Για μια ακόμη φορά, η Τουρκία προφασίζεται τον διάλογο και προχωρά σε προκλήσεις. Για μια ακόμη φορά, διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η γειτονική μας χώρα «δρα» και η Ελλάδα αντιδρά.
Η τουρκική Navtex δεν αποτελεί νεωτερισμό, καθώς υπάρχουν και προηγούμενα παραδείγματα. Ωστόσο το timing και ο συνδυασμός της με μπαράζ από αέρος παραβιάσεων ασφαλώς ανεβάζει μερικούς τόνους στο προϋπάρχον κλίμα έντασης.
Ο Ερντογάν εμφανίζεται να παίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, αυξομειώνοντας -πάντα με δική του πρωτοβουλία- τις εντάσεις, είτε πρόκειται για την Ελλάδα είτε για τις υπόλοιπες περιοχές στις οποίες διεκδικεί επικράτηση των συμφερόντων του.
Το θέμα, βέβαια, είναι τι κάνουμε εμείς.
Προφανώς, η χώρα μας επ' ουδενί θα προχωρούσε σε στρατηγικές πρώτου πλήγματος ή σε λοιπές ενέργειες που ταιριάζουν σε άλλης μορφής καθεστώτα και περιβάλλοντα εξωτερικής πολιτικής, ως μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εντούτοις, είναι προφανές ότι η «ακινησία», η προσπάθεια μετάθεσης εξελίξεων προς το μέλλον, η αποκλειστική επίκληση του δικαίου (και της ξένης βοήθειας) απέναντι στην τακτική της Τουρκίας ενδέχεται να οδηγήσει πολύ σύντομα σε δυσάρεστες εξελίξεις, ενδεχομένως με την πυροδότηση κάποιου είδους επεισοδίου ή και ενός de facto τετελεσμένου, στο πλαίσιο του τουρκικού σχεδιασμού.
Δεν είναι μάλιστα λίγοι οι ειδικοί που προβλέπουν ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό να εκτυλιχθεί στο διάστημα από τώρα έως και τις αμερικανικές εκλογές, με τον Ερντογάν να επιλέγει τον χρονισμό, τον τρόπο και το σημείο της απολύτου αρεσκείας του!
Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι σε «γεωπολιτικές» ιστοσελίδες του εξωτερικού κυκλοφορούν και σχετικά «σενάρια», λιγότερο ή περισσότερο πιθανά, αποτυπώνοντας, έστω και με υπερβολή, το γενικότερο κλίμα.
Σε κάθε περίπτωση, η έλλειψη στρατηγικής πρωτοβουλίας φαίνεται να αποτελεί αχίλλειο πτέρνα της ελληνικής πολιτικής, που βολοδέρνει ανάμεσα σε δύο αμφίβολης αποτελεσματικότητας «άγκυρες».
Η πρώτη αφορά στη θέση μας ότι δεν υπάρχει κάτι ουσιαστικό προς διαπραγμάτευση (άρα και καμία ουσιαστική πρόθεση για διάλογο, αφού ένας διάλογος δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε συμβιβασμούς) και η δεύτερη, στην επίκληση της «διεθνούς έννομης τάξης» , χωρίς όμως να παίρνουμε την πρωτοβουλία για προσφυγή σε κάποιο διεθνές όργανο.
Όλα αυτά, βεβαίως, υπό το βλέμμα των δήθεν υπερπατριωτών, μέσα και έξω από τους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος, που είναι πάντα έτοιμοι να μιλήσουν για μειοδοσίες και εθνικές προδοσίες.
Η θολή παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών
Ωστόσο ακόμη και η χθεσινή «θολή» παρέμβαση των ΗΠΑ, που προτρέπει την Τουρκία να μην προχωρήσει σε επιχειρήσεις σε… «αμφισβητούμενα» ύδατα, δείχνει ότι η υπερδύναμη ουδόλως συντάσσεται ανεπιφύλακτα με τις ελληνικές θέσεις σε ό,τι αφορά την ύπαρξη κυριαρχικών δικαιωμάτων, ενώ διάχυτη είναι η αίσθηση και σε ορισμένους κύκλους της Ευρώπης ότι η Ελλάδα δήθεν εμφανίζεται «αδιάλλακτη», με την αιτιολογία συνήθως ότι η χώρα μας δεν παίρνει πρωτοβουλίες που θα οδηγούσαν σε μια ρύθμιση του τοπίου.
Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαιτέρως χρήσιμες, ιδίως τώρα που είναι «απελεύθερος» των όποιων κομματικών γραμμών, αποδεικνύονται οι απόψεις του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος (και δεν είναι ο μόνος) επιμένει ότι η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει άμεσα σε οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρυπίδας και να καλέσει σε διάλογο, όπως απαιτεί το Διεθνές Δίκαιο, προκειμένου, εάν χρειαστεί, να υπάρξει εντέλει προσφυγή επίλυσης των διαφωνιών με την Τουρκία στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι θέσεις αυτές του κ. Βενιζέλου έχουν εκφραστεί ήδη από τον Ιανουάριο του 2020 σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ κι επαναλήφθηκαν πολύ πιο πρόσφατα σε νεότερες τοποθετήσεις του στα «Νέα», απόσπασμα της οποίας και παραθέτουμε, λόγω της σημασίας του:
«Ιδίως τώρα οι άτυποι δίαυλοι επικοινωνίας, οι βολιδοσκοπήσεις, οι φιλικές διαμεσολαβήσεις της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, οι πιέσεις της Γαλλίας, οι συζητήσεις στη σύνοδο υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, οι επισκέψεις του κ. Μπορέλ στην Άγκυρα, οι δηλώσεις του κ. Μπάιντεν στις ΗΠΑ ως αντίστιξη στο στιλ της επικοινωνίας των κ.κ. Τραμπ και Ερντογάν, πρέπει να κατατείνουν πρωτίστως στην ενεργοποίηση της διαδικασίας που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας για τη μόνη διμερή νομική διαφορά που δέχεται η Ελλάδα, που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η δεύτερη δοκιμασμένη διαδικασία είναι ο διάλογος για στρατιωτικά και κυρίως αεροναυτικά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης για την αποφυγή ατυχημάτων.
Είναι δε προφανές ότι μια νέα ώθηση στις διακοινοτικές συνομιλίες στην Κύπρο θα μπορούσε ενδεχομένως να δοθεί, αν η ΕΕ μπορούσε να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός σχήματος εγγύησης της συμμετοχής των Τουρκοκύπριων στα μελλοντικά έσοδα από την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων που υπάρχουν στην κυπριακή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, διαφυλασσόμενης πάντοτε της διεθνούς νομικής προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Από τα τρία αυτά σημεία μπορεί να ξεκινήσει, με στρατηγική ασφάλεια για την Ελλάδα και στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, ο έλεγχος των πραγματικών προθέσεων και των ορίων της συμπεριφοράς της τουρκικής πλευράς.
Η άλλη προσέγγιση ποια είναι άραγε; Η αναμονή έως ότου ο πανδαμάτωρ χρόνος καταστήσει άνευ αντικειμένου τη συζήτηση περί υδρογονανθράκων στην περιοχή; Η μοιρολατρική ή η γεμάτη αυτοπεποίθηση αναμονή ενός θερμού επεισοδίου, που θα διαμορφώσει και θα αναδείξει ευνοϊκούς για την Ελλάδα στρατιωτικούς συσχετισμούς με τη στήριξη π.χ. της Γαλλίας; Η εμπειρία του τελευταίου μισού αιώνα λέει ότι τα θερμά επεισόδια οδηγούν σε moratorium ή σε εσπευσμένο διάλογο και ανακοινωθέντα που μάλλον περιπλέκουν τα πράγματα».
Για να καταλήξει αποτυπώνοντας την πραγματικότητα:
«Γενικά μέσα σε μια τέτοια επιβαρυμένη συγκυρία, τόσο η πολιτική και διπλωματική κινητικότητα χωρίς σαφές στρατηγικό πλαίσιο όσο και η ακινησία που κρύβει στρατηγική αμηχανία ή φόβο έναντι του πολιτικού κόστους είναι δύο εξίσου προβληματικές συμπεριφορές. Σε αυτά αντιτάσσεται ένα σχέδιο ενεργειών που βασίζεται στο θεσμικό πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, χωρίς όμως να διολισθαίνει στον νομικισμό, γιατί αξιοποιεί με ασφάλεια όλες τις θετικές παραμέτρους της διεθνούς και περιφερειακής συγκυρίας.
Περιττεύει δε να πω ότι ούτως ή άλλως η Ελλάδα (πρέπει να) προωθεί διαρκώς όλες τις διαστάσεις της εθνικής της ισχύος, που τη θωρακίζουν όχι ρητορικά αλλά πρακτικά».
Προσώρας κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει, ενώ καμία στρατηγική διεργασία δεν βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, παρότι είναι πασιφανές ότι βρισκόμαστε σε πιθανότατο σημείο καμπής για τα «εθνικά θέματα». Τουναντίον, επικρατεί σκληρή πόλωση. Η δήλωση Τσίπρα ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να πράξει ό,τι και τον Οκτώβριο του 2018 δεν αποτελεί βάση καθορισμού συνολικής εθνικής στρατηγικής.
Ταυτόχρονα, σημαντικές φυσιογνωμίες με εμπειρία στα ελληνοτουρκικά θέματα και τις διεθνείς διπλωματικές διεργασίες, όπως ο κ. Βενιζέλος και η κα Ντόρα Μπακογιάννη, βρίσκονται «στον πάγκο», την ώρα που οι δυνατότητές τους θα ήταν ίσως πιο χρήσιμες από ποτέ.
Τι περιμένουμε αλήθεια; Να αλλάξει συμπεριφορά ο… γάτος; Ή να πιάσει το ποντίκι;