Μετά από πολλούς μήνες σε κατάσταση πανδημίας, κοινός στόχος όλων μας είναι αναμφισβήτητα ο έλεγχος αυτής, ώστε να περιοριστούν οι δραματικές συνέπειές της και να ζήσουμε χωρίς περιορισμούς. Μπορεί όμως αυτός ο κοινός σκοπός να αιτιολογήσει μέτρα όπως ο έμμεσος υποχρεωτικός εμβολιασμός μερίδας του πληθυσμού, με μόνο κριτήριο την ηλικία;
Ένα μέτρο περιορισμού ατομικών δικαιωμάτων, όπως είναι αυτό, επιβάλλεται για λόγους ατομικού ή δημόσιου συμφέροντος. Η διάκριση αυτή έχει νομική περισσότερο βάση καθώς συνήθως, αλλά όχι πάντα, το ατομικό με το δημόσιο συμφέρον συγκλίνουν. Η επίκληση του ατομικού συμφέροντος είναι ακραίος πατερναλισμός. Θεωρεί δεδομένο ότι η πολιτεία γνωρίζει πως ο εμβολιασμός του ατόμου είναι προς όφελός του και επομένως του στερεί κάθε δικαίωμα να λάβει τη συγκεκριμένη απόφαση για τον εαυτό του.
Όμως ο εμβολιασμός είναι ιατρική πράξη και ως τέτοια δεν μπορεί να πραγματοποιείται σε άτομα ικανά να λαμβάνουν αποφάσεις για τον εαυτό τους παρά μόνο με τη συναίνεσή τους. Πρόκειται για δικαίωμα του ατόμου, που προστατεύεται στο ελληνικό Σύνταγμα (προστασία της προσωπικότητας, αξία του ανθρώπου κ.λπ.), σε διεθνή κείμενα που έχει κυρώσει η χώρα μας, όπως η σύμβαση Οβιέδο και σε επιμέρους διατάξεις όπως αυτές που αφορούν στη δεοντολογία των επαγγελματιών υγείας.
Με άλλα λόγια, αν ένας πολίτης κρίνει ότι μπορεί να προστατέψει τον εαυτό του υιοθετώντας μέτρα ατομικής προστασίας και αποφεύγοντας κλειστούς χώρους ή χώρους με συνωστισμό, έχει κάθε δικαίωμα να αποφασίσει ενδεχομένως να μην εμβολιαστεί. Το αν ο πολίτης αυτός είναι σωστά ενημερωμένος και ευαισθητοποιημένος και αν όντως προστατεύεται επαρκώς είναι κάτι που μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά μέτρα όπως ο υποχρεωτικός εμβολιασμός σε καμία περίπτωση δεν βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συναίνεση προϋποθέτει καλή πληροφόρηση και αυτό εν προκειμένω είναι υποχρέωση των υγειονομικών αρχών.
Θα μπορούσε η επίκληση του δημόσιου συμφέροντος, δηλαδή του συλλογικού οφέλους, να αιτιολογήσει την έμμεση υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού; Πράγματι, για λόγους δημόσιας υγείας θα μπορούσε να θεωρηθεί νόμιμη και ηθική η επιβολή ενός τέτοιου μέτρου. Όμως και αυτό υπό προϋποθέσεις. Είναι το μέτρο αυτό κατάλληλο; Είναι αναγκαίο; Είναι το λιγότερο επαχθές, για τα άτομα που πλήττονται, μέτρο;
Πρόκειται για τη λεγόμενη αρχή της αναλογικότητας. Η περίπτωση της έμμεσης υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού των υγειονομικών διαφέρει από τον εμβολιασμό μιας συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας, διότι οι υγειονομικοί έρχονται σε επαφή με ευάλωτα άτομα (π.χ. άτομα σε ανοσοκαταστολή), η υγεία των οποίων δεν μπορεί συχνά να προστατευθεί με την υιοθέτηση άλλου ηπιότερου μέτρου.
