Η ανταγωνιστικότητα αποτελεί τη συνισταμένη μεγάλου αριθμού οικονομικών και θεσμικών παραγόντων, που καθορίζουν την παραγωγικότητα μιας χώρας.
Οι παράγοντες αυτοί καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα που εκτείνεται από τη μακροοικονομική ισορροπία και βαθμό ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών μέχρι την ποιότητα και τις επιδόσεις των συστημάτων δικαιοσύνης και εκπαίδευσης. Συμπεριλαμβάνει τη λειτουργία και την ελαστικότητα της αγοράς εργασίας, τη λειτουργία και επιδόσεις της κρατικής μηχανής, καθώς και την τεχνολογική ετοιμότητα και ικανότητα καινοτομίας. Επομένως, πρόκειται για μία έννοια πολύ ευρύτερη από τα μεγέθη στα οποία επικεντρώνονται παραδοσιακά τόσο η μακροικονομική όσο και η μικροοικονομική θεωρία, παρότι τα μεγέθη αυτά, και κυρίως το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, αποτελούν βέβαια ένα σημαντικό υποσύνολό της. Σε τελευταία ανάλυση, η ανταγωνιστικότητα είναι ταυτόσημη με τη διαρθρωτική και διατηρήσιμη παραγωγικότητα στο σύνολο της οικονομίας.
Ενταξη στο ευρώ με μη ανταγωνιστική ισοτιμία
Η Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση είχε πάντα την τάση για ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και διολίσθηση ή υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Και με τις δύο οπτικές, η μακροχρόνια αυτή τάση ήταν ένδειξη χαμηλής ανταγωνιστικότητας που όφειλε να διορθωθεί προκειμένου να ενταχθεί η Ελλάδα στην Ευρωζώνη.
Έτσι, δύο χρόνια πριν την ένταξη αποφασίσθηκε η υποτίμηση της δραχμής και ορίσθηκε η συναλλαγματική ισοτιμία με την οποία η χώρα θα εντασσόταν στην Ευρωζώνη. Το μέγεθος της υποτίμησης ήταν η ισοτιμία που εξασφάλιζε ισορροπία στη διεθνή αγορά συναλλάγματος και η οποία τελικά ήταν 8,1%. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ιδίως οι Γερμανοί οικονομολόγοι συνιστούσαν μία σημαντικά βαθύτερη υποτίμηση, με το σκεπτικό ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ήταν ιδιαίτερα χαμηλή και μια υποτίμηση άνω του 20% θα τη βελτίωνε, μειώνοντας το επίπεδο τιμών και κυρίως το εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος.
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω μιας τέτοιας υποτίμησης δεν θα ήταν βέβαια διατηρήσιμη, χωρίς τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Δεδομένου, όμως, ότι οι διαρθρωτικοί παράγοντες της ανταγωνιστικότητας δεν βελτιώνονται εξίσου γρήγορα, η παραπάνω βελτίωση στους μακροοικονομικούς παράγοντες, η οποία πρόσφερε τουλάχιστον ανάσα και κάποιο χρόνο για μεταρρυθμίσεις, θα ήταν πράγματι ευχής έργο.
Δυστυχώς, την κρίσιμη αυτή στιγμή, το ενδιαφέρον για την ανταγωνιστικότητα όχι μόνο της κοινής γνώμης αλλά και του πολιτικού χώρου, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των οικονομολόγων, ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Η έλλειψη συνειδητοποίησης σχετικά με τη σημασία της ανταγωνιστικότητας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μέσα στην Ευρωζώνη ήταν περίπου καθολική. Έτσι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία να επιτευχθεί η ένταξη με ένα βαθμό μακροοικονομικής ανταγωνιστικότητας που θα της έδινε κάποια χρονικά περιθώρια για τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Αυτό ήταν μεγάλο λάθος, γιατί η ίδια η ένταξη ακύρωσε σε σημαντικό βαθμό τη μακροοικονομική βελτίωση, μειώνοντας περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα. Το αποτέλεσμα αυτό είναι συνέπεια της ένταξης σε μια νομισματική και τελωνειακή ένωση, όπως η Ευρωζώνη.
