς, οργανισμοί, ανεξάρτητες αρχές;
Η επιχειρηματικότητα δεν μπορεί να ανθίσει με μονοδιάστατες προσεγγίσεις. Μπορεί να ξεκινήσει με μια ιδέα, να χτιστεί από μια ομάδα, και πάντως σε ένα περιβάλλον γόνιμο - περιφερειακό, εθνικό - μέσα στο οποίο θα συνδυασθούν, θα συντονιστούν πλείστες όσες δυνάμεις.
Οι ανάγκες αυτής καθαυτής της έννοιας της επιχειρηματικότητας είναι που φέρνουν στο προσκήνιο την αυτοδιοίκηση. Η δυνατότητα παρουσίας ερευνητών σε «κύτταρα» όπως οι δήμοι, θα μπορούσε να αποβεί καταλυτική: Θα συνέτεινε στο να αξιοποιήσουν οι αρχές την έρευνα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν νέες προκλήσεις, να μειώσουν την ανισότητα μεταξύ περιφέρειας και κεντρικής εξουσίας.
Μια τέτοια κίνηση θα συνέβαλε ώστε να μειωθούν και οι όποιες ανησυχίες σχετικές με την μελλοντική υποβάθμιση των ανθρωπιστικών επιστημών και κατευθυνόμενη έρευνα με βάση τις υποδεικνυόμενες ανάγκες της βιομηχανίας, κάθε άλλο δηλαδή παρά «out of the box».
Οι νέοι ερευνητές στην Κοινωνιολογία, τα Οικονομικά, τη Διοίκηση, την Αρχιτεκτονική, τη Γεωγραφία, τον Πολεοδομικό Σχεδιασμό, είναι σε θέση να εργαστούν σε τομείς που ενδιαφέρουν αυτοδιοικητικά κύτταρα, αλλά και θεσμικές συνιστώσες στις τοπικές κοινωνίες. Η οικολογική μετάβαση και η πράσινη οικονομία, ο περιφερειακός σχεδιασμός, η αναζωογόνηση των κέντρων των πόλεων, είναι όλα θέματα στα οποία η έρευνα μπορεί να ρίξει νέο φως, με καινούργια εργαλεία και καινοτόμες ιδέες, μακριά από λύσεις «κονσέρβα», κυρίως δε εμπνευσμένες από τις ιδιαιτερότητες του τόπου μας, απευθυνόμενες σε όσους ζουν την πραγματικότητα της χώρας.
Έρευνα και δράση σε τοπικό επίπεδο έχουν τη δύναμη να οδηγήσουν τις περιφέρειες στην πολυπόθητη ένταξή τους σε ανταγωνιστικό πλαίσιο, κατά τρόπον ώστε να μπορέσουν και να διεκδικήσουν αλλά και να αξιοποιήσουν με τον βέλτιστο τρόπο ευρωπαϊκούς πόρους (LEADER, FEDER κτλ.). Υπό αυτό το πρίσμα, πολύτιμη επίσης θα ήταν η δημιουργία μιας πλατφόρμας, για τη σύνδεση των επιχειρήσεων και τοπικών αρχών με τους φοιτητές και τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα που θα λειτουργεί επίσης ως μέσο αξιολόγησης του μέτρου.
Ίσως αυτός να είναι και ο μοναδικός δρόμος για να εξέλθει η χώρα από το ερευνητικό παράδοξο που βιώνει: από τη μια πλευρά, οι Έλληνες επιστήμονες να έχουν ισχυρή παρουσία στα ευρωπαϊκά ανταγωνιστικά προγράμματα, και από την άλλη, η χώρα να «σέρνεται» στην παραγωγή καινοτομίας.
Οι διεθνείς δείκτες είναι αμείλικτοι, χρόνια τώρα, καταδεικνύοντας ανεπίτρεπτο χάσμα ανάμεσα στην επιστημονική αριστεία και την παραγωγική οικονομία.
* Ο Ξενοφών Κροκίδης είναι Δρ. Φυσικής, Ιδρυτής και Δ/νων σύμβουλος της εταιρείας SCIENOMICS.