Η εποχή όπου ο αντιπτέραρχος κ. Φίλιππος Μακέδος, επικεφαλής της ΕΥΠ την περίοδο 1986-1987, τον συνάδελφο της Καθημερινής Κώστα Ιορδανίδη και εμένα μας χαρακτήριζε «πράκτορες της Μοσάντ», επειδή εξηγούσαμε γιατί η Ελλάδα δεν θα αποκόμιζε κανένα απολύτως όφελος από την εχθρική της στάση απέναντι στο Ισραήλ, έχει περάσει ανεπιστρεπτί, ελπίζω.
Ακόμα καλύτερα, οι τότε θέσεις μας δικαιώνονται. Προς όφελος της χώρας, η οποία δείχνει να επιλέγει σήμερα συμμαχίες και φιλικές σχέσεις με ευθύνη, σοβαρότητα και γνώση της γεωπολιτικής συγκυρίας.
Και από την άποψη αυτή, οι καλές σχέσεις συνεργασίας της Ελλάδας με το Ισραήλ είναι ένα πρώτο βήμα και για ευρύτερη αμυντική και ενεργειακή συμμαχία. Όπως τονίζει σε άρθρο του στο «Foreign Affairs» ο νομικός και καθηγητής κ. Θοδ. Πανάγος, το Ισραήλ έχει την πιο δυνατή οικονομία της Μέσης Ανατολής.
Διαθέτει ισχυρότατα τεχνολογικά πλεονεκτήματα σε ποικίλους τομείς, ενώ έχει σαφή υπεροπλία στον αέρα και στη γη, απέναντι σε όλους τους γείτονές του και όχι μόνον. Επιπρόσθετα, η ισραηλινή κοινωνία είναι εξαιρετικά προσαρμοσμένη στις διαρκείς, σχεδόν μόνιμες, δυσκολίες της καθημερινής ζωής, που είναι σε πλήρη συμβατότητα με την πολεμική ετοιμότητα που το Ισραήλ οφείλει να έχει, προκειμένου να διατηρήσει την εθνική του ανεξαρτησία και την εδαφική του ακεραιότητα.
Παρά το γεγονός ότι ανήκει σε άλλη ήπειρο, το Ισραήλ έχει στενές σχέσεις με την Ευρώπη, μετέχοντας σε πολλές ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αθλητικές, μουσικές κ.ά. Βέβαια, δεν είναι μέλος της ΕΕ ούτε του ΝΑΤΟ, αφού προσπαθεί με τις δικές του δυνάμεις να οργανώσει την οικονομία και την άμυνά του, και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.
Στην παρούσα συγκυρία, όμως, για τη Δύση και την Ατλαντική Συμμαχία, το Ισραήλ είναι πολύ πιο φερέγγυος αφανής εταίρος από την Τουρκία, η οποία συμμετέχει στο ΝΑΤΟ, χλευάζοντας τις αρχές του. Συμμετέχει επίσης η Τουρκία σε δυτικούς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης για παράδειγμα, ποδοπατώντας τους κανόνες τους. Εσχάτως, δε, παίζει και με την ΕΕ στην περιοχή μας, προκαλώντας ένα μέλος της, την Ελλάδα.
Είναι δε σαφές ότι ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν, για ποικίλους λόγους, προσπαθεί να ανατρέψει ισορροπίες στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Στόχοι του είναι τόσο η Ελλάδα όσο και το Ισραήλ.
Έχοντας λυκοφιλία με τη Ρωσία του Βλαδίμηρου Πούτιν και το Ιράν των αγιατολάδων, ο Τούρκος πρόεδρος διατηρεί προσωπική σχέση και με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντ. Τραμπ. Στο πλαίσιο αυτό, προσπαθεί να φέρει τους νόμιμους «ιδιοκτήτες» της περιοχής στο τραπέζι, για να μοιραστούν μαζί του έναν πλούτο που δεν δικαιούται. Κατ' ουσίαν, αυτό που προσπαθεί να εισάγει είναι ένα ανάστροφο «ανατολικό ζήτημα», ήτοι μια προσπάθεια «διαμελισμού» της Μεσογείου σε ζώνες επιρροής, τη μεγαλύτερη μερίδα από τις οποίες επιφυλάσσει για τον εαυτό του. Υπό τις συνθήκες αυτές, ένα από τα θιγόμενα μέρη είναι το Ισραήλ.
