Την ώρα που το Κατάρ προσεγγίζει τη Σαουδική Αραβία και μάλλον θα σταματήσει να είναι πηγή εύκολου τρομοκρατικού και εγκληματικού χρήματος, η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν βάζει στην άκρη προσωρινά τους τσαμπουκάδες.
Εξάλλου, στην Αμερική, ο νέος πρόεδρός της δεν είναι πια ο πιο διεστραμμένος νάρκισσος ηγέτης των αρχών του 21ου αιώνα, ο Ντόναλντ Τραμπ. Πάνε περίπατο έτσι οι σχέσεις διαπλοκής μεταξύ δύο ηγετών, οι οποίοι πέραν από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, στα υπόλοιπα δεν έχουν μεγάλες διαφορές.
Τώρα, ο Ερντογάν αισθάνεται μια περίεργη μοναξιά και το κενό γνωρίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν θα του το καλύψει ο πρώην «καγκεμπίστας» πρόεδρος της Ρωσίας, ο ψυχρός Βλαδίμηρος Πούτιν. Αντιθέτως, ο Ρώσος πρόεδρος τον Τούρκο ομόλογό του, παρά τη λυκοφιλία τους, τον βλέπει σαν επικίνδυνο αντίπαλο με επίσης αυτοκρατορικά οράματα. Ο παντουρκισμός είναι μια έννοια που οι Ρώσοι διπλωμάτες λαμβάνουν πάντα σοβαρά υπόψη τους και έχουν λόγους γι' αυτό.
Η πρόσφατη εμπλοκή της Τουρκίας στη σύγκρουση ανάμεσα στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, με επίδικο την τύχη του θύλακα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, συνδυάστηκε με μια έντονη επιστροφή παντουρκιστικών τόνων στη ρητορική της Άγκυρας και του ίδιου του Ερντογάν.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο παντουρκισμός, δηλαδή η αντίληψη ότι η Τουρκία πρέπει να ηγηθεί του ευρύτερου τουρκικού κόσμου, ήτοι των περιοχών με ισχυρή παρουσία πληθυσμών με κοινή καταγωγή με τους Τούρκους, είναι μια πλευρά του τουρκικού εθνικισμού στην οποία συμπλέει ένα ευρύτερο φάσμα δυνάμεων.
Μόνο που αυτό συνεπάγεται και πιθανές συγκρούσεις με άλλες δυνάμεις στην περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι πέραν της Ρωσίας που παραδοσιακά θεωρεί τον Καύκασο τμήμα της δικής της «ζώνης ευθύνης», ούτε το Ιράν είδε με καλό μάτι τον Ερντογάν να απαγγέλλει κατά τη διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης στο Μπακού στίχους ενός εθνικιστή Αζέρου που θρηνούσε το μοίρασμα του Αζερμπαϊτζάν ανάμεσα στο Ιράν και τη Ρωσία.
Τον στρατηγικό χαρακτήρα τέτοιων κινήσεων υπογράμμισε πρόσφατο άρθρο του Μπουρχανετίν Ντουράν, επικεφαλής ενός think tank συνδεδεμένου με το ΑΚΡ, που έσπευσε να υπογραμμίσει τον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία αναδεικνύεται πλέον σε περιφερειακή δύναμη.
Για τον Ντουράν, όλα αυτά σημαίνουν ότι ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο σε μια ευρύτερη περιοχή και το «μεγάλο παιχνίδι» θα είναι ανάμεσα σε τρεις περιφερειακές δυνάμεις: την Τουρκία, το Ισραήλ και το Ιράν. Η Τουρκία μπαίνει σε αυτό το παιχνίδι αναβαθμισμένη, έχοντας αποδείξει με τη στρατιωτική της παρουσία στη Συρία, στο Ιράκ, στη Λιβύη, στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ ότι είναι περιφερειακή δύναμη, έχοντας βρει σημεία ισορροπίας με τη Ρωσία.
