Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ. Είχαμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε την αναμφισβήτητη σημασία του για την ύπαρξη, επιβίωση και ανάπτυξη της ΑΕ. Ασχοληθήκαμε, μεταξύ άλλων, και με τη δυνητική σύνθεσή του. Αναφερθήκαμε, στο πλαίσιο της τελευταίας, στο είδος των εισφορών (χρηματικές και σε είδος) που είναι δυνατό να συναπαρτίζουν το μετοχικό κεφάλαιο.
Οι τελευταίες (εισφορές σε είδος), λόγω της σημασίας και των ιδιαιτεροτήτων τους, είναι που θα μας απασχολήσουν στο παρόν.
Έννοια και περιεχόμενο
Η έννοια των εισφορών προσδιορίζεται, με τρόπο αρνητικό, από τον ίδιο το νόμο: Πρόκειται για τις εισφορές εκείνες «… που δεν είναι σε χρήμα». Διευκρινίζεται μάλιστα, ατυχώς, ότι «οι εισφορές σε είδος αποτελούνται μόνο από στοιχεία ενεργητικού, τα οποία μπορούν να τύχουν χρηματικής αποτίμησης» (εντούτοις: κάθε στοιχείο του ενεργητικού, ανεξαίρετα, μπορεί να τύχει χρηματικής αποτίμησης, ακριβέστερα: «επιμέτρησης», κατά τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα).
Το πλαίσιο, ωστόσο, της αποτίμησης άλλοτε είναι διαυγέστερο και συγκεκριμένο κι άλλοτε περισσότερο θολό και συζητήσιμο. Τις ασάφειες και σημαντικές αποκλίσεις είναι που θέλησε να περιορίσει ο νομοθέτης.
Εξαίρεσε, κατά τούτο, από τις εισφορές σε είδος, ρητά, τις απαιτήσεις εκείνες που είναι αβέβαιες ως προς την εκπλήρωσή τους: απαιτήσεις, οι οποίες ενδέχεται, αυθαίρετα, να υπερεκτιμηθούν. Επίσης (κατ’ αντίθεση με τις ΙΚΕ): «… απαιτήσεις που προκύπτουν από ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών».
Παραδείγματα εισφορών σε είδος συνιστούν, μεταξύ άλλων, η μεταβίβαση κατά κυριότητα ή η παραχώρηση χρήσης κινητών ή ακινήτων, η μεταβίβαση δικαιωμάτων, λ.χ. βιομηχανικής ιδιοκτησίας (σήμα, ευρεσιτεχνία), επιχείρησης ή κλάδου της, απαιτήσεων και αξιογράφων.
Τα προσδιοριστικά στοιχεία της εισφοράς σε είδος
Η εισφορά σε είδος στο μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ προϋποθέτει αναφορά (στο καταστατικό ή, κατά περίπτωση, την απόφαση της αύξησης) συγκεκριμένων στοιχείων: (α) του είδους της εισφοράς, (β) εκείνου που αναλαμβάνει την υποχρέωση να την καταβάλει και (γ) του ποσού του κεφαλαίου στο οποίο αντιστοιχεί η συγκεκριμένη εισφορά.
Η αποτίμηση
Προϋπόθεση έγκυρης καταβολής των εισφορών σε είδος είναι η αποτίμησή τους, η «επίσημη», δηλ., διακρίβωση της αξίας τους. Η συγκεκριμένη διακρίβωση λαμβάνει χώρα κατά τη διενέργεια της εισφοράς (κατά τη σύσταση της ΑΕ ή την αύξηση του κεφαλαίου της).
Η σχετική έκθεση συντάσσεται «… από δύο ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτική εταιρεία ή, κατά περίπτωση, από δύο ανεξάρτητους πιστοποιημένους εκτιμητές», με τη συνδρομή, εφόσον απαιτηθεί, ειδικών εκτιμητών. Προκειμένου να διαφυλαχθεί η ανεξαρτησία και αμεροληψία τους, έχουν θεσπιστεί συγκεκριμένα κωλύματα.