Αφ' εαυτής, η ένταξη μειώνει την ανταγωνιστικότητα των κρατών που εισέρχονται με πολύ χαμηλή ανταγωνιστικότητα και συγχρόνως αυξάνει την ανταγωνιστικότητα των κρατών-μελών που εισέρχονται με πολύ υψηλή ανταγωνιστικότητα. Ο λόγος είναι ότι με την αντικατάσταση όλων των εθνικών νομισμάτων από το ευρώ, αντικαθίστανται και όλες οι εθνικές συναλλαγματικές ισοτιμίες από τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ. Αυτή όμως ανταποκρίνεται στην μέση ανταγωνιστικότητα του συνόλου των κρατών-μελών. Επομένως, δεν μπορεί παρά να είναι αναπόφευκτα υψηλότερη από αυτήν που αρμόζει στα χαμηλής ανταγωνιστικότητας μέλη ενώ, συγχρόνως, είναι χαμηλότερη από αυτήν που αρμόζει στα υψηλής ανταγωνιστικότητας μέλη.
Η ένταξη δηλαδή προξενεί μία μόχλευση της ανταγωνιστικότητας, η οποία είναι θετική για τα κράτη-μέλη που εισέρχονται με ανταγωνιστικότητα υψηλότερη του σταθμισμένου μέσου όρου για το σύνολο των κρατών-μελών και αρνητική για τα αυτά που εισέρχονται με χαμηλότερη.
Ιπποδρομίες, γκολφ και μόχλευση της ανταγωνιστικότητας από το ευρώ
Το αποτέλεσμα της μόχλευσης μπορεί ίσως να κατανοηθεί καλύτερα μέσα από την αναλογία του με αθλήματα που χρησιμοποιούν συστήματα χάντικαπ, όπως το γκολφ και οι ιπποδρομίες. Ο σκοπός του χάντικαπ είναι να εξισώσει κατά το δυνατόν τις πιθανότητες επιτυχίας ανάμεσα στους συμμετέχοντες σε ένα αγώνα, δυσκολεύοντας την επικράτηση των πλέον ικανών. Έτσι, στις ιπποδρομίες παραδείγματος χάριν, τα άλογα σε μια κούρσα φορτώνονται με διαφορετικά βάρη (ή χάντικαπ), ανάλογα με τις επιδόσεις τους στις πρόσφατες προπονήσεις και προηγούμενες ιπποδρομίες, ούτως ώστε να εξισορροπούνται οι πιθανότητές τους να νικήσουν. Παρομοίως, στο γκολφ οι καλύτεροι παίκτες επιβαρύνονται με μεγαλύτερο χάντικαπ, προκειμένου να εξισορροπηθούν οι δυνατότητες επιτυχίας ανάμεσα στους συναγωνιστές.
Σ' αυτό προσομοιάζουν στις ελεύθερες αγορές συναλλάγματος, οι οποίες διαμορφώνουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, ούτως ώστε να εξισορροπούνται χονδρικά οι διαφορές στις εθνικές ανταγωνιστικότητες. Το σύστημα των χάντικαπ λειτουργεί δηλαδή περίπου όπως οι συναλλαγματικές ισοτιμίες. Όπως οι συναλλαγματικές ισοτιμίες καθορίζονται στις ελεύθερες αγορές συναλλάγματος, έτσι ώστε να εξισορροπούνται οι διαφορές στην «ουσιαστική» ανταγωνιστικότητα, τα χάντικαπ εξισορροπούν τις διαφορετικές ικανότητες των συναγωνιστών σ’ ένα άθλημα.
Η ένταξη στην Ευρωζώνη όμως ακυρώνει τον μηχανισμό εξισσορόπησης στις διαφορές ανταγωνιστικότητας μεταξύ κρατών-μελών μέσω συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αυτό συμβαίνει διότι τις αντικαθιστά όλες με την συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, η οποία ανταποκρίνεται στη σταθμισμένη μέση ανταγωνιστικότητα του συνόλου των κρατών-μελών.
