Με το που θα αναλάβει τα προεδρικά του καθήκοντα ο νέος πρόεδρος των Η.Π.Α., θα χρειαστεί να πέσει αμέσως σε βαθιά και ορμητικά νερά. Ως εκ τούτου θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι κάποιες προεκλογικές του κορώνες μάλλον θα πάρουν την άγουσα για το καλάθι των αχρήστων. Οι προτάσεις του για νέους φόρους και αυξημένες κοινωνικές δαπάνες, θα γίνουν πολύ πιο λογικές και σαφώς λιγότερο απειλητικές για το ισχυρό αμερικανικό κεφάλαιο.
Από την άλλη πλευρά, λόγω Covid-19 κάποια μεγαλειώδη σχέδια για σημαντικά δημόσια έργα και οικολογικές επενδύσεις, θα περιοριστούν. Αντιθέτως σημαντικές ενισχύσεις θα δοθούν σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες σήμερα αποτελούν και σημαντική πολιτική δύναμη στην Αμερική. Και ας μη ξεχνάμε ότι όταν τον Ιανουάριο του 2017 ο Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας, είχε την ελπίδα ότι θα απελευθερώσει τον περίφημο βίαιο δυναμισμό (animal spirits) των επιχειρήσεων προσφέροντας στους ιδιοκτήτες τους άμεση πρόσβαση στον Λευκό Οίκο και περικόπτοντας σημαντικά τη γραφειοκρατία και τους φόρους.
Πριν από την Covid-19, κάποια στοιχεία αυτού του σχεδίου έδειχναν να λειτουργούν, καθώς μάλιστα βοηθιούνταν από τη χαλαρή νομισματική πολιτική της Fed. Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη μεταξύ των μικρομεσαίων είχε βρεθεί στο ανώτατο επίπεδο 30ετίας, οι μετοχές είχαν απογειωθεί ενώ και οι αμοιβές των εργαζομένων σημείωναν ετήσια αύξηση 4,7% - την ταχύτερη από το 2008.
Η εξέλιξη αυτή έδινε σιγουριά για επανεκλογή στον απερχόμενο πρόεδρο και ατυχώς γι’ αυτόν ανατράπηκε από την πανδημία και τους κάκιστους χειρισμούς του ως προς την διαχείρισή της. Παράλληλα έγιναν εμφανείς και οι αδυναμίες της οικονομικής πολιτικής Τραμπ, με τον δυναμισμό των επιχειρήσεων να περιορίζεται.
Η υγειονομική κρίση έφερε επίσης ορμητικά στην επιφάνεια την κατάρρευση των υποδομών στις ΗΠΑ, όπως και τα προβλήματα στο δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό, σήμερα, οι επενδύσεις είναι συγκρατημένες και όσο οι μεγάλες εταιρείες διατηρούν την επιρροή τους,επόμενο είναι να αποθαρρύνονται νέες επενδυτικές πρωτοβουλίες.
Αυτό σημαίνει ότι υπό τις σημερινές συνθήκες, η προεδρία Μπάιντεν, θα πρέπει να ρίξει χρήμα σε δημόσια έργα αφ’ ενός και σε περιορισμό της πτώσης της ζήτησης αφ’ ετέρου. Ένα τέτοιο πακέτο που θα μπορούσε να φτάσει τα 3 με 4 τρισ. δολάρια, κατά τον βρετανικό Economist, θα χρειαστεί να περιλάβει βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις, αύξηση των επιδομάτων ανεργίας και στήριξη των Πολιτειών και της τοπικής αυτοδιοίκησης, που έχουν ήδη να αντιμετωπίσουν τρύπες στους προϋπολογισμούς τους.
Άμβλυνση επίσης των εντάσεων με την Κίνα θα ηρεμούσε τις αγορές. Αν δε στο τέρμα του δρόμου προβάλει ένα εμβόλιο, τότε μια συνεργατική προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις - αντί για την αντιπαραθετική – θα διευκόλυνε τη διάθεσή του παγκοσμίως, πράγμα που θα οδηγούσε σε ταχύτερο άνοιγμα των συνόρων και ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου.
Μια τέτοια πρωτοβουλία ανόρθωσης θα έθετε στο επίκεντρο ορισμένα μακροπρόθεσμα προβλήματα των ΗΠΑ. Προτεραιότητα του Τζο Μπίντεν είναι εδώ και χρόνια ένα κύμα δημιουργίας φιλοπεριβαλλοντικών υποδομών προκειμένου να αντιμετωπισθούν δεκαετίες επενδυτικής υστέρησης: η μέση γέφυρα στις ΗΠΑ, είναι ηλικίας 43 ετών. Οι δημόσιες δαπάνες για έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη (R&D) έχουν υποχωρήσει από 1,5% του ΑΕΠ τη δεκαετία του 1960 σε μόλις 0,7% του ΑΕΠ σήμερα – και τούτο τη στιγμή που η Κίνα επιχειρεί να ανταγωνισθεί σοβαρά την αμερικανική επιστημονική κοινότητα.
Η θητεία Μπάιντεν μπορεί να αντιστρέψει αυτήν την εξέλιξη, με περισσότερα κονδύλια R&D για την τεχνολογία και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Επιπλέον, θα γίνουν ηπιότεροι οι περιορισμοί Τραμπ στη μετανάστευση, οι οποίοι αποτελούν απειλή για την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ. Πέρα απ’ αυτά, στόχος θα είναι η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της μεσαίας τάξης και η ενίσχυση της κοινωνικής κινητικότητας, κάτι που συνεπάγεται υψηλότερες δαπάνες στην Παιδεία, την Υγεία και τη Στέγη, καθώς και θέσπιση κατώτατου ωρομισθίου 15 δολαρίων που θα στηρίξει τα 17 εκατομμύρια εργαζομένων, οι οποίοι βγάζουν σήμερα λιγότερα απ’ αυτό το ποσό.
Δεν πρόκειται προφανώς για σοσιαλιστικό οικονομικό πρόγραμμα. Ο Τζο Μπάιντεν αγνόησε τις φαντασιώσεις της Αριστεράς, περιλαμβανομένης της υγειονομικής κάλυψης για όλους/(Medicare for All), της απαγόρευσης της πυρηνικής ενέργειας για της εγγύησης των θέσεων εργασίας.
Ο πραγματικός κίνδυνος, με την εικαζόμενη οικονομική πολιτική Μπάιντεν θα ήταν μήπως ο ρεαλισμός του δεν του επιτρέψει να δείξει αρκετή τόλμη σε θέματα ενίσχυσης του επιχειρείν, από τη στιγμή που το κοινωνικό του πρόγραμμα είναι ένα από τα καλύτερα που προτείνεται στις ΗΠΑ», αναφέρει το Economist, και προσθέτει ότι αν ο Μπάιντεν θέλει να καταστήσει τις ΗΠΑ ηγέτιδα του πλούσιου κόσμου, θα χρειαστεί και πιο τολμηρούς βηματισμούς. Κάτι όχι εύκολο στις σημερινές συνθήκες πανδημίας και της συναφούς αβεβαιότητας που αυτή υπαγορεύει.