Το Ισραήλ διατηρεί, ως γνωστό, νόμιμα δικαιώματα στην έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων και έχει απόλυτο συμφέρον να συμπλέει με τις άλλες δυνάμεις της περιοχής στην αντιμετώπιση της τουρκικής αυθαιρεσίας.
Το Ισραήλ γνωρίζει καλά ότι είναι ενδεχόμενο να χρειαστεί να αντιμετωπιστεί δυναμικά η επιθετικότητα της Τουρκίας κάποια στιγμή, στην προσπάθεια της τελευταίας να επιβουλευτεί πεδία υδρογονανθράκων που έχουν παραχωρηθεί νόμιμα σε εταιρείες. Από όλους όσοι εμπλέκονται στην περιοχή, η Ελλάδα και το Ισραήλ είναι οι πλέον αξιόμαχες και αξιόπιστες δυνάμεις, όχι μόνο πολιτικά και οικονομικά αλλά πρωτίστως σε επίπεδο στρατιωτικής αποτροπής.
Οι δύο χώρες διαθέτουν ποιοτική και ποσοτική αεροπορική υπεροχή, ενώ η χώρα μας διαθέτει το πιο αξιόπιστο και αξιόμαχο ναυτικό στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Το Ισραήλ, χωρίς να ανήκει σε κάποιον ευρύτερο αμυντικό συνασπισμό, συνεργάζεται διαχρονικά πολύ στενά με τις ΗΠΑ, οι οποίες βρέθηκαν σταθερά στο πλευρό του σε κάθε δύσκολη κατάσταση, αφού είναι ανέκαθεν ο πιο αξιόπιστος σύμμαχός τους στη Μέση Ανατολή.
Η Ελλάδα ανήκει σε κάθε περίπτωση στη Δύση. Είναι κράτος-μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και μάλιστα εξαιρετικά πιστό και αξιόπιστο μέλος των οργανισμών αυτών. Διαθέτει σημαντική διπλωματική διείσδυση σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού επί δεκαετίες υπήρξε κέντρο αναφοράς ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, χωρίς να παραβλέπουμε ότι σε αμφότερους τους παγκόσμιους πολέμους βρέθηκε ανεπιφύλακτα στο πλευρό των Δυτικών Συμμάχων, καταβάλλοντας τον ανάλογο φόρο αίματος, σε αντίθεση με την Τουρκία που τηρούσε σε κάθε περίπτωση θέση ουδέτερη έως εχθρική προς τους συμμάχους.
Στη συνέχεια, η γεωγραφική και γεωπολιτική θέση της χώρας μας είναι πλέον εξαιρετικά σημαντική για τα δυτικά συμφέροντα, δεδομένης της αναξιοπιστίας που εκπέμπει για μια ακόμη φορά η Τουρκία για τη Δύση.
Το Ισραήλ δεν έχει χερσαία ή θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα και επομένως δεν τίθεται ζήτημα διεκδίκησης εδαφών ή άλλων συνοριακών διαφορών. Κατά συνέπεια, η στενότερη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών είναι σήμερα πέραν από κάθε αμφιβολία επιτακτική, επιπρόσθετα και εκ του λόγου ότι τις δύο χώρες συνδέουν και παλαιοί πολιτιστικοί δεσμοί.
Καθίσταται δε περισσότερο επιτακτική λόγω της αποφασισθείσας πλέον συνεργασίας για την κατασκευή του αγωγού EastMed (East Mediterranean Pipeline). Πρόκειται για τον αγωγό μήκους περίπου 1.800 χιλιομέτρων που συνδέει άμεσα τις ενεργειακές πηγές της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, μεταφέροντας φυσικό αέριο από τη Λεκάνη της Λεβαντίνης (Levant Basin) και συγκεκριμένα από τα κοιτάσματα Αφροδίτη και Λεβιάθαν στην Ελλάδα, μέσω Κύπρου και Κρήτης. Εκτιμάται ότι ο αγωγός θα μεταφέρει 8-15 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου ετησίως.
Το έργο μετά την υλοποίησή του αποτελεί σημαντικό παράγοντα ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, τόσο για τις συμβαλλόμενες χώρες όσο και για ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι ξεκάθαρο έτσι ότι εκ των πραγμάτων πλέον σοβαρή είναι και η προοπτική μιας αμυντικής συνεργασίας της χώρας μας με το Ισραήλ.