Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με την έννοια της μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου και τις διακρίσεις της, σε επόμενη αρθρογραφία μας με την ακολουθητέα διαδικασία, τις τεχνικές και τις προϋποθέσεις της. Εδώ θα μας απασχολήσει το θέμα της μείωσης από μια κρίσιμη, λίγο διαφορετική όμως,
σκοπιά: εκείνη της προστασίας των δανειστών. Επίσης τα (έννομα) αποτελέσματα και η (αν)αποτελεσματικότητά της.
Η προστασία των δανειστών
Οι προστατευτικές διατάξεις για τους δανειστές αφορούν, κατά βάση, τις περιπτώσεις πραγματικής μείωσης -όταν, δηλ., η αποδεσμευμένη εταιρική περιουσία πρόκειται να καταβληθεί στους μετόχους. Αφορούν, επίσης, τις περιπτώσεις που η μείωση του κεφαλαίου γίνεται με (ολική ή μερική) απαλλαγή των μετόχων από την υποχρέωση καταβολής μετοχικού κεφαλαίου, που ανελήφθη μεν, δεν έλαβε όμως χώρα εντέλει.
Εφόσον τηρηθούν οι προϋποθέσεις του νόμου για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ, γεννάται αξίωση, ενός εκάστου μετόχου, για την καταβολή του προϊόντος που του αναλογεί. Η καταβολή αυτή, όμως, δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα πριν παρέλθει, άκαρπη, η προθεσμία υποβολής αντιρρήσεων των δανειστών
ή (εφόσον τέτοιες υποβληθούν) αφού τηρηθούν όσα ο νόμος ορίζει.
Αντιρρήσεις δανειστών ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων
Δικαιούχοι υποβολής τους είναι, κατ' αρχάς, οι δανειστές των οποίων οι απαιτήσεις έγιναν ληξιπρόθεσμες πριν τη δημοσιοποίηση της απόφασης της ΑΕ για τη μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου (βλ. προηγούμενη αρθρογραφία μας). Κατά την ορθότερη άποψη: (και) πριν τη συναφή καταβολή προς τους μετόχους.
Δεν είναι, κατά τούτο, δυνατό να λάβει χώρα οποιαδήποτε καταβολή στους μετόχους της ΑΕ από ενδεχόμενη μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου, πριν την παρέλευση της προθεσμίας εντός της οποίας οι δανειστές της εταιρείας έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν τις σχετικές αντιρρήσεις τους το σημαντικότερο: πριν ολοσχερώς εξοφληθούν ή, έστω, διακανονισθούν οι απαιτήσεις των δανειστών που θα υποβάλουν τέτοιες.
Η υποβολή αντιρρήσεων
Επιβεβλημένο, παρά την έλλειψη σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης, να λαμβάνει χώρα εγγράφως η υποβολή των αντιρρήσεων των δανειστών. Κι ακόμα καλύτερα: με εξώδικη επιστολή.
Οι συγκεκριμένες αντιρρήσεις των δανειστών θα πρέπει να υποβληθούν στην ΑΕ μέσα σε προθεσμία σαράντα (40) ημερών από την ανάρτηση στο Γ.ΕΜ.Η. της εταιρικής απόφασης για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου (βλ. προηγούμενη αρθρογραφία μας).
Αντιρρήσεις δανειστών μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων
(Και) οι δανειστές, όμως, της ΑΕ με μη ληξιπρόθεσμες αξιώσεις προστατεύονται, επίσης, από τις συνέπειες της μείωσης του μετοχικού της κεφαλαίου. Η από μέρους τους υποβολή αντιρρήσεων (με επίκληση κινδύνου για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους) θα πρέπει να λάβει χώρα μέσα σε τριάντα ημέρες από την ανάρτηση στο Γ.ΕΜ.Η. της εταιρικής απόφασης για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου. Ως προς τη διαδικασία και περιεχόμενο υποβολής τους ισχύουν, αντίστοιχα, όσα ήδη αμέσως ανωτέρω αναφέραμε.
