Σε προηγούμενο άρθρο μας εκθέσαμε μερικά από τα τα δεδομένα που καλό είναι να έχουμε υπόψη πριν καταλήξουμε στον βέλτιστο τρόπο χρηματοδότησης για την επιχείρησή μας. Σημειώσαμε ότι αφορμή για όσα γράφτηκαν (αλλά και γράφονται στο παρόν) αποτελεί το -συχνά προκύπτον στην πράξη- ζήτημα της μεταφοράς ρευστότητας εντός ομίλου. Ωστόσο, οι πληροφορίες που παρέχονται, είναι απολύτως χρήσιμες και για μεμονωμένες επιχειρήσεις.
Στο πρώτο μέρος αναφερθήκαμε στον απλό δανεισμό και στα ζητήματα κυρίως φορολογίας χαρτοσήμου που ανακύπτουν. Αναφερθήκαμε επίσης και στο μόρφωμα του Cash Pooling. Με το σημερινό 2ο μέρος συμπληρώνουμε «το μωσαϊκό» για μερικούς από τους συχνότερα εφαρμοζόμενους στην πράξη τρόπους χρηματοδότησης και, ιδίως, των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων που παρουσιάζουν, αλλά και των σημείων που αξίζουν της προσοχής μας, ώστε να αποφεύγουμε δυσάρεστες εκπλήξεις στο μέλλον (βλ. φορολογικούς ελέγχους).
Ι. Το ομολογιακό δάνειο
Κάνοντας λόγο για τρόπους χρηματοδότησης επιχειρήσεων, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο ομολογιακό δάνειο. Πρόκειται για έναν τρόπο παροχής ρευστότητας, ο οποίος για νομικούς (π.χ. ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση) αλλά και για πραγματικούς λόγους (π.χ. οι αλλοδαποί επενδυτές είναι πολύ περισσότερο εξοικειωμένοι με αυτό τον τρόπο χρηματοδότησης και άρα καθίσταται ευχερέστερη η συμμετοχή τους και άρα ελκυστικότερες οι αντίστοιχες επιχειρήσεις), είναι από τους πλέον δημοφιλείς στην επιχειρηματική πρακτική.
Κατ’ αρχάς, ήδη από την αρχή είναι απαραίτητη η ακόλουθη παρατήρηση: ομολογιακό δάνειο, με τις φορολογικές ιδίως διευκολύνσεις που παρέχει ο νόμος (απαλλαγή από πάσης φύσεως φόρους και τέλη -βλ. π.χ. φορολογία χαρτοσήμου), δύναται να εκδοθεί μόνο από Ανώνυμη Εταιρεία (ΑΕ).
Συχνά λέγεται και γράφεται ότι ομολογιακό δάνειο εκδίδεται αποκλειστικά από ΑΕ, αυτό όμως δεν είναι ακριβές. Για παράδειγμα, ομολογιακό δάνειο μπορεί αν εκδοθεί και από ΙΚΕ (έκδοση ομολογιών και ανάληψη στο σύνολό τους π.χ. από πιστωτικό ίδρυμα). Αυτό το ομολογιακό δάνειο, ωστόσο, δεν θα έχει τις προαναφερθείσες φορολογικές διευκολύνσεις που παρέχει το άρθρο 14 του νόμου 3156/2003. Αυτός είναι κι ο λόγος εξαιτίας του οποίου έχει διαμορφωθεί η εντύπωση ότι ομολογιακό δάνειο εκδίδεται αποκλειστικά από ΑΕ. Είναι το συχνότερα (και μάλλον αποκλειστικά) συναντώμενο στην πράξη.
Επομένως, τα στοιχεία που καθιστούν τη λύση του ομολογιακού δανείου ελκυστική εντοπίζονται μόνο στην περίπτωση της έκδοσής του από ΑΕ. Εταιρεία διαφορετικής νομικής μορφής δεν μπορεί να ευνοηθεί από τις φορολογικές ελαφρύνσεις που προβλέπει ο νόμος.
