Ένα ερώτημα που τίθεται αρκετά συχνά από δανειολήπτες οι οποίοι καλούνται να εξοφλήσουν οφειλές τους μετά από αρκετά χρόνια είναι το εξής: μετά από πόσα χρόνια η τράπεζα μπορεί να διεκδικεί τα οφειλόμενα; Πότε δηλ. επέρχεται η παραγραφή της αξίωσής της;
Η απάντηση κατ' αρχάς είναι η εξής: οι απαιτήσεις των τραπεζών παραγράφονται μετά από 20 έτη. Η παραγραφή γενικά των απαιτήσεων στις ιδιωτικές σχέσεις είναι 20ετής (άρθρο 249 Αστικού Κώδικα), εκτός κι αν ορίζεται διαφορετικά. Εν προκειμένω, επειδή δεν υπάρχει κάποια διαφορετική ρύθμιση στο τραπεζικό δίκαιο, ισχύει η γενική παραγραφή των 20 ετών, γεγονός που καθιστά πρακτικά αδύνατη την οιαδήποτε υποβολή ένστασης εκ μέρους του οφειλέτη (δανειολήπτη ή και εγγυητή).
Ωστόσο η λεπτομέρεια που συχνά παραβλέπεται είναι η εξής: η παραγραφή της απαίτησης εκ του δανείου είναι 20ετής, εκτός κι αν προβλέπονται τοκοχρεωλυτικές δόσεις όπου η παραγραφή καθίσταται 5ετής και αρχίζει από τη λήξη του έτους, μέσα στο οποίο κάθε δόση κατέστη ληξιπρόθεσμη και καταβλητέα.
Ακόμα και τότε, όμως, επανερχόμαστε στον κανόνα της 20ετίας, όταν το τοκοχρεωλυτικό δάνειο καταγγελθεί (Βλ. λ.χ. υπ' αριθμ. 1455/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου: «Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής συμβάσεως, να την καταγγείλει προώρως, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες περιοδικές εκ του δανείου δόσεις, αφορώσες χρεώλυτρο ή τοκοχρεώλυτρο ή τόκο, γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία, η σύμβαση του δανείου λύεται και επομένως ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στον δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τους τόκους υπερημερίας από την καταγγελία. […] Μόνον όμως όταν η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς απόδοση του δανείου υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, ενώ αν δεν γίνει καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές διατηρούν την αυθυπαρξία τους, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή»).
Ως εκ τούτου, η κατάσταση γίνεται επιβαρυντική για την τράπεζα, όταν στη δανειακή σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου δεν προβλέπεται δυνατότητα καταγγελίας, περίπτωση, ωστόσο, αρκετά σπάνια. Οι συμβάσεις δανείου ορισμένου χρόνου (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και όσες περιέχουν συμφωνία τοκοχρεωλυτικής απόδοσης) βάσει του Αστικού Κώδικα δεν μπορούν να καταγγελθούν, καθότι έχουν ορισμένο χρόνο λήξης.
Μόνο αν έχει συμφωνηθεί τούτο ρητώς στη σύμβαση είναι δυνατή η καταγγελία. Μια τέτοια περίπτωση, για παράδειγμα, που δεν είχε προβλεφθεί αντίστοιχη συμφωνία δυνατότητας καταγγελίας εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος, ήταν και αυτή ορισμένων δανείων συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος που δόθηκαν στο πλαίσιο ρύθμισης παλαιότερων οφειλών (οι ρυθμίσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν επί τη βάσει των προϋποθέσεων που έθετε η υπ’ αριθμ. 4216/Β/269/07.02.2001 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών περί ρύθμισης οφειλών κτηνοτροφικών - πτηνοτροφικών επιχειρήσεων για την εξυγίανσή τους). Στις συμβάσεις αυτές δεν υπήρχε κάποια πρόβλεψη για καταγγελία του δανείου παρά μόνο για καταβολή των επιμέρους ετήσιων τοκοχρεωλυτικών δόσεων.