Ανεξαρτήτως της υπερεκτίμησης των τουρκικών δυνατοτήτων που αποτυπώνουν τέτοιες τοποθετήσεις, είναι προφανές ότι η Τουρκία αυτή τη στιγμή προσπαθεί να εμφανίσει την παρουσία της σε κρίσιμα μέτωπα ως ένα στοιχείο που την καθιστά προνομιακό συνομιλητή των ΗΠΑ και δυνάμεων με στρατιωτική ισχύ όπως το Ηνωμένο Βασίλειο.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός εξάλλου ότι ο Μπόρις Τζόνσον, με την επισημοποίηση του Brexit, έσπευσε να υπογράψει μια σημαντική συμφωνία πολύπλευρης συνεργασίας με την Τουρκία, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων του τους όρους που έθετε η ΕΕ περί σεβασμού των αρχών του κράτους δικαίου από την τουρκική κυβέρνηση. Ως φαίνεται, δε, το Ηνωμένο Βασίλειο δίνει μεγάλο βάρος στη συμφωνία του με την Τουρκία, ώστε να μπορεί να έχει λόγο, έστω και περιορισμένο, στα ενεργειακά και γεωπολιτικά δρώμενα στην ευρύτερη περιοχή μας.
Υπό αυτή την έννοια, είναι σημαντικό να δει κανείς ποια τακτική θα ακολουθήσουν οι Άγγλοι στις διμερείς σχέσεις τους και στη βάση ποιας λογικής.
Από την πλευρά της, η Τουρκία, ναι μεν φλερτάρει τώρα εξ ανάγκης με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, δεν παραμελεί όμως και τους ισχυρούς δεσμούς με τη Χαμάς και τους Παλαιστίνιους. Στο επίπεδο αυτό, μας λέει ένας πολύ έμπειρος Τούρκος συνάδελφος, «η Τουρκία επειδή πιστεύει ότι οι Άραβες εγκαταλείπουν τους Παλαιστίνιους, τους στηρίζει για να ενισχύει το κύρος της στον μουσουλμανικό κόσμο. Το ίδιο βέβαια ισχύει και με την τουρκική παρουσία στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, όπου η Τουρκία θέλει να έχει λόγο στον έλεγχο των μουσουλμανικών ιερών τόπων». Παρόμοιος έλεγχος είναι σημαντικός για τη θέση της Τουρκίας στη συνείδηση του μουσουλμανικού κόσμου.
O Ahmed al-Bural, αναλυτής της Μέσης Ανατολής με έδρα την Κωνσταντινούπολη και λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Aydin της Κωνσταντινούπολης, λέει ότι είναι σημαντικό για την Τουρκία να έχει παρουσία στην Ιερουσαλήμ. «Κατ' αρχάς, η Τουρκία θεωρεί το Παλαιστινιακό ως μία από τις κύριες αποστολές της στη Μέση Ανατολή. Οι παρατηρητές λένε ότι η Τουρκία έχει ιστορικούς ισχυρισμούς για την κηδεμονία των ιερών τόπων και ότι ο Ερντογάν έχει πρωταρχικά κίνητρα, όπως όνειρα αναβίωσης του Οθωμανικού Χαλιφάτου».
«Για την Τουρκία είναι ένα περιεκτικό ζήτημα, ιδιαίτερα η Ιερουσαλήμ είναι πολύ σημαντική ως ένας από τους ιερούς τόπους για τους μουσουλμάνους και λόγω του χαλιφάτου και της κληρονομιάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», λέει ο Μπουράι.
Και με τα λόγια του δίνει και τη σημαντική θρησκευτική διάσταση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, φαινόμενο που κανείς δεν θα πρέπει πλέον να αγνοεί και να υποτιμά.
