Στόχος του σημειώματος είναι η εύληπτη παρουσίαση των σκοπών της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών και των ευκαιριών που προκύπτουν για τον φορολογούμενο. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερα παρά με αναφορά στην ίδια τη μέχρι σήμερα πρακτική της ΔΕΔ.
Τερματίζοντας μία φορολογική διαφορά ήδη σε διοικητικό επίπεδο, τα οφέλη είναι πολλαπλά. Έτσι, είναι προς το συμφέρον του φορολογούμενου να εκμεταλλευθεί αυτό το -υποχρεωτικό άλλωστε- προ-στάδιο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Την ίδια στιγμή, όμως, οφείλουμε να επιστήσουμε την προσοχή στον -σαφώς υπαρκτό - κίνδυνο τυχόν πλημμελείς χειρισμοί (ήδη) κατά το στάδιο αυτό να αποτελέσουν στο εξής δυσβάσταχτο βάρος για την εξέλιξη της υπόθεσης σε δικαστικό, πλέον, στάδιο.
Εισαγωγικά
Η προσφυγή στη δικαιοσύνη -και επί φορολογικών διαφορών- δεν είναι ανέξοδη. Αυτό ισχύει σαφώς για τον προσφεύγοντα, ισχύει όμως και για το ίδιο το κράτος: υπό την έννοια ότι πόροι και απόλυτα εξειδικευμένο δυναμικό (δικαστές κ.λπ.) αφιερώνονται σε κάθε υπόθεση ξεχωριστά. Σε περιπτώσεις στις οποίες η κίνηση μίας τέτοιας διαδικασίας μπορεί να αποφευχθεί, είναι ωφέλιμο, για όλους, να αποφεύγεται.
Κατά ένα μεγάλο βαθμό, αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ), όπως σήμερα ρυθμίζεται από το ά. 63 του ν. 4174/2014 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας - ΚΦΔ). Σύμφωνα με αυτό, «ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης».
Από τη διατύπωση του νόμου, ότι «εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης», δεν θα πρέπει να δημιουργηθεί η εντύπωση πως προσβάλλεται με ενδικοφανή προσφυγή οποιαδήποτε πράξη η οποία προέρχεται από τη φορολογική αρχή.
Πράγματι, θα υπάρχουν πράξεις, των οποίων η προσβολή με ενδικοφανή προσφυγή -μολονότι θα προέρχονται από την αρμόδια ΔΟΥ- θα κριθεί απαράδεκτη και ως εκ τούτου μία τέτοια (εσφαλμένη) ενέργεια μόνο με επιπρόσθετο κόπο (και κόστος) θα επιβαρύνει την υπόθεση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα -και συχνή περίπτωση που απαντάται κατά τη μελέτη των αποφάσεων της ΔΕΔ- είναι η προσφυγή κατά πράξεων, οι οποίες, όμως, δεν αναφύονται στο στάδιο προσδιορισμού των οικονομικών βαρών (π.χ. πράξη καταλογισμού φόρου ή προστίμου) αλλά π.χ. στο στάδιο της διοικητικής εκτέλεσης. Απαντήσεις (ή σιωπηρές απορρίψεις) της ΔΟΥ επί αιτημάτων π.χ. για τη διαγραφή χρεών επίσης δεν προσβάλλονται με ενδικοφανή προσφυγή, για τον ίδιο λόγο. Αλλά και στις περιπτώσεις στις οποίες προσδιορίζεται το πρώτον ο φόρος, ενδέχεται η ενδικοφανής προσφυγή να ασκείται απαραδέκτως: όπως κρίθηκε και σε προσφάτως εκδοθείσα απόφαση της ΔΕΔ Αθήνας, σε περιπτώσεις άμεσου προσδιορισμού του φόρου (δηλ. όταν αυτός προκύπτει χωρίς περαιτέρω ενέργεια, ταυτόχρονα με την υποβολή της φορολογικής δήλωσης), δεν πρόκειται για πράξη η οποία προσβάλλεται σύμφωνα με το ά. 63 ΚΦΔ με ενδικοφανή προσφυγή.