Βέβαια, μια οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση μπορεί να μετατραπεί σε ΑΕ. Με το νέο νόμο 4601/2019 για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς, εισάγεται η αρχή της μετατροπής από και προς κάθε κατεύθυνση: άρα και προς ΑΕ. Από την άλλη πλευρά, το φορολογικό πλαίσιο του μετασχηματισμού παραλλάσσει -επιλέγεται σε κάθε περίπτωση η επιλογή με τη μικρότερη φορολογική επιβάρυνση.
Η λύση του ομολογιακού δανείου, όπως διαγράφεται από το νόμο, με τις φορολογικές διευκολύνσεις, αλλά και τη μεγάλη εμπειρία που υπάρχει στην πράξη από νομικούς και οικονομικούς συμβούλους λόγω της συχνότητας αυτού του τρόπου χρηματοδότησης, αποτελεί επομένως μια πράγματι πολύ καλή (και δουλεμένη) λύση.
ΙΙ. Η χρηματοδότηση της κεφαλαιουχικής εταιρείας στο πλαίσιο μελλοντικής αύξησης μετοχικού κεφαλαίου
Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 4 περ. α’ ν. 1079/1971: «Απαλλάσσονται των τελών χαρτοσήμου, εισφοράς, δικαιωμάτων ή άλλης επιβαρύνσεως υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, τροποποιουμένων των άρθρων 15 και 47 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου, τα καταστατικά των παντός είδους ανωνύμων εταιρειών μετά των εν αυτοίς περιεχομένων παρεπόμενων συμβάσεων (αναδοχή χρέους κ.λπ.) και πάσα πράξις σχετική προς την αύξησιν του κεφαλαίου αυτών».
Ήδη από το περιεχόμενό της, η διάταξη αυτή μοιάζει αρκετά ελκυστική λόγω των απαλλαγών που παρέχει («Απαλλάσσονται των τελών χαρτοσήμου, εισφοράς, δικαιωμάτων ή άλλης επιβαρύνσεως υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων […]»). Όταν επιλέγεται η χρηματοδότηση της κεφαλαιουχικής εταιρείας μέσω καταβολών για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, η οποία όμως θα λάβει χώρα στο μέλλον και όχι άμεσα, απαιτείται προσοχή σε ορισμένες λεπτομέρειες, καθώς τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο, ίσως, φαίνονται.
Ο λόγος είναι βασικά ο εξής: η ευεργετική αυτή διάταξη έχει θεσπιστεί για την εξυπηρέτηση ορισμένων σκοπών. Εάν τα πράγματα ήταν τόσο απλά, τίποτε δεν θα εμπόδιζε τους επιχειρηματίες να επικαλούνταν καταβολή για μελλοντική αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (ώστε να επωφεληθούν και από την ουδέτερη φορολογική αντιμετώπιση της συναλλαγής). Πολλά σημεία όμως χρειάζονται προσοχή στην περίπτωση αυτή - ακολουθούν μερικά από τα χαρακτηριστικότερα, υπό μορφή ερωταπαντήσεων:
Ερώτηση 1η: Είναι αναγκαία η προηγούμενη λήψη απόφασης για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ώστε να μπορεί να κριθεί (π.χ. από μελλοντικό φορολογικό έλεγχο) ότι η καταβολή γίνεται πράγματι για αυτό τον σκοπό;
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία και διοικητική πρακτική, δεν απαιτείται κάποια προενέργεια προκειμένου για καταβολή ποσών προς μελλοντική αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Για παράδειγμα, τόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας στην υπ’ αριθμ. 1470/2002 απόφασή του (βλ. και ΣτΕ 174/1982, ΣτΕ 211/1983), όσο και η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ Αθήνας) με τις υπ’ αριθμ. 2323/2019 και 1318/2019 αποφάσεις της, έκριναν ότι δεν απαιτείται απόφαση της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου για (μελλοντική) αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Η αιτιολογία είναι ότι σχετικά απλή: ο νόμος παρέχει την ουδέτερη φορολογική μεταχείριση χωρίς να απαιτεί κάποια προεργασία.
Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε και την αντίθετη (αλλά πάντως εξαιρετικά σπανίως συναντώμενη στην πράξη) περίπτωση: τη μεμονωμένη αντίθετη απόφαση της ΔΕΔ Αθήνας 891/2020, η οποία απαιτεί μέχρι και τη δημοσίευση στο Γ.Ε.ΜΗ. της απόφασης του αρμόδιου οργάνου για τη λήψη απόφασης αύξησης μετοχικού κεφαλαίου.