Ταυτοχρόνως, η τουρκική παρουσία στην Ιερουσαλήμ δίνει μια ιδιαίτερη διάσταση και στις σχέσεις της με το Ισραήλ. Το οποίο και προσπαθεί να επαναπροσεγγίσει τώρα, ενόψει αλλαγής ηγεσίας στον... Λευκό Οίκο.
Εξάλλου προς την κατεύθυνση αυτή πιέζει την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν, που διατηρεί στενές σχέσεις με το Ισραήλ.
Είναι ξεκάθαρο από αυτά που προηγούνται ότι η Τουρκία θα ενισχύει με διάφορα μέσα την περιφερειακή της εμβέλεια και βέβαια, ανάλογα με τις συνθήκες, θα παίζει και τα διάφορα χαρτιά της. Συνεπώς, όπως έγραψε και ο Παναγιώτης Σωτήρης, σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να δούμε και τις προοπτικές των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Το προηγούμενο διάστημα, η Τουρκία είναι γεγονός ότι δοκίμασε σε σημαντικό βαθμό την τακτική των «προβολών ισχύος» και των «τετελεσμένων», από το τουρκολιβυκό σύμφωνο για την αμοιβαία χάραξη ΑΟΖ μέχρι τις αλλεπάλληλες NAVTEX και τις έρευνες μέχρι και το όριο των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Η προσπάθεια αποφυγής μιας ακόμη μεγαλύτερης ρήξης με την ΕΕ και η αναμονή των εξελίξεων στην Ουάσιγκτον οδήγησαν σε μια ηπιότερη στάση στο ίδιο το πεδίο, αν και όχι απαραίτητα στο επίπεδο της ρητορικής. Δεν είναι τυχαία έτσι η διαρκής επαναφορά θεμάτων όπως το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών ή ακόμη και η αναφορά σε αναθεώρηση.
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά σημάδια ότι σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, όπου η Τουρκία θέλει να διατηρήσει ένα βαθμό σχέσεων με τη Δύση χωρίς να απεμπολεί τις περιφερειακές φιλοδοξίες της, η Άγκυρα θα προσπαθήσει να δώσει τον τόνο ότι παραμένει ανοιχτή σε διάλογο με την Ελλάδα και άρα θα έχουμε επανέναρξη των διερευνητικών επαφών.
Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη δεν σημαίνει ότι η Τουρκία θα κάνει κάποια μεγάλη αλλαγή πολιτικής ή ότι θα εγκαταλείψει την αναθεωρητική της αντίληψη για αρκετά ζητήματα που αφορούν τις δύο χώρες. Θα είναι, όμως, μια ένδειξη ότι θα προσπαθήσει αυτή την πολιτική να την προωθήσει μέσα στα δεδομένα που διαμορφώνει ένα νέο διεθνές τοπίο.
Ας μην υποτιμάμε πάντως ότι πολλά θα εξαρτηθούν και από τα εσωτερικά μέτωπα της Τουρκίας και ιδίως την κατάσταση με την οικονομία, όπου η κυβέρνηση Ερντογάν θα βρεθεί αντιμέτωπη με δύο μεταξύ τους αντιθετικές πιέσεις: την ανάγκη να σταθεροποιήσει το νόμισμα και τον πληθωρισμό, που αποτυπώνεται στην αύξηση των επιτοκίων και τη διαρκή πίεση για χαλαρότερη πιστωτική πολιτική για να τονωθεί η εσωτερική κατανάλωση.
Αν, λοιπόν το Κατάρ, πιεζόμενο από τη Σαουδική Αραβία, κάνει πίσω στη στήριξη που προσφέρει στην Τουρκία, είναι δύσκολο να προβλεφθεί ποιες μεθόδους θα επιλέξει ο κ. Ερντογάν για να καλύψει το οικονομικό κενό. Ισως δε αυτό το τελευταίο να αποτελέσει και σοβαρό εργαλείο πίεσης για την ΕΕ, αν τελικά θελήσει να δείξει στην Άγκυρα ότι έχει δόντια...