Στα αθλήματα που χρησιμοποιούν συστήματα χάντικαπ, το ανάλογο της ένταξης στην Ευρωζώνη θα ήταν εάν η ένταξη ενός αλόγου σε ένα στάβλο αλόγων η ενός παίκτη γκολφ σε ένα σύλλογο γκολφ, αυτομάτως αντικαθιστούσε το ατομικό χάντικαπ του αλόγου ή παίκτη από το ομαδικό του στάβλου ή του συλλόγου. Δηλαδή, το χάντικαπ να μην βασίζεται πλέον στις επιδόσεις του κάθε αλόγου ή του κάθε παίκτη γκολφ ξεχωριστά αλλά να καθορίζεται από τον μέσο όρο του συγκεκριμένου στάβλου αλόγων ή συλλόγου παικτών.
Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο σύστημα που απονέμει σε όλα τα άλογα του στάβλου το ίδιο χάντικαπ, το οποίο καθορίζεται από τον μέσο όρο των επιδόσεών τους, προσφέρει ένα αθέμιτο πλεονέκτημα στα πιο γρήγορα και αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο τα πιο αργά. Το ίδιο με τους παίκτες του γκολφ, ένα τέτοιο σύστημα συλλογικού χάντικαπ ενισχύει τους καλύτερους και επιβαρύνει τους χειρότερους. Αυτό δε συμβαίνει σε όλο το εύρος του συναγωνισμού και όχι μόνο με τα άλογα του ίδιου στάβλου ή τους παίκτες του ίδιου συλλόγου.
Επομένως, ένα τέτοιο σύστημα μοχλεύει (θετικά ή αρνητικά) τις επιδόσεις των αλόγων και παικτών που διαφέρουν από τους μέσους όρους των στάβλων και συλλόγων, όταν συναγωνίζονται άλλα άλογα ή παίκτες των οποίων τα χάντικαπ έχουν καθοριστεί στη βάση των ατομικών τους επιδόσεων.
Γιατί διαχρονικά παραμελήθηκε η ελληνική ανταγωνιστικότητα για 20 χρόνια;
Το συμπέρασμα είναι ότι η παραμέληση της ανταγωνιστικότητας όταν έγινε η ένταξη στην Ευρωζώνη ήταν σοβαρό λάθος. Ακόμη και στη βάση αποκλειστικά της «μακροοικονομικής οπτικής», η παραμέληση των επιπτώσεων της υψηλής συναλλαγματικής ισοτιμίας, με την οποία έγινε η ένταξη, στις προοπτικές της οικονομίας ήταν αδικαιολόγητη. Οι μακροοικονομικοί παράγοντες της ανταγωνιστικότητας που ήταν σχετικά εύκολο να διαμορφωθούν κατάλληλα, ώστε να ενισχύσουν σε κάποιο βαθμό την χαμηλή ανταγωνιστικότητα, αντιμετωπίστηκαν μυωπικά.
Η μακροοικονομική πολιτική και συγκεκριμένα η συναλλαγματική ισοτιμία, με την οποία το ευρώ αντικατέστησε την δραχμή, ήταν αναμφισβήτητα λάθος. Όχι μόνο δεν βελτίωσε όσο θα μπορούσε βραχυχρόνια την ανταγωνιστικότητα προσφέροντας την αναγκαία ανάσα για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αλλά, παραβλέποντας την αρνητική μόχλευση του ευρώ, αγνόησε την περαιτέρω μείωση στην άσκοπα χαμηλή βραχυχρόνια ανταγωνιστικότητα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ένταξη δεν έπρεπε να γίνει ή ότι έγινε πρόωρα. Είναι σωστό ότι η ένταξη απαιτούσε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ώστε να προσεγγίζει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και αυτό δεν είχε ακόμη επιτευχθεί. Όμως, ήταν λογικό να αναμένεται ότι η ένταξη θα βελτίωνε τις προοπτικές επίτευξης των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Και αυτό γιατί, πέρα από τις δυνατότητες που άνοιγε για φθηνό και άπλετο δανεισμό, η ένταξη πρόσφερε επίσης βασικό κίνητρο, τεχνολογική βοήθεια και σημαντικούς πόρους για μεταρρυθμίσεις. Επομένως, το ζητούμενο ήταν με την ένταξη να ξεκινήσει μια αποφασιστική και έντονη προσπάθεια για τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα βελτίωναν ουσιαστικά την ανταγωνιστικότητα.