Με αυτά τα δεδομένα κρίνεται ότι η περισσότερο φρόνιμη επιλογή θα ήταν έστω η έκδοση απόφασης π.χ. από το ΔΣ, η οποία θα αναφέρεται στη δρομολόγηση, τουλάχιστον, αύξησης μετοχικού κεφαλαίου.
Γιατί όμως μας αφορoύν τα παραπάνω; Η εξήγηση είναι η εξής: εάν δεν πεισθεί ο φορολογικός έλεγχος ότι πρόκειται πράγματι για ποσά προς μελλοντική αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ελλοχεύει ο κίνδυνος να θεωρηθούν τα αντίστοιχα ποσά ως καταθέσεις (1,2%) ή δάνεια (2,4%) και να επιβληθεί η αντίστοιχη φορολογία χαρτοσήμου. Επομένως, σε επίπεδο απόδειξης, είναι χρήσιμο να υπάρχουν έγγραφα τα οποία, όταν παραστεί η ανάγκη, να είναι ικανά να ενισχύσουν αυτό τον αληθή ισχυρισμό (π.χ. απόφαση του ΔΣ η οποία θα αναφέρεται σε αυτή τη μελλοντική αύξηση μετοχικού κεφαλαίου).
Ερώτηση 2η: Πρέπει πράγματι να πραγματοποιηθεί η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου εντός συγκεκριμένου χρόνου, προκειμένου να αποκλειστεί/περιοριστεί ο κίνδυνος να θεωρηθεί η καταβολή κατάθεση ή δάνειο (και άρα να επιβληθεί το αντίστοιχο τέλος χαρτοσήμου - αναλόγως των αποδεικτικών στοιχείων του ελέγχου) προς την εταιρεία;
Έχει παρατηρηθεί ότι η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση των καταθέσεων προς μελλοντική αύξηση μετοχικού κεφαλαίου καθιστά για πολλούς ελκυστική την εξής «μεθόδευση»: καταβολή του ποσού με το πρόσχημα της μελλοντικής αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, η οποία, ωστόσο, στην πραγματικότητα δεν θα ακολουθήσει ποτέ.
Το ερώτημα λοιπόν που διατυπώνεται συχνά είναι το εξής: για πόσο διάστημα είναι δυνατόν να παραμείνουν τα χρήματα στην οντότητα, χωρίς να μεσολαβήσει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και χωρίς, παράλληλα, να επιβληθεί φορολογία χαρτοσήμου για δάνειο ή ταμειακή διευκόλυνση;
Οι θέσεις που διατυπώνονται σχετικά με το ερώτημα αυτό είναι οι εξής:
Η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου πρέπει να ολοκληρωθεί εντός έτους από την καταβολή του ποσού. Διαφορετικά δεν θεωρείται ότι έγινε με σκοπό τη (μελλοντική) αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Η θέση αυτή υιοθετήθηκε, για παράδειγμα, από τη ΔΕΔ Αθήνας 225/2020. Δεν είναι, όμως, ορθή. Αυτό για τον εξής λόγο: στηρίζεται στο γράμμα της Οδηγίας της ΕΛΤΕ (Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων) για το ν. 4308/2014 περί ελληνικών λογιστικών προτύπων, όπου ρυθμίζεται ο λογιστικός χειρισμός του ποσού των καταβολών αυτών. Η οδηγία της ΕΛΤΕ όμως εξεδόθη για τη λογιστική αντιμετώπιση (χρηματοοικονομικής παρουσίασης) των ζητημάτων και όχι για τη ρύθμιση των θεμάτων αυτών από τη σκοπιά άλλης νομοθεσίας.
Όπως είχε κριθεί και από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 3251/2012) «Οι διατάξεις του ΚΝ 2190/1920 [προϊσχύσαν πλαίσιο για ΑΕ) και του Π.Δ. 1123/1980 (προϊσχύσαν πλαίσιο για λογιστικά πρότυπα) αποσκοπούν στην εσωτερική λογιστική απεικόνιση των οικονομικών στοιχείων των ανώνυμων εταιρειών και δεν αποτελούν φορολογικές διατάξεις».
