Δυο βδομάδες πολέμου ολοκληρώθηκαν, δυο βδομάδες ζούμε στο νέο κόσμο, και έχουμε όλα τα στοιχεία για να καταλάβουμε τι έγινε και πού πάμε.
Από την πρώτη βδομάδα, φάνηκαν τα βασικά:
- Ο Πούτιν έπεσε εντελώς έξω στους υπολογισμούς του. Δεν επιτέθηκε στην Ουκρανία αλλά -έτσι πάντως το εξέλαβε σχεδόν ολόκληρη η ανθρωπότητα- στη δημοκρατία. Δεν βρέθηκε μπροστά σε ένα λαό «ανύπαρκτο», όπως τον χαρακτήρισε ο ίδιος, και ανήμπορο ή πάντως αδύναμο, όπως περίμεναν οι περισσότεροι, αλλά μπροστά σε σαράντα εκατομμύρια ανθρώπους αποφασισμένους, ικανούς να υπερασπιστούν το έδαφός τους, την τιμή και την ελευθερία τους και εμπνεόμενους από έναν ηγέτη που ως χτες σχεδόν όλοι τον έβλεπαν ως ηθοποιό και σήμερα μόνο ως ήρωα.
Δεν έκανε έναν μπλιτς-κρίγκ περίπατο, με άμεση κατάληψη πόλεων, ανατροπή της κυβέρνησης κι επιβολή δικού του καθεστώτος, ενώπιον μιας αδιάφορης ή πάντως παγωμένης διεθνούς κοινότητας. Ο στρατός του δεν ήταν τόσο επίφοβος ούτε τόσο καλά οργανωμένος όσο θα ήθελε να νομίζει, το ηθικό όσων έστειλε στο μέτωπο, συχνά χωρίς να ξέρουν ούτε οι ίδιοι πού πηγαίνουν και τι θα τους ζητηθεί να κάνουν, δεν ήταν αλύγιστο, ο ρωσικός λαός φοβάται και πάντως δεν στηρίζει. Κυρίως: με την εισβολή, ο Πούτιν έβαλε τον εαυτό του και τη χώρα του όχι στη θέση του αντίπαλου δέους αλλά του απόλυτου κακού, με όλο τον πολιτισμένο κόσμο απέναντί του.
- Η «Δύση», νοούμενη υπό πολιτισμική και όχι γεωγραφική έννοια, είναι δυνατή και μπορεί να ενεργήσει συνεκτικά και αποτελεσματικά. Είχε ίσως ξεχάσει πόσο άμεσα μπορούν να ξανάρθουν στην επιφάνεια και να δημιουργήσουν περηφάνια, συνοχή και αίσθηση ηθικής υπεροχής τα βαθιά χαραγμένα στη ψυχή των δημοκρατικών λαών και θεσμών χαρακτηριστικά της «ήπιας ισχύος»: οι ελεύθερες εκλογές και ο ελεύθερος λόγος, η ανοιχτή οικονομία, τα αντίβαρα, το άνοιγμα στους άλλους και στη διαφορετικότητα, η γνώση της Ιστορίας και η πίστη στον Πολιτισμό, η επιδίωξη της ευημερίας όχι μέσα από τη σύγκρουση αλλά τη συνεννόηση.
Τα «αντίμετρα» έναντι της ωμής βίας αποδείχθηκαν κι αυτά πολύ αποτελεσματικά: ο οικονομικός αποκλεισμός, το (έστω πρόσκαιρο) ξεπέρασμα των μικροδιαφορών και των αντικρουόμενων συμφερόντων, η κατακραυγή απέναντι στον πόλεμο, μια διάχυτη αίσθηση χρέους. Η εισβολή του Πούτιν ξανάδωσε νόημα στη «Δύση», ξανάδωσε κύρος στην ταπεινωμένη από το Αφγανιστάν και τον εσωτερικό της σπαραγμό Αμερική κι έδωσε, για πρώτη ίσως φορά τόσο απτά, αίσθηση ισχύος εν τη ενώσει στο πολιτικό σχέδιο μιας Ευρώπης που φάνηκε ότι είχε πάρει το μάθημα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
- Η καθοριστική διαφορά με τους μεγάλους πολέμους του προηγούμενου αιώνα, η ύπαρξη πυρηνικών όπλων στη διάθεση πολλών συμμετεχόντων, δεν είναι θεωρητική. Αντίθετα, ρίχνει διαρκώς τη σκιά της στην αντιπαράθεση και της προσδίδει παγκόσμια διάσταση, χαρακτήρα και διακινδύνευση. Το βλέπουμε στην κατάληψη του -εκτός λειτουργίας- εργοστασίου του Τσερνόμπιλ και στο εξαιρετικά επικίνδυνο σταμάτημα ηλεκτροδότησης του, στην προσπάθεια θέσης υπό έλεγχο των λειτουργούντων εργοστασίων, στη διαρκή υπόμνηση ενός πολέμου που μπορεί να καταστεί πυρηνικός. Η διάσταση αυτή, υπό τη μορφή συγχρόνως απειλής, εργαλείου διαπραγμάτευσης ή εκβιασμού και πραγματικής κατάστασης, μπορεί να αποτελέσει καταλύτη είτε για κάποιου είδους διαφυγή, είτε για ανεπίστρεπτη καταστροφή.
