Δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα η ετήσια έκθεση «Παγκόσμιος Δείκτης Ελκυστικότητας» (GAI), που διαμορφώνει ο όμιλος European House-Ambrosetti. (https://www.ambrosetti.eu/wp-content/uploads/RAPPORTO-GAI-2020_PUBBLICAZIONE_EN.pdf)
Το GAI παρουσιάζει ένα χάρτη 144 οικονομιών του κόσμου, που στοχεύει να μετρήσει και να συγκρίνει τις δυνατότητες που έχουν όσον αφορά την προσέλκυση επενδύσεων και την παραγωγική ανάπτυξη.
Οι συντάκτες της έκθεσης δίνουν βαθμούς σε κάθε οικονομία, λαμβάνοντας υπόψη τους διάφορες μεταβλητές που έχουν ομαδοποιηθεί σε τέσσερις κατηγορίες: άνοιγμα, καινοτομία, ταλέντο και αποτελεσματικότητα. Η ελκυστικότητα μιας χώρας είναι μια έννοια που εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, κυρίως οικονομικούς αλλά επίσης κοινωνικούς και πολιτισμικούς.
Ομως η βαθμολογία είναι σχετική: Δίνουν 100 βαθμούς στην καλύτερη οικονομία -που για τρίτο συνεχές έτος είναι η Γερμανία- και υπολογίζουν την απόκλιση κάθε οικονομίας από αυτήν.
Η Γερμανία έχει σταθεροποιήσει την πρωτιά στον δείκτη. Οι ΗΠΑ, που μέχρι το 2017 είχαν την πρωτιά, έχουν περάσει στη δεύτερη θέση. Στην τρίτη θέση βρίσκουμε τη Σιγκαπούρη και ακολουθούν η Ιαπωνία, η Βρετανία, το Χονγκ Κονγκ, η Κίνα, ο Καναδάς και η Ν. Κορέα. Η πρώτη δεκάδα ολοκληρώνεται με την Ολλανδία.
Η Ελλάδα βρίσκεται στη θέση 63, που είναι η χειρότερη από όλες τις χώρες της ΕΕ (με εξαίρεση τη Βουλγαρία, που βρίσκεται στη θέση 64). Επίσης βρίσκεται πίσω από την Τουρκία (θέση 59).
Να σημειωθεί ότι οι αξιολογήσεις της έκθεσης σε μεγάλο βαθμό αφορούν οικονομικά στοιχεία πριν από την κρίση της Covid-19 και αποτυπώνουν την εικόνα της χώρας σε «νορμάλ» καταστάσεις.
Επίσης υπάρχουν άλλες δύο διαστάσεις στις οποίες παραπέμπει η έκθεση για την αξιολόγηση της ελκυστικότητας μιας χώρας: α) Η «δυναμικότητα» που αφορά την ταχύτητα με την οποία μια χώρα αλλάζει θέση στην ιεράρχηση τα τελευταία τρία έτη. Η δυναμικότητα της Ελλάδας χαρακτηρίζεται ως «χαμηλή». β) Η βιωσιμότητα που αφορά τις πιθανότητες μιας χώρας να διατηρήσει τη θέση της στην ιεράρχηση, ή να την απωλέσει, ή να τη βελτιώσει. Η έκθεση αξιολογεί τη βιωσιμότητα της Ελλάδας ως «κρίσιμη», που σημαίνει ότι μάλλον θα χειροτερέψει η θέση της στο μέλλον.
Αλλά το πρόβλημα πάει πέραν της Ελλάδας και αφορά ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η έκθεση υπογραμμίζει ότι η ΕΕ βιώνει μια διαδικασία συρρίκνωσης της ελκυστικότητάς της. Τα τελευταία 5 χρόνια το 75% των μελών της είτε πέφτουν στη βαθμολογία είτε παραμένουν στην ίδια θέση. Επίσης την τελευταία δεκαετία, το ποσοστό των παγκόσμιων Αμεσων Εξωτερικών Επενδύσεων στην ΕΕ έχει μειωθεί από 43,7% σε 30,7%.
Δεν είναι τυχαίο ότι αφότου άφησε την Ευρωπαϊκή Ενωση η Βρετανία παρουσιάζει υψηλότερο βαθμό ελκυστικότητας για παγκόσμιες επενδύσεις από ό,τι οι άλλες χώρες της ΕΕ (με εξαίρεση τη Γερμανία).
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η έκθεση αποτυπώνει ότι η παγκόσμια «γεωγραφία της ελκυστικότητας» των ξένων επενδύσεων την αφήνει απέξω. Κάτι που ήδη έχουν αποτυπώσει τόσες άλλες εκθέσεις. Οτι παρά τις «δομικές μεταρρυθμίσεις», «εκσυγχρονισμούς», παρά την «κινητικότητα», τις καθημερινές συναντήσεις με επενδυτές του πρωθυπουργού και των υπουργών, η Ελλάδα παραμένει η λιγότερο ελκυστική χώρα στην ΕΕ για τους ξένους επενδυτές.
Με εξαίρεση ίσως τους Κινέζους «λουμπενολιγάρχες» της «χρυσής βίζας», που μάλλον μετά την κρίση της Covid έφτασε και αυτή στο τέλος της...