Στην περίπτωση που υποβληθούν αντιρρήσεις από τους συγκεκριμένους δανειστές, η ΑΕ δικαιούται να τις προεξοφλήσει, να τους παράσχει επαρκείς εξασφαλίσεις ή να λειτουργήσει συνδυαστικά. Τυχόν διαφωνίες θα λυθούν, κατ’ ανάγκη, από το αρμόδιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας).
Η δικαστική επίλυση των αντιρρήσεων
Η νομοθετική ρύθμιση για την επίλυση των διαφορών που απορρέουν από τις αντιρρήσεις των δανειστών φαίνεται να καταλαμβάνει μόνο εκείνους με μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις. Ερμηνευτικά, πάντως, και εκείνους με ληξιπρόθεσμες.
Το αρμόδιο δικαστήριο θα αποφανθεί για τη βασιμότητα ή μη των συγκεκριμένων αντιρρήσεων. Είναι ενδεχόμενο οι δανειστές με μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις να αποδείξουν ότι η εναπομένουσα εταιρική περιουσία (μετά την πραγματοποίηση της μείωσης) θέτει σε κίνδυνο την ικανοποίησή τους.
Η απόφαση που θα εκδοθεί, στην περίπτωση αυτή, θα επιτρέψει την καταβολή των αποδεσμευόμενων με τη μείωση ποσών, στη βάση τήρησης όρων ή παροχής ασφαλειών. Οι συγκεκριμένες ασφάλειες είναι δυνατό να παρασχεθούν (και) από τρίτους (λ.χ. τους μετόχους).
Έννομα αποτελέσματα
Σε περίπτωση που η ΑΕ προβεί σε καταβολές αποδεσμευμένης εταιρικής περιουσίας στους μετόχους χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου, οι σχετικές καταβολές είναι άκυρες. Τη συγκεκριμένη ακυρότητα μπορούν να επικαλεστούν, μόνον, οι δανειστές που υπέβαλαν αντιρρήσεις. Οι ωφελούμενοι μέτοχοι υποχρεούνται, στην περίπτωση αυτή, να επιστρέψουν το ποσό που εισέπραξαν από την ΑΕ.
Ο νόμος δεν θεσπίζει ειδική ευθύνη του ΔΣ σε περίπτωση άκυρης καταβολής. Ενδέχεται, ωστόσο, να στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη των μελών του ή/και των μετόχων που ωφελήθηκαν (σύμφωνα, λ.χ., με τις διατάξεις για την καταδολίευση δανειστών). Τυχόν αντιρρήσεις των δανειστών, στο πλαίσιο που προαναφέρθηκε, δεν επηρεάζουν την προηγηθείσα απόφαση για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου.
Είναι δεδομένο πως οι δανειστές της ΑΕ (με ληξιπρόθεσμες, ή μη, απαιτήσεις) έχουν ανάγκη προστασίας σε περίπτωση μείωσης του μετοχικού της κεφαλαίου. Ο νομοθέτης δεν θα ήταν δυνατό να μην τους την παράσχει. Η προστασία όμως είναι, σε πρακτικό επίπεδο, αμφιλεγόμενη.
Ποιος δανειστής, άραγε, εξαντλεί ένα τμήμα, έστω, του χρόνου του στην αναζήτηση του ενδεχόμενου, η οφειλέτριά του ΑΕ να έχει προχωρήσει σε μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου (και απόδοσή του στους μετόχους), με σκοπό να τον καταδολιεύσει; Δεδομένου όμως ότι αυτό είναι το μόνο μέσο που του παρέχεται από το νόμο, ο δανειστής της ΑΕ τούτο, ακριβώς, οφείλει: να βρίσκεται, δηλ., σε συνεχή εγρήγορση.
* Ο Σταύρος Κουμεντάκης είναι Managing Partner Koumentakis and Associates Law Firm