Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πολυέξοδα μέτρα εναντίον του ιού που επέβαλαν τα διάφορα κράτη και ιδίως τα ευρωπαϊκά αφήνουν μεγάλες πληγές στο οικονομικό τους σύστημα. Πώς θα αντιμετωπιστούν αυτά τα έξοδα;
Η ελπίδα εδώ είναι ότι η ανάπτυξη τα επόμενα δύο έτη θα είναι τέτοια που θα επιτρέψει σε σημαντικό βαθμό την αποκατάσταση των ζημιών. Ομως αυτό για την Ευρωπαϊκή Ενωση τουλάχιστον είναι μια καθαρή ουτοπία. Οντας από την φύση της μια ζώνη χαμηλής ανάπτυξης δεν υπάρχει λόγος που να κάνει κάποιον να πιστεύει ότι η ΕΕ θα αλλάξει και θα μεταβληθεί αίφνης σε ασιατικό τίγρη (με εξαίρεση φυσικά χώρες όπως η Πολωνία και η Ιρλανδία).
Ολα αυτά λοιπόν τα γνωρίζουν οι γραφειοκράτες στις Βρυξέλλες και για αυτό προετοιμάζουν την πάντοτε γνωστή και οικεία σε αυτούς λύση: τη φορολογία.
Αυτή την στιγμή στο τραπέζι στις Βρυξέλλες βρίσκονται δύο προτάσεις.
- Η πρώτη είναι η επιβολή ενός πανευρωπαϊκού «φόρου περιβάλλοντος».
- Η άλλη προβλέπει την φορολογία αμερικανικών επιχειρήσεων όπως την Apple την Google,την Amazon κ.λπ.
Από κοινού τα δύο αυτά μέτρα στοχεύουν στη εξεύρεση 44 δισ. που θα καλύψουν ένα μέρος των πόρων που θα δοθούν για τη ανασυγκρότηση των χωρών. Ολα αυτά σε μία οικονομική ζώνη που είναι ήδη η βαρύτερα φορολογούμενη στον κόσμο (41,7% έναντι 34% που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ).
Ας αφήσουμε προς το παρών στην άκρη τους φόρους στις αμερικανικές επιχειρήσεις και ας στραφούμε στον «φόρο περιβάλλοντος». Προφανώς αυτό ο φόρος έχει ελάχιστα να κάνει με το περιβάλλον. Είναι ένας φόρος που επιβάλλεται για να καλύψει μέρος από το κόστος των μέτρων που επιβλήθηκαν από τις κυβερνήσεις για την καταπολέμηση του ιού μέσω της χρηματοδότησης του Ταμείου Ανάκαμψης. Ετσι πιο λογικό θα ήταν να ονομάζονται αυτές οι παρεμβάσεις «φόρος καραντίνας», «φόρος του μένουμε στο σπίτι» «φόρος κλεισίματος της οικονομίας» ή κάτι ανάλογο, πάντως όχι «φόρος περιβάλλοντος».
Θεωρητικά ένας τέτοιος φόρος θα ήταν ανταποδοτικός. Θα αντιπροσώπευε (εν μέρει) το κόστος των μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση για να προφυλάξει την υγεία των πολιτών. Ακούγεται λογικό όμως υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Για ένα μεγάλο μέρος των «προστατευομένων» (ίσως την πλειοψηφία σε πολλές χώρες) η προστασία ήταν άχρηστη: Συγκεκριμένα για την ηλικιακή ομάδα κάτω των 40 για τους οποίους η περίπτωση να βιώσουν επικίνδυνες επιπλοκές είναι μικρή. Πολλοί εξ αυτών θα διερωτούντο γιατί θα έπρεπε να πληρώσουν ένα τέτοιο κόστος όταν ήδη είναι η ηλικιακή εκείνη ομάδα που θα υποφέρει περισσότερο τις συνέπειες της κρίσης που προκάλεσαν τα μέτρα κλεισίματος της οικονομίας.
Να το θέσω με διαφορετικό τρόπο. Αν την ασφαλιστική πολιτική του «Μένουμε στο σπίτι» την προσέφερε μια ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία πόσοι θα την αγόραζαν; Λογικά ένα μεγάλο μέρος των πολιτών άνω των 50 και ένα ελάχιστο μέρος των κάτω των 40. Φυσικά δυστυχώς ή ευτυχώς, εδώ, δεν έχουμε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά ένα κράτος που σε αυτή την αγορά έχει το μονοπώλιο της παροχής ασφαλιστικών υπηρεσιών και έτσι μπορεί να επιβάλλει σε όλους να αγοράσουν τις ασφάλειες που πουλάει. Είτε το θέλουν, είτε όχι.
Ονομάζοντας λοιπόν τον νέο φόρο «φόρο περιβάλλοντος» και όχι ως όφειλε «ασφάλιστρα covid» αποφεύγονται οι ενοχλητικές σκέψεις και συζητήσεις για το αν πρόκειται για μία δίκαιη επιβάρυνση για όλους ή όχι και επίσης αν το κόστος των ασφαλίστρων ανταποκρίνεται στην αποτελεσματικότητα των μέτρων.