Με χαρά διαβάζω τους επενδυτικούς Οίκους να προβλέπουν ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια, όπως επίσης και για την ώθηση που αναμένεται να δώσουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όπως μάλιστα δηλώνουν παράγοντες της αγοράς, οι επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης δεν θα μπορέσουν να υλοποιηθούν αν δεν επαναπατριστούν στελέχη από τους κλάδους της πληροφορικής και των κατασκευών που εγκατέλειψαν την Ελλάδα κατά την προηγούμενη δεκαετία.
Από την άλλη πλευρά, προβληματίζομαι από το γεγονός ότι ακούω πολύ λίγα πράγματα από την κυβέρνηση σχετικά με το πώς θα περικόψει σπατάλες, πώς θα προχωρήσει σε ένα κράτος που θα είναι μικρότερο, περισσότερο ευέλικτο και πιο αποδοτικό. Και αυτό, γιατί το να προσπαθεί κάποιος να αντιμετωπίσει το μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού δημόσιου χρέους που έχει υπερβεί το 200% του ΑΕΠ μόνο μέσα από την ανάπτυξη του ΑΕΠ και όχι μέσα από την παράλληλη συγκράτηση των δαπανών, μοιάζει με το αεροπλάνο που προσπαθεί να πετάξει υπερατλαντικό ταξίδι μόνο με το ένα του φτερό σε λειτουργία. Είναι πολύ επικίνδυνο.
Διαβάζω βέβαια για κυβερνητικές προβλέψεις που μιλούν για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% από το 2023 και μετά, οι οποίες προφανώς βασίζονται στο ότι το αυξημένο ΑΕΠ θα φέρνει και περισσότερους φόρους. Όσο και αν το σκεπτικό αυτό είναι σωστό, θέλω να κρούσω τον κώδωνα του κινδύνου και να προειδοποιήσω πως μια πορεία του δείκτη δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ που θα βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στο πώς θα πάει ο παρονομαστής του κλάσματος είναι σαφώς επικίνδυνη. Ιδίως αν κάποιος συνεκτιμήσει τις αυξημένες δαπάνες που προβλέπονται για τις συντάξεις και την υγεία, ιδίως αν η κυβέρνηση επιμείνει (όπως πρέπει) στην πολιτική μείωσης των υπέρογκων φορολογικών επιβαρύνσεων.
Όσο και αν οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για τα επόμενα χρόνια δεν ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ, το βασικότερο ερώτημα είναι το πώς θα συμπεριφερθούν οι αγορές ομολόγων στην Ελλάδα αν βλέπουν πως ο δείκτης δημοσίου χρέους δεν μειώνεται με ικανοποιητικό τρόπο και μάλιστα με δεδομένο ότι το ύψος των διεθνών επιτοκίων κάποια στιγμή θα αρχίσει να ανεβαίνει; Κατά πόσο θα κινδυνεύσουμε με ένα νέο αδιέξοδο χρέους το 2028 (οι παρενέργειες θα αρχίσουν να φαίνονται νωρίτερα), όπως φοβούνται και άλλοι οικονομολόγοι;
Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι -μακάρι να κάνω λάθος- βλέπω μια κουλτούρα εφησυχασμού σε ότι αφορά τις δημόσιες δαπάνες. Δεν βλέπω επίσης το θέμα να απασχολεί την πολιτική ατζέντα λες και το ζήτημα των υποχρεωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων δεν θα επανέλθει από το 2023, η λες ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος θα μας χαρίζεται εις τους αιώνας των αιώνων.
Θα περίμενα περισσότερα στοιχεία για το αν για παράδειγμα έχει μειωθεί ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων σε τομείς που δεν χρειάζονται (τονίζω, όχι μέσα από απολύσεις), για το αν έχουν περιοριστεί οι κάθε είδους μετακλητοί υπάλληλοι και σύμβουλοι, για το αν έχουν ψαλιδιστεί περιττές επιτροπές και οργανισμοί φαντάσματα, για το αν έχουν διακοπεί επιδόματα προς άτομα που δεν τα δικαιούνται, για το εάν έχει γίνει περικοπή περιττών διαδικασιών, ταυτόχρονα με την επαινετή προσπάθεια ψηφιοποίησης του κράτους. Θα ήθελα να ενημερωθώ το τι γίνεται με το φαινόμενο της υπερσυνταγογράφησης φαρμάκων, για τις αποζημιώσεις golden boys του δημοσίου και για τόσα άλλα πράγματα που αφορούν το λεγόμενο νοικοκύρεμα του κράτους.
• Ο κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι οικονομολόγος