Πόσο αιτιολογημένος είναι όμως ο υποχρεωτικός εμβολιασμός μιας συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας;
Δεν έχει επαρκώς τεκμηριωθεί ότι η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, άνω των 60, συμβάλλει περισσότερο στη διασπορά του κορωνοϊού συγκριτικά με άλλες κοινωνικές ομάδες. Ίσως μάλιστα το αντίθετο, δεδομένου ότι πολλά από αυτά τα άτομα ούτε εργάζονται ούτε έχουν έντονη κοινωνική ζωή. Επομένως η έμμεση υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού για τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα δεν αναμένεται να περιορίσει αποτελεσματικά τη διασπορά και δύσκολα μπορεί να αιτιολογηθεί για λόγους δημόσιας υγείας, υπό την οπτική αυτή. Μάλιστα ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, σε αυτή την περίπτωση, προάγει τις κοινωνικές ανισότητες, διότι για κάποιους πολίτες με πολύ χαμηλό εισόδημα ισοδυναμεί με φυσικό εξαναγκασμό.
Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε ότι η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα είναι πιο ευάλωτη και αυτό κοστίζει και σε ανθρώπινες ζωές και σε πόρους του συστήματος υγείας. Η πολιτεία έχει ευθύνη να προστατεύει τους πολίτες και να μεριμνά ώστε οι πεπερασμένοι πόροι να επαρκούν και να κατανέμονται με τον δικαιότερο τρόπο.
Προκύπτει εύλογα το ερώτημα αν υπάρχουν ηπιότερα μέτρα για να προστατέψει η πολιτεία τους πολίτες, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση εισόδου μη εμβολιασμένων ατόμων στα ΚΑΠΗ, σε ναούς και σε άλλους κλειστούς ή με έντονο συνωστισμό χώρους και πως τα μέτρα αυτά, ηπιότερα μεν, επίσης περιοριστικά της ελευθερίας δε, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν χωρίς να παραπέμπουν σε μια ατέρμονη αστυνομική επιτήρηση.
Η μειωμένη συμμόρφωση στην έκκληση για εμβολιασμό και στην υιοθέτηση μέτρων ατομικής προστασίας και παράλληλα η επιλογή του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού αποτελούν ισχυρές ενδείξεις απώλειας της αξιοπιστίας της θεσμικής πολιτείας. Αναδεικνύεται η επί σειρά ετών θεσμική έλλειψη πολιτικών υιοθέτησης ευεργετικών για την υγεία συμπεριφορών από τα άτομα, δηλαδή πολιτικών αγωγής και προαγωγής της υγείας.
Επιβεβαιώνεται η διαχρονική ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος να παράξει πολίτες ορθολογικά σκεπτόμενους. Διαπιστώνεται η αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να επιτύχει ένα ελάχιστο συνεννόησης, που θα πείθει τους πολίτες για την αποτελεσματικότητα συναινετικών πολιτικών επιλογών.
Μήπως ήρθε η ώρα να κάνουμε όλοι μαζί και ο καθένας μας ξεχωριστά ένα βήμα πίσω και να δούμε τον κοινό μας στόχο και τα μέχρι τώρα λάθη μας και την ευθύνη μας, ανάλογα και με τον ρόλο μας στην κοινωνία;
Μήπως να το πάρουμε πάλι από την αρχή;
* Η Σοφία-Βενετία Βελονάκη είναι απόφοιτος του τμήματος Νοσηλευτικής του ΕΚΠΑ και της νομικής σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου. Έχει μεταπτυχιακές σπουδές στα πανεπιστήμια Αθηνών και Γλασκόβης, είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης και από τριετίας είναι επίκουρη καθηγήτρια Νοσηλευτικής Ηθικής και Νομικής Ευθύνης στο Τμήμα Νοσηλευτικής του ΕΚΠΑ.