Δυστυχώς, αυτό δεν συνέβη. Η άκρατη κομματική διαμάχη και η μικροπολιτική νοοτροπία του πολιτικού κόστους που επικράτησε πλήρως στην πολιτική ζωή του τόπου, έσπρωξαν στο περιθώριο κάθε σκέψη για ουσιαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και ματαίωσαν ακόμη και μετριοπαθείς προσπάθειες για αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Ακόμη χειρότερα, όχι μόνο το σύνολο των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων αδιαφόρησε για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αλλά ακόμη και οι ειδικοί στα οικονομικά θέματα, στην μεγάλη τους πλειονότητα, δεν έμοιαζαν να συνειδητοποιούν την σημασία της ανταγωνιστικότητας. Έτσι, το ενδιαφέρον για την ανταγωνιστικότητα ήταν σχεδόν μηδαμινό στον δημόσιο διάλογο, κατά την διάρκεια ολόκληρης σχεδόν της πρώτης δεκαετίας μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη.
Ο βασικός ίσως λόγος για την απουσία της ανταγωνιστικότητας στον δημόσιο διάλογο και την παραμέλησή της ακόμη και από τους οικονομολόγους, ήταν ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έπαψε να αποτελεί δεσμευτικό περιορισμό στην αύξηση της συνολικής ζήτησης. Αυτό απάλλαξε τις κυβερνήσεις από ένα σημαντικό εμπόδιο στην επιδίωξη όσο το δυνατόν εντονότερης και συνεχούς επεκτατικής πολιτικής μέσω εξωτερικού δανεισμού.
Η αύξηση της κατά κύριον λόγο καταναλωτικής δημόσιας δαπάνης, εξασφάλιζε υψηλές αμοιβές στους πολυάριθμους δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι μέσω των ισχυρών συνδικαλιστικών τους οργανώσεων είχαν ιδιαίτερο πολιτικό βάρος. Συγχρόνως, η αύξηση στην συνολική ζήτηση, που στηριζόταν κυρίως στον κρατικό δανεισμό από το εξωτερικό, τόνωνε την κερδοφορία, οικονομική δραστηριότητα και μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Ως αποτέλεσμα, η αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ήταν σημαντικά υψηλότερη του μέσου όρου της Ευρωζώνης και δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι η ακολουθούμενη πολιτική εγγυώταν την ευημερία. Οπότε, δεν υπήρχε πιεστικός λόγος για ανησυχία και ανάγκη μέριμνας σχετικά με την ανταγωνιστικότητα.
Έτσι, οι παρενέργειες στην εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας αγνοήθηκαν, παρότι η χειροτέρευση στους μακροοικονομικούς δείκτες θα έπρεπε να έχει σημάνει συναγερμό. Συγκεκριμένα, το εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε πάνω από 20%, συγκριτικά με το αντίστοιχο γερμανικό, και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο έφθασε σε πρωτοφανή ύψη, πλησιάζοντας το 15% του ΑΕΠ το 2008.
Βέβαια, η αύξηση του βιοτικού επιπέδου δεν κατοχυρώνεται με δανεικά. Και αυτό έγινε αναπόφευκτα φανερό με την διεθνή χρηματοοικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008. Η ψευδαίσθηση ότι η αύξηση του ΑΕΠ και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου μέσω κρατικού δανεισμού ήταν διατηρήσιμη, κλονίστηκε με την ουσιαστική χρεοκοπία του ελληνικού δημοσίου το 2010 και το μνημόνιο, που απαιτήθηκε για την συνέχιση του κρατικού δανεισμού. Για μεγάλο μέρος όμως της κοινής γνώμης, δυστυχώς, δεν κατέρρευσε όπως θα όφειλε μέχρι τουλάχιστον τα μέσα του 2015.
