Γνωρίζετε τα κερδοσκοπικά επενδυτικά ταμεία; Οι ειδήμονες θα απαντήσουν θετικά. Γιατί τον τελευταίο καιρό επενδύουν στη βιομηχανία τροφίμων και σε συγκεκριμένα καινοτομικά γεωργικά προϊόντα; Για ποιο λόγο; Η απάντηση είναι σχετικά απλή. Διότι σε εποχές αβεβαιότητας, η βιομηχανία ειδών διατροφής και ο αγροτικός τομέας αποτελούν σταθερές αξίες. Όσο αυξάνεται ο παγκόσμιος πληθυσμός και όσο εκατομμύρια άνθρωποι βγαίνουν από την ανέχεια, η διατροφή θα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της κατανάλωσης. Το ουσιαστικό δε πρόβλημα, θα είναι η επάρκεια στην τροφοδοσία της τελευταίας.
Από την άποψη αυτή, η βιομηχανία ειδών διατροφής κατέχει σημαντική θέση. Η δε δραστηριότητα της είναι πολύπλευρη και ζωτική από κοινωνικής, οικονομικής και οικολογικής πλευράς, εσχάτως δε και στον τομέα της υγείας.
Με παγκόσμιο τζίρο που πλησιάζει τα 3.000 δισεκατομμύρια δολάρια, η βιομηχανία τροφίμων σε επίπεδο ερευνών και ανάπτυξης προϊόντων ακολουθεί κατά πόδας τη φαρμακοβιομηχανία. Η ετήσια δαπάνη των ηγετικών επιχειρήσεων για έρευνα και καινοτομία φθάνει το 2,6% του τζίρου τους, ποσοστό που μεταφράζεται σε περίπου 10.000 νέα προϊόντα ετησίως, τονίζει ο Βέλγος καθηγητής Κλωντ Λαφουίρ, που χρημάτισε σύμβουλος της Unilever.
«Η τεχνολογική επανάσταση είναι θεαματική στον κλάδο ειδών διατροφής και στα εργαστήρια των ερευνητικών κέντρων του κλάδου ήδη αναδύεται η βιομηχανία του μέλλοντος», μας λέει ο οικονομολόγος Ζαν-Πωλ Σουρβέ, συγγραφέας παλαιότερα του βιβλίου «Για μια παγκοσμιοποιημένη γεωργία». Επισημαίνει δε ότι όλο και πιο πολύ η βιομηχανία ειδών διατροφής έχει να αντιμετωπίσει ένα απαιτητικό και δύσκολο κοινό, το οποίο όχι λίγες φορές επηρεάζεται και από κακόβουλα δημοσιεύματα και ατυχείς εκπομπές κατά του κλάδου.
Υπό τις παραπάνω συνθήκες, κατά τον όμιλο συμβούλων επιχειρήσεων Accenture, αν και η αγροδιατροφική βιομηχανία θεωρείται ότι υιοθετεί τις αλλαγές με πολύ αργούς ρυθμούς συγκριτικά με άλλους κλάδους, αναμένεται να αλλάξει περισσότερο τα επόμενα 10 χρόνια από ό, τι κατά τα 50 τελευταία.
Ο επερχόμενος μετασχηματισμός προκαλείται από διάφορους παράγοντες, όπως η κλιματική αλλαγή (π.χ. η υπερθέρμανση του πλανήτη), η δημογραφία (π.χ. υπερπληθυσμός, γήρανση), οι τεχνολογικές εξελίξεις (π.χ. νανοτεχνολογία), οι μεταβολές στις προτιμήσεις των καταναλωτών (π.χ. χορτοφαγία)και τα κρίσιμα πλέον θέματα της υγείας.
Είναι προφανές έτσι, ότι στο πεδίο αυτό, η βιωσιμότητα υπό συνθήκες ισχυρών μεταβολών, αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα αλλαγής στον κλάδο. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι από 7,6 δισεκατομμύρια ψυχές σήμερα, ο κόσμος το 2050 θα πλησιάζει τα 10 δισεκατομμύρια, η εξέλιξη αυτή έχει τεράστιο και ποικιλόμορφο βάρος.
