«Με την ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια, η Ελλάς γίνεται ισότιμη με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, αφού θα έχει ισοδύναμη ψήφο με αυτές... Θα βγούμε, δηλαδή, από την αιώνια απομόνωσή μας και θα απαλλαγούμε από την ανάγκη να αναζητούμε προστάτες και κηδεμόνες».
Σε αυτές τις λιτές γραμμές συμπύκνωνε, στο διάγγελμα της Πρωτοχρονιάς του 1981, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής τα οφέλη από τη συμμετοχή της χώρας στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Απ’ τα ξημερώματα εκείνης της χρονιάς, η πατρίδα μας αποτελούσε και επίσημα το 10ο μέλος τους. Στόχος, που είχε τεθεί πριν από τη Δικτατορία, με τη συμφωνία σύνδεσης. Και οικοδομήθηκε, βήμα-βήμα, από την επομένη της ψήφισης του Συντάγματος του 1975 μέχρι τις 28 Μαΐου 1979, όταν υπογράφηκε, στο Ζάππειο, η Συνθήκη Προσχώρησης.
Χωρίς αμφιβολία, μετά την υποδειγματική μετάβαση στη Δημοκρατία, το 1974, η ένταξη του τόπου στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα αποτελούσε την αποτελεσματικότερη θωράκιση του πολιτεύματος. Αλλά και την ισχυρότερη γεωπολιτική πρωτοβουλία για εθνικά συμφέροντα, μετά τα νωπά, τότε, τραγικά γεγονότα της Κύπρου.
Το όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή δεν συνάντησε μόνο δυσκολίες, αλλά και αντιρρήσεις. Σταδιακά, όμως, σχεδόν κάθε γωνιά του πολιτικού φάσματος αγκάλιασε το ευρωπαϊκό όραμα της φιλελεύθερης παράταξης. Και είναι αλήθεια ότι την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας υπηρέτησαν όλες οι μεταγενέστερες κυβερνήσεις. Άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη συνέπεια. Όμως πάντοτε με σταθερότητα και συνέπεια.
Μία και μόνη εξαίρεση υπήρξε, δυστυχώς, όταν για μία και μόνη φορά το μέλλον μας στην ισχυρή και ενωμένη Ευρώπη κινδύνεψε -και μάλιστα επικίνδυνα: το 2015, όταν ο άθλιος λαϊκισμός και η πολιτική ανεπάρκεια μάς έφεραν ένα βήμα πριν από την έξοδο από την ευρωπαϊκή συμμαχία. Αλλά ακόμη και σ’ εκείνη την ολέθρια συγκυρία, η Ν.Δ, πρώτη ανάμεσα στις πατριωτικές και προοδευτικές δυνάμεις, κράτησε την Ελλάδα όρθια και στο πλευρό των εταίρων της.
Για την Ελλάδα, η Ευρώπη στάθηκε πάντα ένας πολιτικός και οικονομικός συνεργάτης και ένα διαρκές δημιουργικό εργαστήρι ιδεών και πολιτισμών. Ποτέ μια απλή πηγή χρηματοδότησης. Το πιστοποιούν οι 4 επιτυχημένες προεδρίες της, που ταυτίστηκαν με δύο διευρύνσεις της Ένωσης. Η ουσιαστική συμμετοχή της στη διαμόρφωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Η θεσμοθέτηση πρώτα των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων και, ύστερα, των πολλαπλών πλαισίων στήριξης. Αλλά και η θητεία Ελλήνων στις ύπατες θέσεις ενωσιακών θεσμών: του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σήμερα η χώρα μας έχει ανακτήσει την οικονομική της αναγνώριση, μετέχοντας, πια, ισότιμα στους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κυρίως όμως, έχει κερδίσει ξανά την πολιτική της αξιοπιστία, με κορυφαίο ρόλο σε όλες τις μεγάλες κοινές πρωτοβουλίες.
Δεν είναι κρυφό, άλλωστε, ότι αποτέλεσε παράδειγμα δράσης απέναντι στην πανδημία και είναι πρωτοπόρος στις καινοτομίες για την αντιμετώπισή της: από την ψηφιακή οργάνωση των ιχνηλατήσεων και την ευρεία χρήση των self-test μέχρι την υποδειγματική οργάνωση των εμβολιασμών.
Σε εθνικό επίπεδο αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι τα σύνορα στον Έβρο και στο Αιγαίο αποτελούν, πλέον, και στην πράξη τα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης. Ενώ στο πεδίο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που σήμερα κάνει υπερήφανους τους Ευρωπαίους, το Ταμείο Ανάκαμψης, ξεκίνησε από μία τολμηρή επιστολή που συνυπογράψαμε 9 ηγέτες πριν από 11 μήνες. Σήμερα, η διεκδίκηση αυτή είναι πραγματικότητα. Μία απόδειξη ότι η ευρωπαϊκή συνεργασία μπορεί να ανατρέπει ταμπού δεκαετιών, όπως ήταν ο κοινός δανεισμός. Αλλά και ένα τρανό δείγμα ότι η Ελλάδα πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις της ηπείρου μας.
Επί 40 χρόνια, η συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, πλουτίζει τη δημοκρατία μας με νέους θεσμούς κι εμπλουτίζει τα δικαιώματα των πολιτών. Η κοινοτική αρωγή προίκισε τη χώρα με υποδομές και συνέβαλε στην περιστολή των ανισοτήτων. Πάνω απ’ όλα, όμως, η ένταξή μας στην Ένωση μετέβαλε τις τύχες των Ελλήνων, ανοίγοντάς τους ένα παράθυρο στον κόσμο. Επανασυστήνοντας την πατρίδα μας όχι μόνο ως θεματοφύλακα μιας οικουμενικής κληρονομιάς. Αλλά και ως πόλου σταθερότητας σε μία ταραγμένη γωνιά του πλανήτη. Και μιας ανοιχτής Δημοκρατίας που εξελίσσεται.
Στην αυγή της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα και βαδίζοντας με αυτοπεποίθηση στην πέμπτη δεκαετία του ευρωπαϊκού της δρόμου, η Ελλάδα δεν αλλάζει πυξίδα. Θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για στενότερη ευρωπαϊκή συνεργασία στους τομείς της εξωτερικής ασφάλειας και της άμυνας, με αιχμές την προστασία των συνόρων και την πολιτική ασύλου. Για οικονομικές και κοινωνικές δράσεις, με οδηγούς την κοινή ανάπτυξη και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών. Και, φυσικά, για βαθύτερη πολιτική συνεννόηση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πρώτο βήμα, θα είναι, ασφαλώς, η προσεχής Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης. Εκεί η Ελλάδα θα προσέλθει όχι απλώς καταθέτοντας κατευθυντήριες γραμμές. Αλλά εισηγούμενη ένα ολοκληρωμένο σχέδιο το οποίο θα υπηρετεί το ευρωπαϊκό όραμα στο μέλλον. Φιλοδοξώντας, έτσι, να μετατρέψει τα πρώτα σαράντα χρόνια της δικής της ευρωπαϊκής πορείας σε αφετηρία μιας νέας εποχής για ολόκληρη την ήπειρό μας.