Γι’ αυτή την τραγική καθυστέρηση ευθύνεται η καταστροφική κομματική αντιπαλότητα και άκρατη κομματική διαμάχη. Η κομματική διαμάχη και οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες, με βασικό κίνητρο την δημοτικότητα και την αποφυγή του πολιτικού κόστους, ευθύνονται επίσης για την συνέχιση της ακηδίας σχετικά με την ανταγωνιστικότητα. Έτσι, αντίθετα με τις μακροοικονομικές ανισορροπίες που διορθώθηκαν σημαντικά εξ ανάγκης, μιας και η διόρθωσή τους ήταν απόλυτη προϋπόθεση για την συνέχιση του κρατικού δανεισμού, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν σημείωσαν ανάλογη πρόοδο.
Παρότι τα διαδοχικά μνημόνια συμπεριλάμβαναν και σταδιακά εξειδίκευαν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, η νοοτροπία της προτεραιότητας του κομματικού συμφέροντος και ο φόβος του μικροπολιτικού κόστους, απέτρεπαν την ολοκλήρωση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες σχεδόν πάντα έχουν πολιτικό, ή πιο σωστά κομματικό, κόστος. Ως αποτέλεσμα, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα εξακολουθεί να είναι βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας μέχρι σήμερα και η βελτίωσή της απαιτεί πρώτα από όλα αλλαγή νοοτροπίας και βελτίωση του πολιτικού κλίματος.
Δείκτες ανταγωνιστικότητας και επίδοση της ελληνικής οικονομίας
Πόσο χαμηλή είναι η ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας και ποια είναι τα κύρια σημεία στα οποία υστερεί ιδιαίτερα; Εδώ, πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή στη «διαρθρωτική οπτική» και να εξετάσουμε τους δείκτες ανταγωνιστικότητας, που έχουν διαμορφωθεί από εξωπανεπιστημιακά κέντρα εξειδικευμένα στη μελέτη της ανταγωνιστικότητας. Οι πιο γνωστοί δείκτες είναι αυτοί που δημιουργήθηκαν και ετήσια ενημερώνονται από το World Economic Forum, γνωστού από την διοργάνωση του συνεδρίου στο Davos, και από το Institute for Management Development, ιδρύματος για την εκπαίδευση στελεχών επιχειρήσεων με έδρα στην Λωζάνη.
Οι δείκτες αυτοί, όπως και άλλοι λιγότερο γνωστοί, διαφέρουν ως προς τον αριθμό των χωρών που συμπεριλαμβάνουν, αλλά και ως προς την μεθοδολογία. Δηλαδή, είναι διαφορετική μεταξύ τους η κατηγοριοποίηση και ομαδοποίηση των παραγόντων που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα, καθώς και το βάρος του κάθε παράγοντα στην συνολική εκτίμηση. Για αυτό τον λόγο, έχουν υποστεί την κριτική ότι δεν είναι αντικειμενικοί και, επιπρόσθετα, ότι η σύνθετη έννοια της ανταγωνιστικότητας σημαίνει ότι κάθε σχετική μέτρηση αποτελεί αυθαίρετη συσσωμάτωση ή συνάθροισμα (aggregation) των συστατικών στοιχείων της και, επομένως, η «διαρθρωτική οπτική» στερείται αξιόπιστων εργαλείων και επιστημονικής προοπτικής.
Η κριτική όμως αυτή είναι τελείως αβάσιμη. Αγνοεί ότι, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, η συσσωμάτωση ισχύει για κάθε μέτρηση οικονομικής έννοιας και, συνήθως σε μεγάλο βαθμό, για κάθε μακροοικονομική μέτρηση. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν έχει ακόμη επικρατήσει μια συμβατική μέτρηση για την ανταγωνιστικότητα, όπως για τα άλλα μακροοικονομικά μεγέθη.
Ας επικεντρωθούμε σε έναν από τους δείκτες που ίσως επικρατήσει μελλοντικά στην συμβατική μέτρηση της ανταγωνιστικότητας, αυτόν του Institute for Management Development, και ας δούμε τι μας λέει για την ελληνική οικονομία. Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιεί 340 κριτήρια, καλύπτει 63 χώρες και στηρίζεται κατά τα δύο τρίτα σε επίσημα στατιστικά στοιχεία και κατά το ένα τρίτο σε έρευνες γνώμης. Δημοσιεύεται κάθε χρόνο για πάνω από 25 χρόνια στο World Competitiveness Yearbook, το οποίο συμπεριλαμβάνει δείκτες ψηφιακής ανταγωνιστκότητας, αναλυτικό προφίλ κάθε χώρας σχετικά με την συνολική και ψηφιακή ανταγωνιστικότητα και ένα μεγάλο αριθμό στατιστικών πινάκων.
