Σε πρακτικό επίπεδο, η ευρωπαϊκή ιδέα γεννήθηκε μέσα από στάχτες. Αυτές του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και της φρίκης του ολοκαυτώματος. Την πραγματικότητα αυτή μόνο διεστραμμένοι εγκέφαλοι δεν μπορούν να την καταλάβουν. Δυστυχώς, δε, υπάρχουν και, ως εκ της φύσεώς τους, οι δημοκρατίες μας όχι μόνον τους ανέχονται αλλά και τους δέχονται ως απαραίτητα συστατικά της ύπαρξής τους.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι δυναμικοί εχθροί της, όπως προκύπτει από το Brexit, είναι μέσα της και αποτελούν τα καλύτερα οχήματα της προπαγάνδας και των επιδιώξεων των εξωτερικών εχθρών της. Το καίριο ερώτημα, έτσι, είναι αυτό του προσδιορισμού των εχθρών της ευρωπαϊκής ενοποίησης και των βαθύτερων αιτιών αυτής τους της επιλογής.
Έχοντας παρακολουθήσει από δημοσιογραφικής σκοπιάς το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι πενήντα και πλέον χρόνια, μπορώ άνετα να υποστηρίξω ότι η μέχρι σήμερα πορεία της Ένωσης, από το 1950 και μετά, απέχει αισθητά από το αρχικό όραμα των Ζαν Μονέ, Ουίνστον Τσόρτσιλ, Αλμπέρτο Σπινέλι και Ρομπέρ Σουμάν.
Ας δούμε, λοιπόν, τα πράγματα με βάση την ιστορική τους πορεία.
Κατά αρκετούς ιστορικούς, η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ξεκίνησε ως ένα όραμα αποτροπής νέων πολέμων και Άουσβιτς στην Ευρώπη, στην πορεία το όλο εγχείρημα πήρε διαφορετική τροχιά. Είναι γεγονός ότι ο Ζαν Μονέ, ο ιδεαλιστής πατέρας της Ευρώπης, οραματίστηκε να παγιώσει την ειρήνη και τη δημοκρατία στη Γηραιά Ήπειρο, με το να αντικαταστήσει σταδιακά τα εθνικά κράτη με ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος που θα ασκούσε την τεχνοκρατική του εξουσία επί της ατομικής ενέργειας, του άνθρακα, του χάλυβα και άλλων πολεμικών υλικών.
Με βάση λοιπόν το περίφημο σχέδιο του Ρομπέρ Σουμάν, Γάλλου υπουργού Εξωτερικών, το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία, το 1952, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα, στην οποία, εκτός από τη Γαλλία και τη Γερμανία, εντάχθηκαν επίσης η Ιταλία και οι χώρες της Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο). Πρώτος πρόεδρος της ΕΚΑΧ τοποθετήθηκε ο Ζαν Μονέ.
Στη συνέχεια του σχεδίου αυτού, που τότε είχε αρκετή απήχηση, τον Ιούνιο του 1955 συναντήθηκαν στη Μεσσήνη της Ιταλίας οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών της ΕΚΑΧ και ζήτησαν από τον Βέλγο υπουργό Πολ-Ανρί Σπάακ να εξετάσει τη δυνατότητα επέκτασης της υφιστάμενης κοινότητας σε οικονομική ένωση βασισμένη στο ελεύθερο εμπόριο, στην κοινή κοινωνική και χρηματοδοτική πολιτική, στην κατάργηση των εμπορικών περιορισμών και στην ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου και της εργασίας.
