Ενώ οι Ελληνες πολιτικοί ακολουθώντας τις επιταγές των γραφειοκρατών των Βρυξελλών ετοιμάζονται να παρουσιάσουν στους φορολογουμένους νέα φορομπηχτικά προγράμματα «κοινωνικής αλληλεγγύης» που θα δικαιολογηθούν στο όνομα του «κόστους της πανδημίας» (λες και όταν δεν υπήρχε πανδημία μειώνονταν οι φόροι!), η Κολομβία αυτό τον καιρό βιώνει μια συγκλονιστική αντιφορολογική εξέγερση που θα μπορούσε να αποτελέσει το παράδειγμα για τον υπόλοιπο κόσμο.
Αυτό που κάνει την εξέγερση ιδιαίτερα σημαντική είναι δύο παράγοντες:
- Συμμετέχουν όλες οι κοινωνικές τάξεις-μεσαία τάξη, συνδικάτα, φτωχοί φοιτητές κ.λπ. καθώς και όλα τα πολιτικά κόμματα
- Στρέφεται εναντίον μιας φορολογικής μεταρρύθμισης που περιλαμβάνει σημαντικά «φιλολαϊκά» στοιχεία.
Η εξέγερση είχε ως στόχο την «φορολογική μεταρρύθμιση» που κατέθεσε πριν από δυο εβδομάδες η κυβέρνηση του προέδρου Ivan Duque. Η μεταρρύθμιση προκάλεσε τέσσερις ημέρες συνεχών μαζικών διαδηλώσεων εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων που άφησαν πίσω τους 16 νεκρούς. Τελικά, πέτυχε τον στόχο της και η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να αποσύρει τα μισητά μέτρα. Παράλληλα παραιτήθηκε ο υπουργός Οικονομικών Alberto Carrasquill.
Στόχος της φορολογικής μεταρρύθμισης ήταν η συλλογή 6,5 δισ. δολαρίων, δηλαδή περίπου 2% του ΑΕΠ για την κάλυψη μέρους της «τρύπας», που προκάλεσε στα δημόσια οικονομικά η πανδημία και η οποία ανέρχεται στο 8,6% του ΑΕΠ. Φυσικά η κάλυψη της «τρύπας» θα γινόταν με τον μόνο τρόπο που ξέρουν οι πολιτικοί, δηλαδή την αύξηση των φόρων στην μεσαία τάξη.
Επίσης η μεταρρύθμιση προέβλεπε την διατήρηση διαφόρων αναδιανεμητικών «φιλολαϊκων» προγραμμάτων, την διεύρυνση της φορολογικής βάσης (θα πληρώnαν φόρο όσοι κερδίζουν από 700 δολάρια και πάνω) και την επιβoλή ΦΠΑ 19% στις δημόσιες υπηρεσίες που απολαμβάνε το ανώτερο 50% του πληθυσμού.
Επιπλέον η μεταρρύθμιση περιλάμβανε και φορολογία του πλούτου. Οσοι είχαν περιουσία άνω των 1,3 εκατ. δολάρια θα υποχρεώνονταν να καταβάλλουν ένα «φόρο προσωρινό και αλληλέγγυο» που θα κυμαινόταν μεταξύ 1%-2%.
Ο στόχος της συλλογής 2% του ΑΕΠ θεωρήθηκε από τους οικονομολόγους ιδιαίτερα φιλόδοξος. Από το 2% το 1,4% προοριζόταν για την βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών και το υπόλοιπο για την διατήρηση των κοινωνικών προγραμμάτων.
Από την σκοπιά ενός «κοινωνικά ευαισθητοποιημένου» Ευρωπαίου θα περίμενε κανείς ότι η μεταρρύθμιση θα γινόταν δεκτή αν όχι με χειροκροτήματα, τουλάχιστον με χαμόγελα. Ιδιαίτερα όταν η μεταρρύθμιση περιλάμβανε μια σημαντική αύξηση των χρηματικών μεταφορών προς τα νοικοκυριά χαμηλών εισοδημάτων που αποτελούν το 40% των νοικοκυριών της χώρας. Μάλιστα μια οικογένεια που ανήκε στο 10% των πλέον φτωχών θα έβλεπε το εισόδημα της να αυξάνεται κατά 68%!