Κατά τα λοιπά, η κατάθεση ενδικοφανούς προσφυγής -για τις πράξεις για τις οποίες αυτή προβλέπεται- διαμορφώνεται από τον νόμο ως αναγκαίο προ-στάδιο για τη μεταγενέστερη αμφισβήτηση της πράξης ενώπιον Δικαστηρίου. Απευθείας προσβολή της πράξης ενώπιον Δικαστηρίου θα απορριφθεί ως απαράδεκτη (οι εξαιρέσεις είναι πραγματικά ελάχιστες και η αναφορά τους περισσότερο θα μπερδέψει παρά θα βοηθήσει τον αναγνώστη στον σχηματισμό της «μεγάλης εικόνας» επί του ζητήματος).
Εάν θα θέλαμε να ακριβολογούμε, μάλιστα, ενώπιον του Δικαστηρίου θα προσβληθεί η απόφαση της ΔΕΔ (η οποία απέρριψε -εν όλω ή εν μέρει- την ενδικοφανή προσφυγή κατά της αρχικής πράξης). Ως τέτοια (δηλ. απορριπτική) λογίζεται και η παράλειψη απάντησης εντός 120 ημερών. Είναι λοιπόν αναγκαία η πρόκληση μίας «απόφασης» από τη ΔΕΔ, η οποία (ενν. απόφαση) στη συνέχεια -και στο μέτρο που δεν μας ικανοποιεί- θα προσβληθεί δικαστικά.
Ακόμα όμως και αν η ενδικοφανής προσφυγή δεν γίνει δεκτή στο σύνολό της -και άρα δεν περατωθεί η υπόθεση σε διοικητικό επίπεδο-, η διαδικασία ενώπιον της ΔΕΔ διατηρεί μία ακόμα χρησιμότητα: αποτελεί ένα προ-στάδιο «ελέγχου» για όλες εκείνες τις υποθέσεις που πρόκειται να εισαχθούν ενώπιον της δικαιοσύνης. Με το σκεπτικό της ΔΕΔ, το οποίο στο εξής θα συνοδεύει την υπόθεση, εκείνη θα έχει διέλθει από μία πρώτη κρίση, η οποία θα αναδεικνύει τα βασικότερα ζητήματα. Με τον τρόπο αυτό επιταχύνεται η διοικητική δίκη και ο φορολογούμενος -εφόσον επίκειται δικαίωση σε δικαστικό επίπεδο- θα το επιτύχει σαφώς συντομότερα. Συνήθης είναι, άλλωστε, και η περίπτωση αναπομπών στην αρμόδια φορολογική αρχή από πλευράς ΔΕΔ για τη διενέργεια περαιτέρω αποδείξεων κ.ο.κ. Εάν δεν υπήρχε η διαδικασία ενώπιον της ΔΕΔ, το βάρος αυτό θα το επωμιζόταν το Δικαστήριο. Κατά τούτο, σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση άγεται περισσότερο «ώριμη» ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Για τους λόγους αυτούς (επίλυση διαφορών σε διοικητικό επίπεδο και σε κάθε περίπτωση, επιτάχυνση της διοικητικής δίκης, εφόσον αχθούμε ενώπιόν της), ο νόμος θεσπίζει την προσφυγή ενώπιον της ΔΕΔ ως ένα πρώτο αναγκαίο προστάδιο για τη δικαστική προσβολή της πράξης.