- Ο παγκόσμιος καταμερισμός δυνάμεων και η παγκόσμια οικονομία μπήκαν σε φάση βαθιών αλλαγών. Όλα τα φράγματα που έσπασαν και όλα τα ορμητικά ποτάμια που άρχισαν να ρέουν -το έμφραγμα εντός της «παγκοσμιοποίησης», η αναστάτωση των αγορών, οι ενεργειακές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, η δομική εγκατάσταση του πληθωρισμού, της ακρίβειας, των ελλειμμάτων αλλά και των επεμβατικών πολιτικών, η ενεργοποίηση τεκτονικών πλακών από τις μεταναστευτικές ροές και την αύξηση της ανέχειας- επιβάλλουν να μιλάμε για έναν κόσμο πριν και μετά την 24η Φεβρουαρίου 2022.
Η δεύτερη βδομάδα πρόσφερε αποκρυσταλλώσεις και δημιούργησε σημεία μη επιστροφής:
- Ο πόλεμος επί του πεδίου θα είναι τρομακτικός και το ανθρωπιστικό δράμα κυρίαρχο. Παρά τα νεωτερικά-υβριδικά χαρακτηριστικά (χρήση της τεχνολογίας, προπαγάνδα μέσω διαδικτύου και «ψευδών ειδήσεων», κυβερνο-σαμποτάζ), τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του πολέμου μέχρι στιγμής έρχονται από τα εγχειρίδια του Κλάουζεβιτς: προελάσεις και αναχαιτίσεις, τανκς και βομβαρδισμοί, πόλεις που πολιορκούνται που οχυρώνονται, κρισιμότητα του χρόνου, της φθοράς και της διατήρησης του ηθικού. Και θύματα, χιλιάδες ανθρώπινα θύματα. Που διαρκώς αυξάνονται, καθώς οι εισβολείς, πιεζόμενοι από το χειμώνα, την αντίσταση και την αποκοπή του ηγέτη τους από την πραγματικότητα, χτυπούν όλο και πιο τυφλά και στο ψαχνό. Το περιστατικό με το νοσοκομείο της Μαριούπολης σηματοδοτεί το πέρασμα ενός δεύτερου Ρουβίκωνα από το ρωσικό στρατό: μετά την ένοπλη επίθεση στο έδαφος ανεξάρτητης χώρας, ένοπλη επίθεση σε αμάχους και παιδιά. Η παροχή βοήθειας στους όλο και περισσότερους τραυματίες και ευπαθείς εντός της Ουκρανίας και η υποδοχή και στήριξη των εκατομμυρίων προσφύγων από την Ουκρανία αποτελούν χωρίς καμία αμφιβολία την πρώτιστη διεθνή προτεραιότητα.
- Οι όποιες διπλωματικές προσπάθειες αποτελούν φύλλο συκής για μια «λύση» που η Ρωσία τη θέλει «δια της βίας» και που η Δύση δεν μπορεί να τη δεχτεί με τίμημα το πέρασμα μιας χώρας σε κατοχή ή της παγκόσμιας ελευθερίας σε ομηρία. Από τη μια, όλοι οι λογικοί άνθρωποι του πλανήτη, ίσως και εντός Ρωσίας, προσβλέπουν σε κάποιου είδους «συμφωνία», πιθανότατα «βρώμικη», δηλαδή μη ικανοποιητική, ιδίως για τις δημοκρατικές δυνάμεις.
Από την άλλη, όπως δείχνουν οι απαιτήσεις της ρωσικής πλευράς και το ναυάγιο της συνάντησης των υπουργών εξωτερικών Ρωσίας και Ουκρανίας στην Τουρκία, αλλά και όπως απαιτεί η παγκόσμια κοινή γνώμη από τους ηγέτες της Δύσης, καθώς και ο ίδιος ο ηγέτης της Ουκρανίας από τη Δύση και από το λαό του, η υποταγή, η στρατιωτική κατοχή, η πρόσδοση δυνατότητας στον εισβολέα να πει ότι «νίκησε» βρίσκονται εκτός συζήτησης. Τα περιθώρια είναι εξαιρετικά στενά: η διπλωματία είναι η μόνη λύση, αλλά ο τρόπος που την αντιλαμβάνεται η μία πλευρά καθιστά σχεδόν απαγορευτική την προώθησή της από την άλλη.