Επομένως, η επιταγή του έτους που παρέχεται από την Οδηγία της ΕΛΤΕ δεν είναι «μονόδρομος». Από την άλλη, βέβαια, τα ποσά δεν μπορούν και να παραμένουν στην εταιρεία για μεγάλα χρονικά διαστήματα, χωρίς να έχει μεσολαβήσει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, αφού έτσι καθίσταται ολοένα και προφανέστερο ότι δεν κατεβλήθησαν με αυτό τον σκοπό. Τέτοιος ισχυρισμός σε πιθανό έλεγχο, δηλαδή, είναι πολύ πιθανό να απορριφθεί. Ο εύλογος χρόνος μέσα στον οποίο θα πρέπει να έχει συντελεσθεί η αύξηση θα κρίνεται αναλόγως της συγκεκριμένης περίπτωσης και των ειδικότερων περιστάσεων.
Για παράδειγμα, στην απόφαση της ΔΕΔ Αθήνας υπ’ αριθμ. 1318/2019 η τριετία μετά την καταβολή κρίθηκε ανεκτό χρονικό διάστημα, ενώ στην απόφαση της ΔΕΔ Αθήνας υπ’ αριθμ. 2323/2019 δικαιώθηκε Α.Ε. για παραμονή ποσού 40.000.000€ στον λογαριασμό 43.00 (καταθέσεις μετόχων) που κατατέθηκε την 31.12.2013 και η ΑΜΚ δεν είχε συντελεστεί έως την 18.7. 2019 (ημερομηνία έκδοσης απόφασης).
Η εξέταση κάποιων ειδικότερων παραμέτρων στην τελευταία απόφαση έχει κάποιο ενδιαφέρον, αφού περιέχει ορισμένες λεπτομέρειες, οι οποίες, όμως, είναι σημαντικές σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου.
Πρώτον, παρατηρείται ότι το ποσό δόθηκε προς ενίσχυση της ρευστότητας της ΑΕ, για την κάλυψη δανειακών υποχρεώσεών της «μέσω ποσών προοριζόμενων για ΑΜΚ», με σχετική αναφορά περί τούτου στην ετήσια έκθεση διαχείρισης του ΔΣ.
Δεύτερον, όσον αφορά στον λογιστικό χειρισμό του ποσού, σημειώνεται ότι αυτό παρέμεινε στον λογαριασμό 43.00 (Καταθέσεις Μετόχων) μέχρι την 31.12.2016 οπότε και μεταφέρθηκε στον λογαριασμό 45.98 (Λοιπές Μακροπρόθεσμες Υποχρεώσεις). Είναι χρήσιμο να σημειωθεί εδώ ότι ως προς αυτό τον λογιστικό χειρισμό (μεταφορά στο λογαριασμό 45.98) η ΔΕΔ διατήρησε επιφυλάξεις για το κατά πόσο «η μεταφορά αυτή μετέβαλε το χαρακτήρα της κατάθεσης σε ταμειακή διευκόλυνση». Επειδή όμως ο φορολογικός έλεγχος αφορούσε άλλη χρήση (και όχι εκείνη του 2016), ορθώς έκρινε ότι δεν ήταν αρμόδια να την ελέγξει.
Τα πορίσματα της υπ’ αριθμ. 2323/2019 απόφασης της ΔΕΔ Αθήνας διαγράφουν ορισμένα σημεία πρόνοιας, προκειμένου να περιοριστεί σημαντικά ο κίνδυνος τα ποσά τα οποία θα καταβληθούν έναντι μελλοντικής αύξησης μετοχικού κεφαλαίου να επιβαρυνθούν με φορολογία χαρτοσήμου, ακόμα και αν η αύξηση καθυστερήσει -για ορισμένο χρονικό διάστημα- να λάβει χώρα.
