Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ίσως να σκάβει τον λάκκο του, για ανεξήγητους λόγους, εκτός και αν ο ίδιος ενδομύχως επιδιώκει να μην επανεκλεγεί. Γνωρίζει πολύ καλά ότι μετά το πρόβλημα της πτώσης της αγοραστικής δύναμης των Γάλλων πολιτών, που σήμερα είναι κυρίαρχο στην καθημερινή τους ζωή, η ασφάλεια και το Ισλάμ είναι δεύτερα στα αιτήματά τους για αντιμετώπιση.
Παρ’ όλα αυτά, τα παραπάνω σοβαρά για τη Γαλλία αλλά και για την Ευρώπη προβλήματα απουσιάζουν πλήρως από το πρόγραμμα του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος στις δημόσιες εμφανίσεις του δείχνει να φοβάται να προφέρει τις λέξεις «ασφάλεια» και «Ισλάμ». Το ίδιο, δε, συμβαίνει και με υπουργούς της γαλλικής κυβέρνησης, οι οποίοι σε δημόσιες τηλεοπτικές συζητήσεις επιμένουν ότι η Γαλλία δεν έχει κανένα πρόβλημα ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων και ασφάλειας των πολιτών της.
Την άποψη αυτή ωστόσο διαψεύδουν οι δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με τις οποίες 56% των Γάλλων δηλώνει προβληματισμένο με την αποτελεσματικότητα των αρχών ασφάλειας και την ισλαμική διείσδυση στη γαλλική κοινωνία.
Προβληματισμένος με τη στάση Μακρόν δηλώνει και ο Γάλλος δοκιμιογράφος Χακίμ Ελ Καουρί, με ρίζες από τη Βόρεια Αφρική, ο οποίος σήμερα διευθύνει το Ινστιτούτο Montaigne. Ήδη από το 2018, ο Ελ Καουρί, μαζί με άλλους σαράντα επώνυμους μουσουλμάνους της Γαλλίας, είχε κάνει έκκληση για την αντιμετώπιση του ισλαμικού φονταμενταλισμού στη Γαλλία, την οποία το 2020 επανέλαβε στο πολύκροτο βιβλίο του, με τίτλο «Ισλάμ, μια γαλλική θρησκεία».
Ο τυνησιακής καταγωγής διανοούμενος, απευθυνόμενος σ’ ένα ευρύτερο και πέρα από τη Γαλλία ευρωπαϊκό κοινό, θέτει το πρόβλημα του Ισλάμ στις πραγματικές διαστάσεις του, τονίζοντας ότι είναι τεράστιο πολιτικό λάθος οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες να κρατούν τα μάτια τους κλειστά. «... Ο πρόεδρος Μακρόν ακολουθεί λάθος δρόμο στο θέμα αυτό και σε κάποια φάση θα είναι πολύ αργά για να αντιμετωπίσει ένα καυτό πρόβλημα...», τονίζει.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Montaigne, στη Γαλλία, οι μουσουλμάνοι που πηγαίνουν στα τζαμιά, τρώνε χαλάλ, προσεύχονται καθημερινά και τοποθετούν την ισλαμική σαρία πάνω από τον νόμο του κράτους υπολογίζονται γύρω στα 3.500.000.
Είναι δε ξεκάθαρο από τα αιτήματα και τις δράσεις αυτού του πληθυσμού ότι βασική διεκδίκησή του είναι η αντικατάσταση της γαλλικής νομοθεσίας από τη σαρία. Κάτι που ήδη ισχύει σε αρκετές περιοχές της Γαλλίας, από τις οποίες οι αλλόθρησκοι Γάλλοι έχουν από καιρό εγκαταλείψει, για ευνόητους λόγους.
Ακόμα, σημειώνει ο Ελ Καουρί, το 80% των μουσουλμάνων της Γαλλίας, που πλησιάζουν τα 12.000.000, εγείρει απαιτήσεις στην καθημερινότητα: ζητούν να είναι χαλάλ τα σχολικά γεύματα, να υπάρχουν ξεχωριστές πισίνες για άνδρες και γυναίκες και να επιτρέπεται δια νόμου η πολυγαμία.
Συγκριτικά με άλλες διεκδικήσεις, το χαλάλ είναι λεπτομέρεια. Πλην όμως ενισχύει τη θέση αυτών που υποστηρίζουν ότι το Ισλάμ δεν είναι μόνο θρησκεία αλλά και ιδεολογία, τρόπος ζωής, πολιτικό πρόγραμμα.