- Τα «στρατόπεδα» εντός της παγκόσμιας διαπάλης σχηματίστηκαν, είναι απολύτως άνισα αλλά δεν είναι παγιωμένα. Δίπλα στη Ρωσία βρίσκονται μόνο οι ελάχιστοι «δορυφόροι» της: Λευκορωσία, Βόρεια Κορέα, Βενεζουέλα, ίσως και η Κούβα, ενώ με την Τουρκία δεν μπορεί ποτέ να ξέρει κανείς. Δυο, ωστόσο, πληθυσμιακές και γεωγραφικές υπερδυνάμεις, η Ινδία και η Κίνα, κινούνται προς το παρόν σε μια γκρίζα ζώνη «μη καταδίκης αλλά και μη ανοιχτής συμπόρευσης», ενώ τα κρίσιμα, ιδίως λόγω του καθοριστικού ρόλου τους στο ενεργειακό πρόβλημα, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην οικονομική εκμετάλλευση (προσφορά ασύλου και δραστηριοποίησης σε Ρώσους ολιγάρχες) και τη γεωπολιτική αναβάθμιση (κλείσιμο του ματιού στη Δύση, για να ξεχάσει παρασπονδίες και εγκλήματα).
Το μεγάλο ερωτηματικό και το κλειδί των εξελίξεων είναι ασφαλώς η Κίνα, που μπορεί να θεωρήσει ότι τη συμφέρει μια αποδυναμωμένη ή εκτός παιχνιδιού Ρωσία, αλλά και που μπορεί εξίσου άνετα να δημιουργήσει έναν «αντιδημοκρατικό άξονα» εντελώς άλλης δυναμικής. Και εδώ, όπως απέδειξε η συμπεριφορά του Πούτιν, θεωρώ ότι θα ήταν λάθος να ποντάρουμε σε ορθολογικές αποφάσεις και συμπεριφορές και πρέπει να προετοιμαζόμαστε κυρίως για το «κακό σενάριο».
- Η «Δύση» δείχνει να πιστεύει όχι μόνο ότι μπορεί να απομονώσει οικονομικά τη Ρωσία αλλά και ότι είναι εφικτή η γρήγορη μετάβαση σε ένα άλλο οικονομικό μοντέλο. Τα «πακέτα» στήριξης των οικονομιών ήταν άνευ προηγουμένου και συνεχίζονται (13 δισ. «πέρασαν» σε μια βραδιά και σχεδόν υπερκομματικά από το αμερικανικό Κογκρέσο, 700 εκατομμύρια δόθηκαν από την Παγκόσμια Τράπεζα, 1,5 δισεκατομμύριο από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό συν 2,5 δισ. από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης συν «ευρωομόλογο» ενέργειας και ασφάλειας) και πλέον μπαίνει ενεργά στο παιχνίδι και ο ιδιωτικός τομέας (αποχώρηση εταιριών από τη Ρωσία, «κόψιμο» από τα μεγαθήρια της τεχνολογίας).
Η ενεργειακή απεξάρτηση περνά από τη θεωρία στην πράξη: αναζήτηση αερίου και πετρελαίου από άλλες χώρες, αύξηση ρόλου διαφοροποιημένων πηγών, όπως το υδρογόνο και η βιομάζα, επανεξέταση ατομικής ενέργειας, θέση σε κίνηση, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, πρωτοβουλιών για επιτάχυνση της «καθαρά πράσινης» μετάβασης. Η αποκοπή της Ρωσίας από τις διεθνείς χρηματαγορές, παρά τις αρκετές εξαιρέσεις, έχει ήδη φέρει αποτελέσματα. Ιδίως: παρά τα ανησυχητικά σημάδια για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη (ευρώ σε χαμηλά 5ετίας, ρεκόρ πληθωρισμού, δυσκολίες ενεργειακής τροφοδοσίας πολλών χωρών με πρώτη τη Γερμανία, αρκετά μεγάλη έκθεση γαλλικών, ιταλικών, αυστριακών τραπεζών), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε μόλις προχτές να μειώσει τα προγράμματα παροχής ρευστότητας. Σα να λέει -κι ελπίζοντας να ξέρει τι λέει- ότι δεν φοβάται να μπει στη «νέα κανονικότητα».
Η Ρωσία μοιάζει να έχει καταστεί παγκόσμιος παρίας. Βρέθηκε, μέσα σε δυο βδομάδες, έξω από τη δημοκρατική κοινότητα (σφυροκοπούμενη στον ΟΗΕ, αποπεμφθείσα από το Συμβούλιο της Ευρώπης, καταδιωκόμενη από το Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου και ήδη με εναντίον της απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), έξω από την παγκόσμια οικονομία και έξω από την ψυχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Δεν μπορεί ούτε να ξεφύγει, εκτός αν κάνει πίσω, ούτε να νικήσει, είτε κάνει πίσω είτε επιμείνει στην κλιμάκωση. Γι’ αυτό ίσως, σε τούτο το κρίσιμο μεταίχμιο -ο πόλεμος συνεχίζεται και η κατάληψη δεν έχει κριθεί, τα σενάρια παίρνουν και δίνουν αλλά τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί, το πέρασμα του τελικού Ρουβίκωνα είναι εξίσου μακριά και κοντά-, η Ρωσία, και η κατάσταση, είναι πιο επικίνδυνη παρά ποτέ.
* Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ (www.botopoulos.gr).