Εάν όμως κρίνει η φορολογική αρχή ότι δεν επρόκειτο για καταβολή έναντι μελλοντικής αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, τι φορολογία θα επιβληθεί;
Στο σημείο αυτό παραπέμπουμε σε όσα γράψαμε στο προηγούμενο άρθρο μας (μέρος 1ο) για τη διάκριση μεταξύ δανείου και ταμειακής διευκόλυνσης. Συνοπτικά μόνο, αναφέρουμε τα εξής: εφόσον ο έλεγχος εντοπίσει τα απαραίτητα εκείνα «αποδεικτικά στοιχεία» για τη στοιχειοθέτηση δανείου, θα επιβληθεί φόρος 2,4% επί του ποσού. Αλλιώς, αν δηλαδή ο έλεγχος δεν συγκεντρώσει «επαρκή» αποδεικτικά στοιχεία, η φορολογία χαρτοσήμου θα ανέλθει στο 1,2%.
Πράγματι, θα υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο έλεγχος θα κρίνει ότι η μη ανάληψη του ποσού και η μη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (μετά την παρέλευση του εύλογου διαστήματος από την καταβολή) συνιστά σιωπηρή συναίνεση για την καταβολή αυτών με σκοπώ ταμειακής της διευκόλυνσης. Έτσι κρίθηκε (δηλ. ταμειακή διευκόλυνση) στην υπ’ αριθμ. 1942/2019 απόφαση της ΔΕΔ Θεσσαλονίκης.
Ενδιαφέρον ζήτημα εδώ είναι και η εφαρμογή του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), το οποίο εισάγει έναν γενικό κανόνα απαγόρευσης καταχρήσεων (ΓΚΑΚ) στο ελληνικό φορολογικό δίκαιο.
Η λογική του συγκεκριμένου άρθρου μπορεί, με απλά λόγια, να παρουσιαστεί από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4607/2019 με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 38 του ΚΦΔ, στην οποία αναφέρεται ότι «Οι γενικοί κανόνες απαγόρευσης των καταχρήσεων (ΓΚΑΚ) περιλαμβάνονται στα φορολογικά συστήματα για την αντιμετώπιση των καταχρηστικών φορολογικών πρακτικών που δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί με ειδικά στοχευμένες διατάξεις».
Έτσι, τακτικές οι οποίες έχουν κατά κύριο σκοπό ή έστω ως έναν από τους κύριους σκοπούς τους την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος που ματαιώνει το αντικείμενο ή τον σκοπό των φορολογικών διατάξεων, συλλαμβάνονται και φορολογούνται όπως θα είχαν φορολογηθεί εάν αυτή η «μεθόδευση» δεν είχε λάβει χώρα.
Εάν, για τη συγκεκριμένη διαμόρφωση, συντρέχουν βάσιμοι εμπορικοί λόγοι που απηχούν την οικονομική πραγματικότητα, τότε αυτό δρα υπέρ της θεώρησης της «τακτικής» ως γνήσιας και άρα πιθανότατα δεν θα εφαρμοσθεί το ά. 38 του ΚΦΔ. Όπως επίσης σημειώνεται στην Ε. 2167/2019, «Ο τύπος της συναλλαγής, δράσης, πράξης, συμφωνίας, κ.λπ., δηλαδή το γεγονός εάν αυτή είναι γραπτή ή προφορική, δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό της ως διευθέτησης, εφόσον διαπιστώνεται αντικειμενικά ότι υπάρχει». Πάντως, κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και ως τέτοια κρίνεται. Οριζόντιες λύσεις δεν υπάρχουν. Ο έλεγχος θα αξιολογήσει τη συνολική εικόνα και θα κρίνει εάν πράγματι σκοπός, ή ένας εκ των βασικών σκοπών, ήταν λ.χ. η αποφυγή πληρωμής φορολογίας χαρτοσήμου μέσω του «τεχνάσματος» των καταβολών προς μελλοντική αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.
