H Λατινική Αμερική παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον παράδοξο. Από τη μία πλευρά, βρίσκεται σήμερα (μαζί με τις ΗΠΑ) στο επίκεντρο της αύξησης των κρουσμάτων του κορωνοϊού. Από την άλλη, όμως, οι περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής εφάρμοσαν από νωρίς σκληρά και αυστηρά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Κατά τα τέλη Μαρτίου, η πλειονότητα των χωρών της περιοχής είχε επιβάλει υποχρεωτική καραντίνα για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και οι περισσότεροι εργαζόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να παραμένουν στα σπίτια τους.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Eν μέρει το παράδοξο εξηγείται από τα επιδημιολογικά δεδομένα. Η πανδημία έφτασε στη Λατινική Αμερική αργότερα από την Ευρώπη, οπότε ήταν φυσικό ότι η κορύφωση θα άρχιζε εδώ, όταν η πανδημία θα κόπαζε στην Ευρώπη.
Ομως, σε μεγάλο βαθμό, ο υψηλός αριθμός θυμάτων που παρατηρούμε στη Λατινική Αμερική οφείλεται στο ότι τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης δεν εφαρμόσθηκαν για μεγάλο διάστημα και χαλάρωσαν σχεδόν μερικές ημέρες μετά την υιοθέτησή τους. Σε πολλές χώρες όπως π.χ. το Μεξικό άνοιξαν πάλι την οικονομία, εν μέσω κορύφωσης του ιού.
Οπως επισημαίνει σε πρόσφατη ανάλυσή της η Τράπεζα Διεθνούς Ανάπτυξης (BID), η πρώιμη χαλάρωση (μέχρι βαθμού άρσης) των μέτρων σχετίζεται με την επαγγελματική διάρθρωση του πληθυσμού. Ανω του 60% του πληθυσμού απασχολείται στον τομέα της «άτυπης» (ή «παράλληλης») οικονομίας, σε δραστηριότητες κυρίως παροχής υπηρεσιών και του μικροεμπορίου.
Ο τομέας της άτυπης οικονομίας έχει το τεράστιο πλεονέκτημα για τον απασχολούμενο ότι δεν πληρώνει φόρους και δεν υπόκειται στους διάφορους γραφειοκρατικούς περιορισμούς και ελέγχους. Επίσης επιτρέπει στον εργαζόμενο να αλλάζει ταχύτατα το αντικείμενο της εργασίας του, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά. Μπορεί να πηγαίνει για ύπνο το βράδυ ως καθηγητής Αγγλικών και να ξυπνάει τo επόμενο πρωί ως μάγειρας.
Ομως ο τομέας αυτός παρουσιάζει ένα τεράστιο μειονέκτημα. Δεν επιτρέπει στον απασχολούμενο να έχει πρόσβαση στις κοινωνικές ενισχύσεις που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι στους τομείς της τυπικής οικονομίας. Δεν έχει έτι πρόσβαση σε επιδόματα ανεργίας, σε επίδομα ασθένειας κ.λπ.
Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι για αυτόν είναι αδύνατο να παραμείνει σπίτι και να μη δουλέψει. Παραμονή στο σπίτι, τήρηση κανόνων ασφαλούς απόστασης κ.λπ., είναι στοιχεία που τον οδηγούν κατευθείαν στην ακραία φτώχεια. Για αυτό οι κυβερνήσεις των χωρών της Λατινικής Αμερικής βρίσκονται συνεχώς κάτω από τεράστια πίεση να ανοίξουν την οικονομία τους και να αφήσουν τον κόσμο να δουλέψει.
Η κάθε κυβέρνηση στη Λατινική Αμερική λοιπόν αντιμετωπίζει το δίλημμα: χαλαρώνω τα μέτρα και ανοίγω την οικονομία με προοπτική περισσότερων κρουσμάτων από την ασθένεια ή διατηρώ την οικονομία κλειστή, τα μέτρα υποχρεωτικά, με αποτέλεσμα εκτεταμένες κοινωνικές αναταραχές;
Ενα καθόλου εύκολο δίλημμα. Οπως λέει ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης του Μεξικού Ηugo Lopez-Gatell: «Το δικό μας μοντέλο βασίζεται στην πειθώ και όχι στον καταναγκασμό. Ο καταναγκασμός θα είχε οδηγήσει σε εντάσεις και συγκρούσεις».
Το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής δείχνει πόσο δύσκολο είναι να επιβάλλεις τα ίδια μέτρα σε όλες τις χώρες του κόσμου με τέτοιο διαφορετικό οικονομικό-κοινωνικό προφίλ. Παρόλο που τα μέτρα μπορεί να είναι σωστά από επιδημιολογικής άποψης, εντούτοις τα οικονομικά δεδομένα (π.χ. ένας μεγάλος τομέας «άτυπης οικονομίας») που παρουσιάζει η κάθε χώρα είναι τόσο διαφορετικά, ώστε να τα καθιστά πολλές φορές μη εφαρμόσιμα.