Σύμφωνα με το Yearbook του 2020 (με στοιχεία που συλλέχθηκαν και αφορούν το 2019), η Ελλάδα κατατάσσεται 49η στην συνολική και 53η στην ψηφιακή ανταγωνιστικότητα μεταξύ 63 χωρών. Για πρώτη φορά μετά από 5 χρόνια συνεχούς χειροτέρευσης, υπήρξε μία αισθητή βελτίωση 9 θέσεων. Ξεπέρασε έτσι την Σλοβακία και έπαψε πλέον να είναι η τελευταία χώρα στην Ευρωζώνη.
Πριν τα φετινά στοιχεία, η θέση της χειροτέρευε αισθητά από το 2015 και στις δύο κατατάξεις, πέφτοντας σταθερά χρόνο με τον χρόνο 8 θέσεις στην συνολική ανταγωνιστικότητα και 13 θέσεις στην ψηφιακή. Το 2020 επανέκτησε ουσιαστικά το χαμένο έδαφος από το 2015 ενώ στην ψηφιακή δεν σημείωσε ανάλογη βελτίωση (και εξακολουθεί να απέχει πολύ από την 40ή θέση που τότε κατείχε).
Η ελκυστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε έρευνα γνώμης στελεχών επιχειρήσεων είναι χειρότερη στην ποιότητα της κρατικής διακυβέρνησης, στην αποτελεσματικότητα του συστήματος Δικαιοσύνης, στην ανταγωνιστικότητα του φορολογικού συστήματος και στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Επομένως, οι πιο αναγκαίες και επείγουσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να αφορούν σημαντικές βελτιώσεις στην λειτουργία του Δημοσίου και της Δικαιοσύνης, καθώς και στην φορολογική νομοθεσία και το τραπεζικό σύστημα.
Ανταγωνιστικότητα και εκπαίδευση
Από τον πλούτο των στοιχείων που περιέχει το Yearbook (τα στοιχεία στα διαθέσιμα μέχρι σήμερα country profiles αφορούν ακόμη το 2019), θα επικεντρωθούμε σε αυτά που είναι σχετικά με την εκπαίδευση, η οποία είναι ιδιαίτερης σημασίας για την μελλοντική ανταγωνιστικότητα της χώρας, όχι μόνο για τις ικανότητες που προάγει αλλά και για την νοοτροπία που διαμορφώνει στη νέα γενιά.
Θα είναι ίσως ενδιαφέρον και διαφωτιστικό να συγκρίνουμε αυτά τα στοιχεία, με τα αντίστοιχα δύο ευρωπαϊκών χωρών που έχουν πληθυσμό παρόμοιου περίπου μεγέθους με τον Ελληνικό (10.7 εκ.). Οι εν λόγω χώρες είναι η Πορτογαλία (10.3 εκ. - 37η θέση στην ανταγωνιστικότητα) και η Ελβετία (8.5 εκ. - 3η θέση στην ανταγωνιστικότητα).
Ένα πρώτο σημαντικό στοιχείο είναι ότι η συνολική δαπάνη για την εκπαίδευση του Ελληνικού Δημοσίου είναι 3.9% του ΑΕΠ, έναντι 5% της Πορτογαλίας και 5.6% της Ελβετίας. Από 63 συνολικά χώρες, οι 41 έχουν υψηλότερη δημόσια δαπάνη για την εκπαίδευση από την Ελλάδα.
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο αφορά την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Εδώ, ενδιαφέρον έχουν οι αναλογίες μαθητών και φοιτητών προς τους διδάσκοντες, που θα ανέμενε κανείς να αποτελεί καίριο παράγοντα στον καθορισμό της ποιότητας. Η Ελλάδα σ' αυτή την μέτρηση έχει εντυπωσιακή επίδοση, έχοντας την 2η μικρότερη αναλογία μαθητών προς δασκάλους στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση με 9,4 μαθητές ανά δάσκαλο. Συγκριτικά, η Πορτογαλία έχει 12,7 μαθητές ανά δάσκαλο και την 28η θέση στην κατάταξη ενώ η Ελβετία 15,3 μαθητές ανά δάσκαλο και την 32η θέση.