Ομως αυτό δεν συνέβη. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις το 82% των ερωτηθέντων ήταν εναντίον της αύξησης των φόρων. Άρνηση που δεν έμεινε μόνο στα λόγια, αλλά πήρε την μορφή των τεράστιων και αιματηρών διαδηλώσεων που έλαβαν χώρα στις μεγαλύτερες πόλεις της Κολομβίας.
Γράφοντας στην ισπανική El Pais ο Κολομβιάνος οικονομολόγος Ricardo Avila αναφέρει: «Δεν είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς πως μια πρόταση που θα μείωνε σημαντικά την κοινωνική ανισότητα έγινε δεκτή με τόσο αρνητικό τρόπο. Σε τελική ανάλυση το μεγαλύτερο μέρος των γνωστών οικονομολόγων της χώρας επιδοκίμασαν την πρόθεση της βελτίωσης της κατανομής τους εισοδήματος σε μια από τις πιο άνισες κοινωνίες του κόσμου».
Ο ίδιος αποδίδει τις αντιδράσεις στο γεγονός ότι εκείνοι που επλήγησαν περισσότερο ήταν η μεσαία τάξη που βρίσκεται συγκεντρωμένη στα αστικά κέντρα της πόλης.
Ομως αυτό δεν εξηγεί το γεγονός ότι στις διαδηλώσεις εναντίον της μεταρρύθμισης συμμετείχε και το φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού. Οπως αναφέρει και ο ίδιος: «H ιδέα της επιβολής νέων φόρων θα αντιμετώπιζε την γενική άρνηση ακόμα και μεταξύ αυτών που θα έβγαιναν κερδισμένοι».
Πράγματι εδώ ίσως να βρίσκεται η εξήγηση. Στην Λατινική Αμερική εξακολουθεί να υπάρχει μια αντιφορολογική κουλτούρα που εξηγεί αυτές τις αντιδράσεις. Η έννοια ενός «φιλολαϊκού φόρου» θα θεωρείτο εδώ ως μία έννοια τόσο παράλογη, όσο η έννοια ενός «παντρεμένου γεροντοπαλίκαρου».
“Και η ιστορία της νεότερης Ελλάδας είναι γεμάτη από σημαντικές φορολογικές εξεγέρσεις» μας λέει ο τ. Υπουργούς Ανδρέας Ανδριανόπουλος. «Και εδώ με την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς υπήρξε μια έντονη αντιφορολογική κουλτούρα».
Αντίθετα στην νεότερη Ευρώπη η κριτική αντιμετώπιση της φορολογίας τερματίσθηκε με την αποχώρηση της Μάργκαρετ Θάτσερ από την πολιτική σκηνή της Γηραιάς Ηπείρου και την ισχυροποίηση της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Μετά την αποχώρηση της Θάτσερ, ο ευρωγραφειοκρατικος μηχανισμός υπό την καθοδήγηση Γαλλίας-Γερμανίας βρήκε ανοιχτό γήπεδο για να επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου πολυέξοδη, συστηματική και εντυπωσιακή προπαγάνδα υπέρ της φορολογίας. Κάτι που οπωσδήποτε απέδωσε αποτελέσματα.
Ετσι δεν νομίζω π.χ. ότι σε καμιά χώρα της Λατινικής Αμερικής θα θεωρείτο ποτέ παράγωγο της ύψιστης σοφίας, όπως έγινε στην Ελλάδα, η δικαιολόγηση της αύξησης των φόρων στη βάση ενός τόσο αφελούς συλλογισμού όπως «Μαζί τα φάγαμε»...