Η Έκθεση Αποτίμησης θα πρέπει, κατά νόμο να περιέχει: (α) την περιγραφή κάθε εισφοράς σε είδος, (β) αναφορά στις μεθόδους αποτίμησης που εφαρμόστηκαν -η επιλογή των οποίων επαφίεται στον εκτιμητή και (γ) την άποψη για τη (συγκεκριμένη) αξία της κάθε εισφοράς -για τον προσδιορισμό της οποίας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη συγκεκριμένοι παράγοντες.
Η καταβολή των εισφορών σε είδος δεν θα πρέπει να απέχει περισσότερο από ένα εξάμηνο από τη σύνταξη της έκθεσης αποτίμησής τους, η οποία μάλιστα θα πρέπει να δημοσιευτεί στο Γ.Ε.ΜΗ.
Εξαιρέσεις από την υποχρέωση αποτίμησης
Δεν απαιτείται αποτίμηση της εισφοράς σε είδος, όταν αντικείμενό της είναι: (α) μέσα χρηματαγοράς ή κινητές αξίες ή (β) περιουσιακά στοιχεία, διαφορετικά από κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς, τα οποία είτε έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποτίμησης για την εύλογη αξία τους από αναγνωρισμένο, ανεξάρτητο, εμπειρογνώμονα είτε η εύλογη αξία τους προκύπτει, για καθένα από αυτά, από τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς του προηγούμενου οικονομικού έτους.
Οι κίνδυνοι για την ΑΕ, τους μετόχους & τους δανειστές
Μέσω των αυστηρών ρυθμίσεων, που αμέσως ανωτέρω προσεγγίσαμε, ο νομοθέτης επεδίωξε να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους που απορρέουν από τις εισφορές σε είδος. Μερικοί από αυτούς:
- Κίνδυνος υπερτίμησης των εισφορών σε είδος και του (συνολικού) μετοχικού κεφαλαίου.
- Κίνδυνος για τους μετόχους μειοψηφίας [όταν η πλειοψηφία των μετόχων προσφεύγει στις εισφορές σε είδος, αποσκοπώντας στην απομείωση (ή εξαΰλωση) της παρουσίας, αρχικά, και αποπομπή, στη συνέχεια, της μειοψηφίας].
- Κίνδυνος για τα συμφέροντα τρίτων και ιδίως, δανειστών της ΑΕ: μέσω των, λεγόμενων, συγκεκαλυμμένων εισφορών (κατά την ίδρυση ή αύξηση καταβάλλεται, καταρχάς, εισφορά σε χρήμα, η οποία επιστρέφεται, ωστόσο, στον εισφέροντα μέσω σύναψης σύμβασης μεταβίβασης προς την ΑΕ συγκεκριμένου περιουσιακού του στοιχείου με σκοπό την αποφυγή της αποτίμησης). Για την απομείωση του συγκεκριμένου κινδύνου τίθενται, από το νόμο, συγκεκριμένοι περιορισμοί και απαγορεύσεις.
Η επάρκεια (ακόμα καλύτερα η περίσσεια) του μετοχικού κεφαλαίου στην ανώνυμη εταιρεία συνιστά παράγοντα υγείας. Tα πράγματα είναι απλά, αν όχι αυτονόητα, όταν οι εισφορές που συναπαρτίζουν το μετοχικό κεφάλαιο είναι χρηματικές˙ περιπλέκονται όταν είναι σε είδος.
Ειδικά όσον αφορά την τελευταία περίπτωση (εισφορές σε είδος), τίθεται, από το νόμο -και ορθά- σειρά προϋποθέσεων, προκειμένου να ενσωματωθούν στο μετοχικό κεφάλαιο.
Το ζητούμενο είναι, πάντοτε, η υγεία της επιχείρησης. Ευκταία, συνεπώς, όχι μόνον η κεφαλαιακή της ενίσχυση αλλά και η πιστή (ουσιαστική -κι όχι μόνον «κατά τον τύπο») εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την ενσωμάτωση εισφορών σε είδος.
Το όφελος θα είναι, στην περίπτωση αυτή, πολυεπίπεδο. Εξάλλου, αντίθετες πρακτικές ή ελλιπής συμμόρφωση όχι μόνον βλάπτουν (και) την επιχείρηση αλλά και επιτυχώς είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν από το νόμο.
* Ο Σταύρος Κουμεντάκης είναι Managing Partner Koumentakis and Associates Law Firm