Οι προτάσεις του Σπάακ αποτέλεσαν τη βάση της Συνθήκης της Ρώμης του 1957, με την οποία γεννήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Ο Σουμάν δεν έπαιξε άμεσα ρόλο στην επεξεργασία της Συνθήκης της Ρώμης και δεν υπάρχει εκεί η υπογραφή του. Είναι γεγονός όμως ότι η ΕΚΑΧ, το πνευματικό του τέκνο, υπήρξε ο θεμέλιος λίθος του πρώτου θεσμού προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Και από την άποψη αυτή έχει ενδιαφέρον να υπογραμμιστεί ότι όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες δημιούργησαν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, το 1957, κάνοντας το πρώτο βήμα προς την ΕΕ που υπάρχει σήμερα, προσπέρασαν τις αντιρρήσεις του Ζαν Μονέ, ο οποίος θεώρησε την κοινή αγορά ως μια απολιτική προδοσία του οράματός του.
Αντ' αυτού, επικεντρώθηκαν στο εμπόριο και στις επενδύσεις σε μη στρατιωτικά αγαθά, τόσο για να σώσουν την Ευρώπη από τη βία όσοκαι επειδή οι βιομήχανοι και οι αγρότες στην πιο αλληλεξαρτώμενη ήπειρο του κόσμου, ειδικά εκείνοι στη Γερμανία, επέμειναν ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλιστεί η εθνική ευημερία και να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των εθνικών πολιτικών. Και έχτισαν περισσότερους διακυβερνητικούς και αποκεντρωμένους θεσμούς όχι για να καταργήσουν τα έθνη-κράτη αλλά, σύμφωνα με τα λόγια του ιστορικού Alan Milward, για να τα «διασώσουν».
Στη δεκαετία που ακολούθησε, ο πολιτικός που έκανε τα περισσότερα για την προώθηση των πρώτων υπερεθνικών θεσμών της Ευρώπης -εκείνων που διέπουν την κοινή γεωργική πολιτική της ΕΕ- δεν ήταν ιδεαλιστής. Ήταν ένας ανοιχτά εθνικιστής Γάλλος πρόεδρος με το όνομα Κάρολος ντε Γκολ.
Κατά τα τελευταία 50 χρόνια, τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν μεταρρυθμίσει σιγά σιγά την ένωση, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα εθνικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα οι εθνικές κυβερνήσεις και θεσμοί όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο Υπουργών να κυριαρχούν σήμερα στη λήψη αποφάσεων της ΕΕ.
Τίθεται έτσι το ερώτημα: αυτή η διακυβερνητική δομή έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο ή ανικανότητα ενόψει των πρόσφατων κρίσεων;
Αντιθέτως, η ΕΕ έχει συγκεντρώσει ένα εξαιρετικό ιστορικό επιτυχημένης δράσης. Διατήρησε την ενιαία αγορά, επέβαλε τα υψηλότερα ρυθμιστικά πρότυπα του κόσμου, αστυνόμευσε τον ανταγωνισμό στην αγορά και προστάτευσε το ευρώ απέναντι στη Μεγάλη Ύφεση. Διαχειρίστηκε επίσης πολλές στρατιωτικές αποστολές και, πιο σημαντικό, χρησιμοποίησε το εμπόριο, τις κυρώσεις, τη βοήθεια και τη διπλωματία για να ενισχύσει την Ουκρανία και να αντιμετωπίσει μια αναζωογονημένη Ρωσία.
Στις μέρες μας, παρά την οξύτητα της πανδημίας, ηγέτες της ΕΕ οικοδομούν τώρα μια κοινή πολιτική τόνωσης των επενδύσεων και κοινωνικής προστασίας, παράλληλα όμως αμύνονται και στον κινεζικό επεκτατισμό.
Εάν ορισμένες από αυτές τις πολιτικές είναι λιγότερο οραματικός και δυναμικές από όσο θα έπρεπε, η αιτία δεν είναι η γραφειοκρατική κωλυσιεργία ή η θεσμική παράλυση, αλλά η απουσία συγκεκριμένων ιδεών και αντιλήψεων για την έννοια της Ευρώπης και τον ρόλο της στον κόσμο.
Η σημερινή Ευρώπη δεν έχει έλλειψη ηγετών αλλά στοχαστών ως προς την υφή και την ιστορία της.