Έχω πιθανότητες ενώπιον της ΔΕΔ;
Οι αριθμοί είναι ίσως η καταλληλότερη απάντηση: ο μέσος όρος των αποφάσεων ΔΕΔ για τα έτη 2018 και 2019, οι οποίες κάνουν δεκτές τις ενδικοφανείς προσφυγές των φορολογούμενων, ανέρχεται στο 40%. Με άλλα λόγια, περίπου στις μισές υποθέσεις, αυτές θα κλείσουν σε διοικητικό στάδιο και δεν θα χρειαστεί η προσφυγή στα Διοικητικά Δικαστήρια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ωστόσο, για να είμαστε ειλικρινείς, το προαναφερθέν ποσοστό (40%) αντιστοιχεί σε εξετασθείσες ενδικοφανείς προσφυγές. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι, εφόσον δεν εκδοθεί απόφαση επί ενδικοφανούς προσφυγής εντός 120 ημερών από την υποβολή της τελευταίας, τεκμαίρεται ότι η κρίση επ’ αυτής είναι απορριπτική (η οποία «απόρριψη» και μπορεί να προσβληθεί στη συνέχεια στα Διοικητικά Δικαστήρια). Επομένως, δεν μιλάμε για ποσοστό 40% επί του συνόλου των ενδικοφανών προσφυγών αλλά για το 40% των ενδικοφανών προσφυγών επί των οποίων η ΔΕΔ απάντησε ρητά (αποδοχή/μερική αποδοχή/απόρριψη).
Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν διαφοροποιεί σημαντικά το συμπέρασμα ότι οι πιθανότητες δικαίωσης στο πλαίσιο άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της ΔΕΔ είναι πολλές. Αυτό διότι για τα έτη 2017-2019 ο μέσος όρος σιωπηρών απορρίψεων ανήλθε μόλις στο 8%. Επομένως, λίγες ενδικοφανείς προσφυγές, τελικά, δεν έτυχαν εξέτασης από την Υπηρεσία. Εξάλλου, η τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια είναι ότι η ΔΕΔ προσπαθεί να αποφαίνεται ρητώς επί των προσφυγών. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι μόλις λίγα χρόνια πριν (για τα έτη 2014-2015), ο μέσος όρος σιωπηρών απορρίψεων ανερχόταν στο 44%.
Ανάμεσα στις υποθέσεις που έχει κληθεί να εξετάσει η ΔΕΔ, κάνοντας εν συνεχεία δεκτό το αίτημα του φορολογούμενου, εντοπίζουμε σε ένα πρώτο επίπεδο εκείνες στις οποίες το θετικό της κρίσης διαφαίνεται προβλέψιμο, διότι π.χ. η φορολογική αρχή έκρινε αντίθετα σε πάγια νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων ή ο έλεγχος υπέπεσε σε προφανές σφάλμα (για παράδειγμα κατά τη διαδικασία κατάσχεσης βιβλίων και στοιχείων). Μάλιστα, παρακολουθώντας «εξ επαγγέλματος» μεγάλο αριθμό φορολογικών υποθέσεων, δεν είναι λίγες οι φορές που η ΔΕΔ εφιστά την προσοχή στα αρμόδια όργανα επί των ζητημάτων που παρατηρεί ότι επαναλαμβάνονται και είναι δεκτικά οριζόντιας αντιμετώπισης, ήδη από τις Οικονομικές Υπηρεσίες, μέσω της έκδοσης εγκυκλίων.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις στις οποίες ο φορολογούμενος δικαιώνεται (ήδη) ενώπιον της ΔΕΔ, χωρίς να πρόκειται για κάποια «κραυγαλέα» περίπτωση πλημμέλειας ή παράλειψης από πλευράς της φορολογικής αρχής. Στις περιπτώσεις αυτές, τις λιγότερο «προφανείς», είναι αναγκαίο να προηγηθεί η υπόδειξη του τρόπου προσέγγισης, της κατάλληλης νομολογίας και της εν γένει νομικής τεκμηρίωσης της θέσης του φορολογούμενου, διαμέσου της ενδικοφανούς προσφυγής. Τούτο διότι σε κάθε περίπτωση, η ΔΕΔ βασίζεται στην έως τον χρόνο εκείνο διαπλασθείσα νομολογία, σε συνδυασμό με τις κείμενες διατάξεις και τις εγκυκλίους της φορολογικής αρχής. Σπανίως η ΔΕΔ «καινοτομεί».