Παρόμοια εντυπωσιακή επίδοση έχει η Ελλάδα και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου καταλαμβάνει την 5η θέση στην κατάταξη με 8,6 μαθητές ανά καθηγητή. Η Πορτογαλία βρίσκεται στην 11η θέση με 9.5 μαθητές ανά καθηγητή και η Ελβετία στην 29η θέση με 12 μαθητές ανά καθηγητή.
Με αυτά τα στοιχεία, θα περίμενε κανείς ότι η Ελλάδα θα είχε και την καλύτερη επίδοση από τις τρεις χώρες στο Πρόγραμμα Διεθνούς Μαθητικής Αξιολόγησης PISA του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Το πρόγραμμα αυτό αξιολογεί ανά τριετία την ικανότητα παιδιών 15 χρονών στην αναγνωστική ικανότητα και στα μαθηματικά, καθώς και στις επιστημονικές γνώσεις που αφορούν την αντιμετώπιση προβλημάτων της καθημερινής ζωής.
Η πιο πρόσφατη αξιολόγηση ήταν το 2018 και περιλάμβανε στοιχεία για 600.000 περίπου μαθητές από 79 χώρες. Η Ελλάδα είχε χειρότερη βαθμολογία από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και κατείχε την 43η θέση στην κατάταξη (στον μέσο όρο βαθμολόγησης των τριών ικανοτήτων), η Πορτογαλία την 27η και η Ελβετία την 22η.
Πιο αναλυτικά, στην ικανότητα ανάγνωσης και κατανόησης κειμένου, η Ελλάδα ήταν 42η, ξεπερνώντας μόνο τη Μάλτα και την Κύπρο μεταξύ των μελών της Ευρωζώνης, ενώ η Πορτογαλία ήταν 24η και η Ελβετία 27η. Στα μαθηματικά, η Ελλάδα ισοβαθμούσε στην 44η θέση με την Κύπρο, έχοντας την τελευταία θέση στην Ευρωζώνη, ενώ η Πορτογαλία ήταν 28η και η Ελβετία 11η.
Τέλος, στις επιστημονικές γνώσεις, η Ελλάδα ήταν 44η, προτελευταία στην Ευρωζώνη πριν την Κύπρο, ενώ η Πορτογαλία ήταν 26η και η Ελβετία 23η. Είναι επομένως φανερό ότι η Ελλάδα υστερεί απέναντι στις άλλες δύο χώρες και ότι οι επιδόσεις στη σύγκριση μεταξύ τους παραδόξως καλυτερεύουν με περισσότερους μαθητές ανά διδάσκοντα. Επομένως, το πρόβλημα αποτελεσματικότητας της διδασκαλίας στα ελληνικά σχολεία, που δείχνουν οι παραπάνω επιδόσεις, δεν φαίνεται να οφείλεται σε έλλειψη διδακτικού προσωπικού.
Ακόμη πιο ανησυχητική όμως είναι η διαχρονική εξέλιξη των ελληνικών επιδόσεων, συγκριτικά με άλλες χώρες. Στην ανάγνωση, η Ελλάδα το 2000 ήταν στην 25η θέση και έκτοτε χειροτερεύει σταθερά (πτώση 17 θέσεις). Παρόμοια χειροτέρευση παρατηρείται στα μαθηματικά, όπου ξεκίνησε το 2003 στην 32η θέση (πτώση 12 θέσεις), καθώς και στις επιστημονικές γνώσεις, όπου ξεκίνησε το 2006 στην 37η θέση (πτώση 7 θέσεις).
Είναι φανερό ότι χρειάζονται δραστικά μέτρα για να αντιστρέψουν την καθοδική πορεία και τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι κυρίως οργανωτικά και θεσμικά παρά πρόσληψης περισσότερου διδακτικού προσωπικού. Το επείγον της ανάληψης τέτοιων μέτρων φαίνεται και στο κριτήριο, του κατά πόσον οι δυό πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιάς ανταγωνιστικής οικονομίας, όπου η Ελλάδα κατατάσσεται 48η, η Πορτογαλία 26η και η Ελβετία 2η.