Πέρα από την τεράστια ζήτηση όμως, που θα κληθεί να καλύψει η βιομηχανία τροφίμων, ένα πρόβλημα που αναδύεται στην επιφάνεια για τις μεγάλες βιομηχανίες, αφορά τη διατήρηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε χαμηλά επίπεδα.
Παράλληλα, η αναμενόμενη πληθυσμιακή έκρηξη αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αντιμετώπιση του προβλήματος της σπατάλης τροφίμων. Το ένα τρίτο όλων των τροφίμων που παράγονται ανά τον κόσμο για ανθρώπινη κατανάλωση, καταλήγει στα σκουπίδια, ενώ αυτή η ποσότητα θα ήταν τουλάχιστον αρκετή για να θρέψει δισεκατομμύρια ανθρώπους.
Στο πλαίσιο έτσι αυτής της συγκυρίας προκλήσεων, είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο συμβουλευτικός και επιμορφωτικός ρόλος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) στην Ελλάδα, όπως και αυτός συγκεκριμένων επιχειρήσεων, με οδηγό ένα αίσθημα κοινωνικής ευθύνης. Αθόρυβα αλλά αποτελεσματικά, η ελληνική βιομηχανία ειδών διατροφής κάνει σημαντικά βήματα προόδου, ενίοτε δε πρωτοπορεί σε πρωτοβουλίες και καινοτόμες δραστηριότητες. Ιδιαίτερα δε σήμερα που στη χώρα η πανδημία Covid-19 δημιουργεί πρωτόγνωρες καταναλωτικές τάσεις και άρα υπαγορεύει νέες συμπεριφορές.
Στην οργανωμένη εστίαση για παράδειγμα, που και αυτή είναι όχημα διανομής προϊόντων της βιομηχανίας, υπάρχουν ήδη πολλές εταιρείες ενδιάμεσοι (aggregators) που αναλαμβάνουν το κομμάτι της παράδοσης του φαγητού. Ο ρυθμός και ο αριθμός των αλλαγών αναμένεται να αυξηθούν, καθώς οι εταιρείες πειραματίζονται με στόχο να αναπτύξουν ικανότητες στο νέο ψηφιακό οικοσύστημα, προσφέροντας μια σειρά υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας στους καταναλωτές.
Τέλος, αρκετοί παραγωγοί τροφίμων στηρίζονται όλο και περισσότερο στις άμεσες πωλήσεις σε καταναλωτές (D2C), κυρίως online, μειώνοντας τα παραδοσιακά εμπορικά δίκτυα που περιλαμβάνουν ενδιάμεσους, χονδρεμπόρους και λιανοπωλητές.
Συνοψίζοντας, η βιομηχανία τροφίμων βρίσκεται στα πρόθυρα νέων επαναστατικών αλλαγών, με τα παραδοσιακά μοντέλα της αγοράς να ψηφιοποιούνται και τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής και διανομής να γίνονται μη βιώσιμες λόγω δύο βασικών παραγόντων:
- Των καταναλωτικών τάσεων οι οποίες ωθούν την παραγωγή προς πιο υγιεινές διατροφικές επιλογές
- Της πρόσφατης παγκόσμιας κρίσης της Covid-19, η οποία ωθεί την παραγωγή ενεργά προς την ψηφιοποίηση έτσι ώστε να περιοριστεί η μετάδοση το ιού.
Είναι σαφές λοιπόν,ότι ένας ζωτικός για την ανθρώπινη ζωή κλάδος, με τεράστιο οικονομικό, κοινωνικό και οικολογικό βάρος, καλείται να προσαρμόζεται άμεσα σε νέα δεδομένα, στο πλαίσιο των οποίων όλο και σπουδαιότερη θα είναι η «οικονομία της ζωής».