Έτσι, η πρακτική μάς δείχνει ότι πράγματι σε επίπεδο ΔΕΔ έχουν επιλυθεί υπέρ του φορολογούμενου περίπλοκα ζητήματα προσαύξησης περιουσίας (π.χ. καταθέσεις/εμβάσματα σε ατομικό λογαριασμό, ζητήματα κοινού λογαριασμού, όπου κρίθηκε όμως ότι οι καταθέσεις αφορούσαν το μη ελεγχόμενο πρόσωπο), περιστατικά εικονικών τιμολογίων (βάσει κυρίως καλής πίστης του λήπτη αλλά και πλημμελούς αιτιολογίας της έκθεσης ελέγχου), θέματα φορολογίας χαρτοσήμου (π.χ. επί δανείων και ταμειακών διευκολύνσεων από και προς μετόχους Α.Ε.), διαφορές στη βάση αμφισβήτησης κρίσης του ελέγχου ο οποίος «έριξε τα βιβλία» ή δεν του προσκομίστηκαν καν και προχώρησε σε εξωλογιστικό προσδιορισμό, περιπτώσεις αμφισβήτησης συγκριτικών στοιχείων για τον προσδιορισμό φόρου μεταβίβασης ακινήτου, υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών όπου ο φόρος έχει ήδη καταβληθεί προτού εκδοθεί δικαστική απόφαση η οποία κηρύσσει άκυρη τη διαθήκη (βάσει της οποίας υπολογίστηκε και κατεβλήθη ο φόρος κληρονομίας) κ.ο.κ. Υπέρ του φορολογούμενου επιλύονται επίσης ζητήματα στη βάση της επίκλησης λόγων ανωτέρας βίας (π.χ. απώλεια της ταμειακής μηχανής λόγω κλοπής, καταστροφή βιβλίων και στοιχείων λόγω πυρκαγιάς/πλημμύρας, μη τήρηση υποχρεώσεων λόγω σοβαρής ασθένειας κ.ο.κ.).
Άλλωστε, θα υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες στην πραγματικότητα δεν θα έχει προλάβει να διαπλασθεί ικανή νομολογία, ιδίως στην περίπτωση των «νέων» διατάξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Γενικός Κανόνας Απαγόρευσης Καταχρήσεων (ΓΚΑΚ), ο οποίος εισήχθη με το ά. 38 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ - ν. 4174/2013). Όντως, σε τέτοιες περιπτώσεις, η ΔΕΔ θα κρίνει χωρίς να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει μεγάλο εύρος νομολογίας επί του ίδιου ζητήματος (βλ. έτσι και τις ΔΕΔ Αθήνας 1356/2020 και 1050/2020). Δεν είναι τυχαίο ότι και ανάμεσα στους νομικούς κύκλους, τέτοιες αποφάσεις έλκουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς εισφέρουν μία πρώτη κρίση για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Κατά τούτο, η προσφυγή ενώπιον της ΔΕΔ, εκτός από υποχρεωτική για συγκεκριμένη κατηγορία περιπτώσεων, αποτελεί και μία πραγματική ευκαιρία για τον φορολογούμενο. Αυτή την ευκαιρία καλό θα είναι να την εκμεταλλευθεί στο σύνολό της.
Μπορώ να καταθέσω ενδικοφανή προσφυγή χωρίς να συμβουλευθώ δικηγόρο;
Η ενδικοφανής προσφυγή μπορεί να κατατεθεί και χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου. Παρά τις όποιες τυπικές απαιτήσεις (διαδικαστικά θέματα, έγγραφα που πρέπει να προσκομιστούν κ.λπ.), δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο ο φορολογούμενος -ιδίως κατόπιν κάποιας έρευνας από πλευράς του αλλά και μετά από άτυπη επικοινωνία με την Υπηρεσία- να καταθέσει μόνος του την ενδικοφανή προσφυγή και να λάβει μάλιστα απάντηση επ’ αυτής.
Είναι, βέβαια, αυτονόητο ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, η προσφυγή δεν θα είναι συντεταγμένη με την επιμέλεια που θα τη συνέτασσε κάποιος νομικός. Ο φορολογούμενος δεν δύναται να είναι ανά πάσα στιγμή ενημερωμένος για τις τελευταίες εξελίξεις στη νομολογία, στην πρακτική της ΔΕΔ και στα έγγραφα της Διοίκησης (εγκύκλιοι, οδηγίες, αποφάσεις), τα οποία μπορούν πράγματι να φανούν χρήσιμα στην υπό κρίση περίπτωση.