Ας δούμε τώρα και τα στοιχεία για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σε αντίθεση με τις χαμηλότερες βαθμίδες, εδώ οι αναλογίες φοιτητών προς διδάσκοντες και η σχετική θέση στην κατάταξη των τριών χωρών αντιστρέφεται πλήρως. Στην Ελλάδα αναλογούν οι περισσότεροι φοιτητές ανά καθηγητή και κατατάσσεται 59η, η Πορτογαλία 13η και η Ελβετία 5η.
Επομένως, στην τριτοβάθμια βαθμίδα, η ποιότης της εκπαίδευσης έχει την αναμενόμενη σχέση με την αναλογία φοιτητών προς διδάσκοντες. Αυτό φαίνεται και στο κριτήριο, του κατά πόσο η πανεπιστημιακή εκπαίδευση ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, όπου η Ελλάδα κατατάσσεται 52η, η Πορτογαλία 18η και η Ελβετία 1η. Παρόμοια είναι και η κατάταξη στο κατά πόσο η εκπαίδευση στην διοίκηση επιχειρήσεων ανταποκρίνεται στις επιχειρηματικές ανάγκες. Η Ελλάδα κατατάσσεται πάλι 52η, η Πορτογαλία 15η και η Ελβετία για άλλη μια φορά 1η.
Συμπέρασμα
Συμπερασματικά, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας εξαρτάται πάνω απ’ όλα από την ετοιμότητα και κατάλληλη κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού της. Η δημόσια εκπαίδευση δυστυχώς δεν βοηθά στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ενώ υπάρχουν και άλλες σημαντικές αδυναμίες που χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο δυναμικό, οι οποίες είναι ίσως ακόμη πιο δύσκολο να διορθωθούν. Αυτές είναι η δημογραφική γήρανση με την τάση μείωσης του εργατικού δυναμικού (59η θέση στη σχετική κατάταξη), η διαρροή εγκεφάλων (60ή θέση), η έλλειψη φροντίδας από τις επιχειρήσεις για επιμόρφωση και βελτίωση της κατάρτισης του προσωπικού (60ή θέση), καθώς και η χαμηλή προτεραιότητα από πλευράς επιχειρήσεων για προσέλκυση και διακράτηση ταλέντων (58η θέση) και, τέλος, κατάλληλο περιβάλλον για την προσέλκυση ξένων στελεχών υψηλής κατάρτισης (61η θέση).
Δεδομένων των παραπάνω αδυναμιών, είναι ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη ριζικής βελτίωσης της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες. Και προϋπόθεση γι'αυτό είναι η αλλαγή νοοτροπίας και απαλλαγή της Ελληνικής κοινής γνώμης από ιδεολογικές προκαταλήψεις και αναχρονιστικές αγκυλώσεις. Είναι αδιανόητο να μην υπάρχει γενική κατακραυγή και απόρριψη σε απόψεις όπως «η αριστεία είναι ρετσινιά», ιδίως όταν εκφράζεται από Υπουργό Παιδείας, ή σε στάσεις όπως αυτή της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης να αρνούνται διδασκαλία μέσω ίντερνετ, για την αναπλήρωση απολεσθέντων μαθημάτων λόγω πανδημίας. Ιδίως, όταν επικαλούνται δήθεν συνταγματική απαγόρευση για την «προστασία των προσωπικών τους δεδομένων» και παρόμοιας φαιδρότητας επιχειρήματα.
Δυστυχώς, όσο τέτοια φαινόμενα όχι μόνο δεν θεωρούνται τελείως απαράδεκτα αλλά και βρίσκουν υποστήριξη από κόμματα κάποιας βαρύτητας στην πολιτική ζωή του τόπου (πόσο μάλλον από την αξιωματική αντιπολίτευση), η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και διατηρήσιμη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου προοιωνίζεται προβληματική, αν όχι ανέφικτη.
* Ο κ. Θάνος Σκούρας είναι Ομότιμος Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.