Το Μεξικό και η Ελλάδα έχουν ένα κοινό σημείο. Τον μεγάλο αριθμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Στο Μεξικό οι μικροεπιχειρήσεις (0-10 απασχολούμενους) αποτελούν το 95% των οικονομικών μονάδων. Οι μικρομεσαίες το 4,5%. Και οι μεγάλες (250 και πάνω απασχολούμενους ) το 0,2%. Επιπλέον δύο εκατομμύρια επιχειρήσεις δεν έχουν σταθερή διεύθυνση.
Στο Μεξικό υπάρχουν περισσότεροι ιδιοκτήτες από καταγεγραμμένες οικονομικές μονάδες. Αυτές οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις-οι περισσότερες από τις οποίες ανήκουν στον «άτυπο τομέα» της οικονομίας - παράγουν το 42% του ΑΕΠ και το 78% των θέσεων εργασίας.
Για πολλούς οικονομολόγους η ύπαρξη τόσων πολλών μικρών επιχειρήσεων έχει αρνητικά αποτελέσματα στο βαθμό στον οποίο στον χώρο αυτό επικρατεί η χαμηλή παραγωγικότητα, η έλλειψη καινοτομιών και η διάθεση για ανάπτυξη. Το ερώτημα τότε είναι; αν ισχύει αυτό γιατί τότε οι μικρές επιχειρήσεις δεν προσπαθούν να αναπτυχθούν; αυτό δεν θα ανταποκρινόταν στον οικονομικό ορθολογισμό;
Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να απαντήσει ο Μεξικανός οικονομολόγος Luis de la Calle στο πρόσφατο βιβλίο του La economia de la extorsion (H οικονομία του εκβιασμού). Και η απάντηση του είναι ότι η διατήρηση του μικρού μεγέθους αποτελεί μα ορθολογική αμυντική στρατηγική επιχειρήσεων που λειτουργούν στα πλαίσια μιας κουλτούρας του εκβιασμού.
Με εκβιασμό εδώ δεν αναφερόμαστε τόσο στα λύτρα «προστασίας» που ζητάει η τοπική συμμορία του οργανωμένου εγκλήματος για να σε αφήσει να λειτουργήσεις. Ο εκβιασμός αφορά τις «συμμορίες» που λειτουργούν στους χώρους της κρατικής και δημοτικής αρχής και που ζουν αποσπώντας προσόδους από τους μικροεπιχειρηματίες.
Οσο μένει μικρή μια επιχείρηση πληρώνει λύτρα εκβιασμού μόνο σε μια οντότητα που είναι συνήθως η συμμορία που ελέγχει την γειτονιά. Όμως όταν αρχίσει να μεγαλώνει και να πουλάει προϊόντα σε όλη την πόλη ή την χώρα αρχίζει να μπαίνει στο μάτι της εφορίας των κρατικών αρχών και των ανταγωνιστών της. Και τότε πλέον γίνεται το αντικείμενο εκβιασμού όχι μόνο από την συμμορία της γειτονιάς, όπως πριν αλλά από πολλαπλές συμμορίες: τους εφοριακούς που θα πυκνώσουν τις επισκέψεις και τους ελέγχους τους, τους εκπροσώπους των υγειονομικών και περιβαλλοντολογικών αρχών που θέλουν και αυτοί το «μερίδιο» τους για την έκδοση των πιστοποιητικών που θα επιτρέψουν την λειτουργία του καταστήματος, τον εργατοπατέρα που θα απειλήσει με απεργίες αν δεν παίρνει ένα τακτικό μηνιαίο επίδομα. Και φυσικά να μην ξεχάσουμε τους βασιλιάδες του εκβιασμού δηλαδή τις πολεοδομικές αρχές.
Και φυσικά αν μπουν στο μάτι των ανταγωνιστών διακινδυνεύουν ότι τα δίκτυα διανομής δεν θα παίρνουν τα προϊόντα τους, ότι η τροχαία θα παρεμποδίζει την μεταφορά των προϊόντων κ.λπ. Στην χειρότερη περίπτωση διακινδυνεύουν την επιχείρησή τους ακόμα και την ζωή τους. Κάποια συμμορία που πληρώνεται από τους ανταγωνιστές θα τους κάψει το μαγαζί και μπορεί να απαγάγει τον ιδιοκτήτη η μέλη της οικογένειας του.
Γι’ αυτό σύμφωνα με τον Calle δεν εκπλήσσει ο τεράστιος αριθμός των μικροεπιχειρήσεων. Διότι για τους προαναφερθέντες λόγους δεν υπάρχουν κίνητρα για τον ιδιοκτήτη να προσπαθήσει να τη μεγεθύνει. Το αντίθετο μάλιστα. Η μετάβαση από μία μικρή επιχείρηση σε μα μεγαλύτερη-ιδιαίτερα αν συνοδεύεται με την μετάβαση από την «άτυπη» στην «τυπική» οικονομία -σηματοδοτεί την μετάβαση από ένα καθεστώς όπου υπήρχε μόνο ένας εκβιαστής -δηλαδή η συμμορία της γειτονιάς- σε μια κατάσταση με πολλαπλούς εκβιαστές: την αστυνομία ,το κράτος, τις δημοτικές αρχές, το συνδικάτο κ.λπ.
Ετσι παραμονή στο επίπεδο των μικροεπιχειρήσεων δεν είναι το αποτέλεσμα μιας οικονομικής λογικής αλλά αντιθέτως μια άμυνα απέναντι στην στρέβλωση των αγορών που προκαλεί μια οικονομική κουλτούρα εκβιασμών όχι μόνο από το οργανωμένο έγκλημα, αλλά επίσης και κυρίως από άλλους θεσμικούς φορείς που θεωρητικά δεν ανήκουν το χώρο του εγκλήματος.
«Το πρόβλημα είναι» γράφει ο Μεξικανός οικονομολόγος «ότι ο εκβιασμός λειτουργεί ως ένας απαγορευτικός φόρος που αποθαρρύνει τις επενδύσεις και οδηγεί τους επιχειρηματίες να καταλήξουν ορθολογικά στο συμπέρασμα ότι είναι καλύτερα να μην αναπτυχθούν, να μην προσπαθήσουν να διερευνήσουν νέες αγορές ή να αναπτύξουν νέα αγαθά και υπηρεσίες, να μην αναλάβουν το ρίσκο να συνεργαστούν με άλλους, να δανειστούν ή να αλλάξουν το περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν».
Υπολογίζεται ότι οι εκβιασμοί στοιχίζουν στην χώρα 2% της ανάπτυξης και την εμποδίζουν να τριπλασιάσει τις ξένες επενδύσεις.