Σε αρκετές από τις παραπάνω περιπτώσεις, το πιστωτικό ίδρυμα (πλέον υπό ειδική εκκαθάριση) καθυστέρησε στη δικαστική επιδίωξη των τοκοχρεωλυτικών δόσεων πέραν της 5ετίας, με αποτέλεσμα, εφόσον δεν προβλέπεται δυνατότητα καταγγελίας, οι απαιτήσεις να έχουν παραγραφεί.
Ένα άλλο ερώτημα που ανακύπτει είναι ποια η τύχη της παραγραφής, όταν η τράπεζα καταγγείλει το δάνειο αλλά μετά την παρέλευση της 5ετίας και από την τελευταία τοκοχρεωλυτική δόση. Στην περίπτωση αυτή ήδη έχει γίνει δεκτό ότι οι τοκοχρεωλυτικές δόσεις παραμένουν παραγεγραμμένες και δεν είναι εφικτή η είσπραξή τους (εφόσον προβληθεί φυσικά με ορθό τρόπο η ένσταση παραγραφής εκ μέρους του δανειολήπτη). Με την καταγγελία του δανείου, καθίσταται 20ετής η παραγραφή όλων των τοκοχρεωλυτικών δόσεων, αλλά μόνο εφόσον αυτές δεν έχουν ήδη παραγραφεί (δηλ. δεν είχε παρέλθει η 5ετία όπως αναφέρθηκε παραπάνω).
Το Μονομελές Εφετείο Πατρών για παράδειγμα, στην πρόσφατη υπ’ αριθμ. 65/2021 απόφασή του, απεφάνθη ως εξής: «Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, όλες οι τοκοχρεολυτικές δόσεις του επίδικου δανείου, η τελευταία των οποίων έπρεπε να καταβληθεί την 28η-8-2002, έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 περ. 15 ΑΚ, που συμπληρώθηκε την 1-1-2008 … καθώς… το … δεν ενεργοποίησε, με καταγγελία, τον προαναφερθέντα σχετικό όρο της σύμβασης του επιδίκου τοκοχρεωλυτικού δανείου, που παρείχε σε αυτό το δικαίωμα, σε περίπτωση καθυστέρησης δύο ή περισσοτέρων δόσεων, να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό του δανείου με τους τόκους υπερημερίας, με συνέπεια οι αξιώσεις των περιοδικών τοκοχρεωλυτικών δόσεων τούτου να διατηρήσουν την αυτοτέλειά τους, εξακολουθώντας να υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 15 ΑΚ, η οποία είχε ήδη συμπληρωθεί κατά τον ως άνω χρόνο (3-4-2008). […] Πρέπει δε να σημειωθεί επιπροσθέτως ότι ούτε το με αριθμό πρωτ../30-1 -2009 ως άνω έγγραφο του …., αλλά ούτε και το με αριθμό ./3-4-2012 έγγραφο του ….που εστάλη στον ανακόπτοντα με το οποίο του δηλώθηκε ότι η οφειλή του έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη την 28η-8-2002 και κλήθηκε να εξοφλήσει όλο το ποσό του δανείου έχουν ισχύ καταγγελίας, καθώς αμφότερα συντάχθηκαν μετά τη συμπλήρωση της παραγραφής των αξιώσεων του καθ' ου, που κατά τα προεκτεθέντα έλαβε χώρα την 1-1-2008».
Επομένως, είναι πράγματι αρκετά σπάνιο να τεθεί ζήτημα παραγραφής απαίτησης από δάνειο λόγω της γενικής πρόβλεψης της 20ετίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, ιδίως πιστωτικών ιδρυμάτων υπό ειδική εκκαθάριση, όπου οι ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης έχουν καθυστερήσει, εμφανίζεται έντονα ο σχετικός προβληματισμός, με συνέπεια να ενδέχεται ο δανειολήπτης να μπορεί να προβάλλει τη σχετική ένσταση παραγραφής είτε αμυνόμενος αλλά είτε και επιτιθέμενος.
* Ο Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M. (LSE), PgCert, είναι δικηγόρος Αθηνών, εταίρος στη Δικηγορική Εταιρεία «Ψαράκης & Κεφαλάς» (www.psarakislegal.com).