Από την άλλη πλευρά, είναι εξίσου αλήθεια ότι δεν αποκλείεται με μία τέτοια «ανέξοδη» ενδικοφανή προσφυγή ο φορολογούμενος να αποσπάσει θετική απόφαση. Τούτο διότι δεν αποκλείεται, για παράδειγμα, ο υπάλληλος που θα εξετάσει την ενδικοφανή προσφυγή να γνωρίζει ορισμένη νομολογία και έτσι αυτή η έλλειψη γνώσης από πλευράς φορολογούμενου να μην έχει κάποια επίπτωση. Επίσης, είναι αλήθεια ότι η ΔΕΔ έχει την τάση να «διασώζει» ενδικοφανείς προσφυγές, στις οποίες δεν γίνεται επίκληση λόγου που θα οδηγούσε σε αποδοχή τους (π.χ. παρότι αυτός ο λόγος πράγματι υπάρχει και απλώς δεν αναγράφηκε λόγω άγνοιας κατά τη σύνταξη της προσφυγής) ή δε γίνεται επίκληση της ορθής διάταξης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ενόψει του σκοπού της Υπηρεσίας (ΔΕΔ), ήτοι την άμεση επίλυση των διαφορών που μπορεί να επιλυθούν στο στάδιο της φορολογικής διοίκησης, πλημμέλειες εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως (δηλ. κι ας μην προβάλλονται από τον προσφεύγοντα -βλ. π.χ. ΔΕΔ Αθήνας 1545/2019) ή ακόμα κι αν ο προσφεύγων δεν αιτείται την τροποποίηση του προστίμου σύμφωνα με τις ορθές διατάξεις (βλ. π.χ. ΔΕΔ Αθήνας 1374/2019 για πρόστιμο επί εικονικών τιμολογίων).
Ωστόσο, αν και κατά τα ανωτέρω η συνδρομή δικηγόρου δεν είναι αναγκαία (είδαμε ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο φορολογούμενος μπορεί πράγματι να δικαιωθεί, χωρίς να έχει αναφέρει καν τους ενδεδειγμένους λόγους), αυτή παραμένει εντόνως συνιστώμενη. Ιδίως, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσό που διακυβεύεται τόσο περισσότερο βαίνει προς το συμφέρον του φορολογούμενου να απευθυνθεί σε κάποιο δικηγόρο, ο οποίος θα γνωρίζει τα επιχειρήματα που μπορούν και πρέπει να προβληθούν, τις σχετικές διατάξεις που θα τα υποστηρίξουν, αλλά και θα στρέψει την προσοχή του υπαλλήλου που θα εξετάσει την προσφυγή σε νομολογία ή πράξεις της Διοίκησης (ακόμα και προηγούμενες αποφάσεις της ΔΕΔ) που ενδεχομένως αγνοεί και ευνοούν τη θέση του προσφεύγοντος στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η εμπειρία μάς έχει δείξει ότι η ΔΕΔ απέχει από την εξέταση μόνο ισχυρισμών αντισυνταγματικότητας, αφήνοντας το λόγο επ’ αυτού στη δικαστική εξουσία (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη επίκληση λόγων που τείνουν στην αντισυνταγματικότητα του ΕΝΦΙΑ - ν. 4223/2013). Όλοι οι λοιποί ισχυρισμοί, λοιπόν, είναι κρίσιμοι.