Υπό αυτή την έννοια, η απόρριψή του δεν αποτελεί συμπεριφορά μη ανεκτικότητας («μισαλλοδοξίας», όπως λένε, πομπωδώς, οι ορθώς σκεπτόμενοι) αλλά πολιτική αντίθεση, αντιπολίτευση σε ένα διεθνές, σαρωτικό, υπερσυντηρητικό κίνημα.
Ένα κίνημα που βρίσκεται τέσσερις αιώνες πίσω από τον δικό μας, από πλευράς θεσμών και αντιλήψεων και το οποίο έχει φιλοδοξίες επέκτασης. Ιδιαίτερα δε στη Γαλλία, όπου άτυπος σύμμαχός του είναι και η άκρα αριστερά, η οποία μέσω του Ισλάμ αναζητεί δρόμο ιδεολογικής επιβίωσης. Έτσι η γαλλική ισλαμοαριστερά όχι μόνον τείνει χέρι βοήθειας στο ακραίο Ισλάμ στο ιδεολογικό επίπεδο, αλλά το απαλλάσσει και από τις ευθύνες του στις τρομοκρατικές επιχειρήσεις του.
Για παράδειγμα, η ακτιβίστρια Μενέλ Ιμπτισέμ, που συχνά πυκνά καλείται σε τηλεοπτικές εκπομπές και είναι μονίμως παρούσα στα κοινωνικά δίκτυα, κατηγορεί το γαλλικό κράτος ότι συνωμοτεί εναντίον των μουσουλμάνων: «Τρομοκρατική είναι η Γαλλία» τονίζει, «όχι οι ισλαμιστές». Μέσα σε αυτό το «προοδευτικό» περιβάλλον, η μουσουλμανική ταυτότητα εκθειάζεται και το περιεχόμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στρεβλώνεται. Όσο για τις γνωστές ευαισθησίες σχετικά με τον σεξισμό, την ομοφοβία, τον ρατσισμό, σε ό,τι αφορά τους μουσουλμάνους, δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα. Είναι συμπεριφορές ανεκτές στις ισλαμικές κοινότητες, αλλά όχι στις άλλες.
Δυστυχώς, δε, η άρνηση του Γάλλου πρόεδρου και της γαλλικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει σοβαρά και αποτελεσματικά ένα τεράστιο πρόβλημα τροφοδοτεί τη γαλλική ακροδεξιά, οι υποψήφιοι της οποίας στον πρώτο γύρω των προεδρικών εκλογών, με σημαία τους την αντίσταση στον ισλαμισμό, ως γνωστόν, ξεπέρασαν σε ψήφους το 30%. Πρόκειται για ένα ποσοστό-ρεκόρ στη γαλλική πολιτική ζωή, το οποίο σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον φόβο της γαλλικής μεσαίας τάξης να δει την παράδοση του γαλλικού κράτους δικαίου στις ισλαμικές μαφίες, που ήδη κυριαρχούν σε συγκεκριμένες περιοχές.
Υπό αυτές τις συνθήκες και με ισχυρή χρηματοδότηση από χώρες όπως το Κατάρ και η Τουρκία για παράδειγμα, στη Γαλλία, η ισλαμική ιδεολογία κερδίζει έδαφος (και εδάφη: μεταφορικά και κυριολεκτικά), προβάλλοντας χαρακτηριστικά που συγκινούν ανώριμους και αμόρφωτους πληθυσμούς, κυρίως νέους: εξέγερση και ανυπακοή (εναντίον του γαλλικού κράτους, του κατεστημένου, των γαλλικών αξιών, τις οποίες εξάλλου ελάχιστα γνωρίζουν), πολιτικό όραμα (την ισλαμική κοινωνία, τον εξισλαμισμένο κόσμο), ελευθερία στην άσκηση βίας (απελευθέρωση των ενστίκτων, καθαγιασμός του μίσους), κοινή επιθετικο-αμυντική ταυτότητα και αδελφότητα, είναι στη σημερινή Γαλλία ο νέος σκοταδισμός.
Στο μέτρο λοιπόν που ο Εμανουέλ Μακρόν δείχνει ότι δεν θέλει να αντιμετωπίσει ένα πολύ κρίσιμο για τη Γαλλία πρόβλημα, την Κυριακή 24 Απριλίου 2022 είναι πολύ πιθανόν η Ευρώπη να μπει σε νέες οδυνηρές περιπέτειες.