Συμπεράσματα
Αναλύσαμε μερικά από τα δημοφιλέστερα οχήματα χρηματοδότησης εταιρειών, είτε σε περιβάλλον ομίλου, είτε όχι. Θίξαμε τα πιο σημαντικά ζητήματα, εκθέσαμε τα θετικά τους και επιστήσαμε την προσοχή σε πιθανούς κινδύνους. Θα μπορούσε λοιπόν να καταλήξει κανείς στα κάτωθι συμπεράσματα:
1. Ασφαλέστερη σήμερα και φορολογικά ουδέτερη επιλογή αποδεικνύεται εκείνη του ομολογιακού δανείου. Βέβαια, ομολογιακό δάνειο το οποίο μπορεί να τύχει εφαρμογής των ευνοϊκών φορολογικών διατάξεων του νόμου, εκδίδεται μόνο από Ανώνυμη Εταιρεία. Έχοντας πει αυτό, η μετατροπή μιας οποιασδήποτε οντότητας σε ΑΕ είναι σήμερα δυνατή. Προσοχή θα χρειαστεί στην επιλογή του φορολογικού νόμου βάσει του οποίου θα γίνει η μετατροπή. Η επιλογή θα γίνει με βάση τις ιδιαιτερότητες κάθε μορφώματος και σε κάθε περίπτωση η απόφαση θα λαμβάνεται μετά από προσεκτική μελέτη αυτών (αν π.χ. εξυπηρετεί καλύτερα τη συγκεκριμένη οντότητα η αναβολή της φορολόγησης της τυχόν υπεραξίας ή η ευνοϊκή βάση υπολογισμού των αποσβέσεων των εισφερόμενων περιουσιακών στοιχείων ή η απαλλαγή της σύμβασης, της εισφοράς και μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων και κάθε πράξης σχετικά με τον μετασχηματισμό από κάθε φόρο ή τέλος και χωρίς ειδικότερες προϋποθέσεις ως προς τα ακίνητα ή εάν συμφέρει να διατηρηθεί η δυνατότητα μεταφοράς ζημιών κ.λπ.).
2. Εφόσον εκδοθούν οι σχετικές διευκρινήσεις από τη Διοίκηση, προβλέπεται πολύ ελκυστική και η επιλογή του δανείου, με τα σημεία, βέβαια, στα οποία χρειάζεται προσοχή και εκτέθηκαν στον οικείο τόπο. Η διαμόρφωση της παροχής ρευστότητας -ειδικά σε περίπτωση ομίλου- μέσω Cash Pooling, κρίνεται προτιμητέα.
3. Βέβαια, τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι και οι λοιπές μέθοδοι χρηματοδότησης δεν αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για μια επιχείρηση. Ωστόσο, στις περιπτώσεις εκείνες θα χρειάζεται προσοχή και λεπτός νομικός (διαμόρφωση τυχόν συμβάσεων) και λογιστικός (αναγνώριση ποσών) χειρισμός, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να πεισθεί ο φορολογικός έλεγχος για την αλήθεια των ισχυρισμών της ελεγχόμενης οντότητας.
4. Σε κάθε περίπτωση, η προηγούμενη νομική συμβουλή αποτελεί μια καλή επιλογή για τον επιχειρηματία. Πολλές φορές θα είναι και απαραίτητη. Είδαμε για παράδειγμα, στην περίπτωση δανείου και ταμειακής διευκόλυνσης, ότι δεν υπάρχει οριζόντια απάντηση για την συμφερότερη επιλογή: αν πρόκειται για «ανακυκλούμενη» χρηματοδότηση, συμφερότερη είναι η λύση του δανείου, παρά το 2,4% του χαρτοσήμου (υπενθυμίζουμε ότι στη δανειακή διευκόλυνση το χαρτόσημο ανέρχεται στο 1,2%). Αυτό συμβαίνει διότι στην ανακυκλούμενη πίστωση με δοσοληπτικό λογαριασμό, το χαρτόσημο επιβάλλεται στο μέγιστο υπόλοιπο κάθε χρήσης, το οποίο δεν είναι καθόλου απίθανο να είναι εξαιρετικά χαμηλό. Διαφορετικά, σε περίπτωση διαμόρφωσης καταβολών μέσω ταμειακών διευκολύνσεων, θα επιβάλλεται χαρτόσημο 1,2% σε κάθε καταβολή (και όχι στο μέγιστο υπόλοιπο κάθε χρήσης).
* Ο Γιάννης Ψαράκης (Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ - ΜΔΕ ΙΙΙ) είναι συνεργάτης της Δικηγορικής Εταιρείας Ψαράκης|Κεφαλάς (www.psarakislegal.com) και ιδρυτής του IP Hub "The Trademark Hoop" (www.thetrademarkhoop.com).