Εξόχως συνιστώμενη είναι όμως η λήψη εξειδικευμένων νομικών συμβουλών, ήδη από το στάδιο της ενδικοφανούς προσφυγής, και για τον εξής λόγο: είναι πιθανό ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι δεν προβλήθηκαν με την ενδικοφανή προσφυγή, να μην εξεταστούν καν, αν προβληθούν για πρώτη φορά ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Ουσιαστικά, χάνεται η δυνατότητα προσβολής τους εσαεί. Είναι βέβαια αλήθεια ότι προϊόντος του χρόνου το ζήτημα αυτό έχει αμβλυνθεί (υπό την έννοια ότι πλέον τα Δικαστήρια δεν απορρίπτουν το σύνολο των ισχυρισμών που υποβάλλονται το πρώτον ενώπιον τους, χωρίς δηλαδή να έχουν προβληθεί προηγουμένως ενώπιον της ΔΕΔ). Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν «όπλα» των οποίων η προηγούμενη προβολή ενώπιον της ΔΕΔ είναι αναγκαία, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για πρώτη φορά ενώπιον Δικαστηρίου.
Αντί επιλόγου
Η ενδικοφανής προσφυγή λοιπόν μάς εξοπλίζει με τα εφόδια εκείνα που θα διαθέτουμε καθ’ όλη τη διαδρομή της αμφισβήτησης μιας πράξης της φορολογικής αρχής. Ένα επιπόλαιο πρώτο βήμα είναι πιθανό να αναδίδει συνέπειες κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας και να δυσκολέψει το έργο του δικηγόρου, ο οποίος θα κληθεί στο στάδιο της δικαστικής αμφισβήτησης, πλέον, να υπερασπιστεί τα δικαιώματα του φορολογούμενου. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες, όταν ο εντολέας απευθύνεται, πια, σε δικηγόρο, αυτός βρίσκεται ουσιαστικά με «δεμένα χέρια» ενόψει των πλημμελειών προηγούμενων σταδίων, με το βάρος των οποίων παραλαμβάνει την υπόθεση.
Αλλά και σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου -ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης της καταλογιστικής πράξης-, η απολύτως ενδεικνυόμενη ενέργεια είναι η αναζήτηση συμβουλής από δικηγόρο φορολογικού δικαίου (από το στάδιο αυτό, δηλ. ήδη κατά την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου). Εκτός της σύνταξης απόψεων επί του σημειώματος διαπιστώσεων του ελέγχου (ΣΔΕ), στρατηγικά κρίσιμες θα είναι και άλλες ενέργειες -πριν και μετά-, με το βλέμμα πάντοτε «στραμμένο» στην αμφισβήτηση του φόρου ή/και του προστίμου που τυχόν θα επιβληθεί.
Συναφώς, για παράδειγμα, προκειμένου ο φορολογούμενος να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμά του να αμυνθεί κατά των πράξεων της Αρχής, οι κείμενες διατάξεις απαιτούν να εξασφαλίζεται ότι έχει την πληρέστερη δυνατή ενημέρωση για τις πράξεις στις οποίες ο έλεγχος βασίζει τα πορίσματά του. Ένας εξειδικευμένος νομικός σύμβουλος γνωρίζει ακριβώς τα έγγραφα τα οποία μπορεί να ζητήσει από τη φορολογική αρχή, αλλά και τις περιπτώσεις στις οποίες δικαιούται να ζητήσει τη σύμπραξή της, με εκείνη, βεβαίως, να υποχρεούται να ικανοποιήσει το αίτημά του. Το ενδιαφέρον μάλιστα -και με έντονη πρακτική σημασία- έγκειται στο ότι τυχόν παράλειψη της φορολογικής αρχής να ανταποκριθεί σε τέτοιας φύσεως αιτήματα του φορολογούμενου (οφειλόμενη ακόμα και σε απλή αμέλεια των υπαλλήλων), κατά το στάδιο ήδη του ελέγχου, προσθέτει ακόμα ένα βέλος στη φαρέτρα του φορολογούμενου, για την επιτυχή αμφισβήτηση πράξεων στο πλαίσιο της ενδικοφανούς προσφυγής κ.ο.κ. (Βλ. ΔΕΔ Αθήνας 955/2017).
* Ο Γιάννης Ψαράκης (Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ - ΜΔΕ ΙΙΙ) είναι συνεργάτης της Δικηγορικής Εταιρείας Ψαράκης|Κεφαλάς (www.psarakislegal.com) και ιδρυτής του Hub εμπορικών σημάτων "The Trademark Hoop" (www.thetrademarkhoop.com).