Ενώ βρισκόμαστε στην αυγή μιας ριζικής οικονομικής αλλά και κοινωνικής ανατροπής, παρόμοια με αυτήν της βιομηχανικής Επανάστασης, οι πολιτικοί, οι άνθρωποι της οικονομίας και οι έμψυχοι συντελεστές της παραγωγής, θα πρέπει να δώσουν απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα. Και οι απαντήσεις αυτές, είναι αναγκαίο να ανταποκρίνονται σε πραγματικότητες και όχι σε θεωρητικά και ιδεοληπτικά σχήματα τα οποία τελικά εξαπατούν και διχάζουν.
Η πραγματικότητα λοιπόν μας λέει ότι σε μια οικονομία, έχουμε την πλευρά της παραγωγής πλούτου, μέσω αγαθών και υπηρεσιών, η οποία υπάγεται στους νόμους των συναλλαγών. Στην άλλη πλευρά υπάρχει η μη παραγωγική διάσταση, η οποία αφορά την εκπαίδευση, τη δημόσια υγεία και ασφάλεια και την προστασία αυτών που για ποικίλους λόγους βρίσκονται στο περιθώριο.
Η μέχρι σήμερα εμπειρία στις αναπτυγμένες χώρες, μας αποδεικνύει ότι οι καλύτερες επιδόσεις των συντελεστών της παραγωγής πλούτου, παρατηρούνται σε χώρες όπου επικροτούν οι καλύτερες ανταγωνιστικές συνθήκες και γίνονται σχολαστικά σεβαστοί οι κανόνες των συναλλαγών.
Στις χώρες αυτές, παρατηρείται επίσης και ο σημαντικότερος βαθμός εκδημοκρατισμού της κατανάλωσης, φαινόμενο κορυφαίας σημασίας για τη συνολική επίδοση μιας οικονομίας και του κοινωνικού της περιγύρου.
Ας σημειωθεί ότι στις παραπάνω οικονομίες, σπανίζουν στις αγορές τους οι μονοπωλιακές καταστάσεις και κάθε φορά που αυτές παρουσιάζονται, το κράτος αναλαμβάνει να τις περιορίσει.
Επίσης στις αναπτυγμένες χώρες, η επαναδιανομή του παραγόμενου πλούτου σε πρώτη φάση αφορά την δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων που προκύπτουν από τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς και για μια μακρά περίοδο, η διαδικασία είχε αφετηρία τη συσσώρευση κεφαλαίου. Στην ουσία έτσι, η αναδιανομή στηριζόταν σε κινήσεις προϊόντων και υπηρεσιών, όπου έχουμε συναλλαγή αξίας έναντι αξίας.
Πλην όμως στις σημερινές κοινωνίες ένα σημαντικό μέρος του παραγόμενου πλούτου προκύπτει από προσόδους και άϋλες αξίες, που μεταφέρουν το θέμα της επαναδιανομής σε επίπεδο ανθρώπων. Με πιο απλά λόγια, είναι πλέον σουρεαλιστικό να γίνεται συζήτηση αναδιανομής εισοδήματος για μια οικονομία που δεν υπάρχει. Πολύ εύστοχα, ο Γάλλος οικονομολόγος και αρθρογράφος Πώλ Φαμπρά, πριν λίγα χρόνια, στο βιβλίο του «Καπιταλισμός χωρίς κεφάλαιο», έκανε λόγο για την ύπαρξη μιας οικονομίας στην οποίαν κυκλοφορεί χρήμα χωρίς αντίκρυσμα.
Πριν εννέα δεκαετίες, ο Τζων Μεϊναρντ Κεϊνς που κάποιοι συνεχώς επικαλούνται σήμερα, είχε αποκαλέσει τα χρήματα «σύνδεσμο του παρόντος με το μέλλον». Προφανώς δε, αυτό που ήθελε να πει, είναι ότι ο τρόπος με τον οποίον χρησιμοποιούμε τα χρήματα σήμερα αποτελεί μια ένδειξη για το πώς πιστεύουμε ότι θα κινηθούν τα πράγματα τα χρόνια που έρχονται.
Αυτό λοιπόν που κάναμε με τα χρήματά μας από την πρώτη χρόνια του 21ου αιώνα έως το 2008 που εκδηλώθηκε η οξύτατη χρηματοπιστωτική κρίση, ήταν να τριπλασιάσουμε την παγκόσμια διαθέσιμη ποσότητα χρημάτων, ασυγκρίτως ταχύτερα από την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας. Όταν η ποσότητα των χρημάτων διογκώνεται σε τέτοιο βαθμό, το μήνυμα που εκπέμπουμε είναι πως προσδοκούμε ένα μέλλον μακράν πλουσιότερο του παρόντος. Η κρίση ήταν απλούστατα η απάντηση που λάβαμε από το μέλλον: Κάναμε λάθος.
Από τη στιγμή όμως που ήλθε η κρίση, οι υπεύθυνοι για την έκρηξη της αντί να μελετήσουν τη δομική εξυγίανση του συστήματος, άρχισαν να ρίχνουν στην αγορά ακόμα περισσότερο χρήμα.
Αυτή ήταν, ουσιαστικά, η πολιτική που ακολουθήθηκε παγκοσμίως μετά το 2008. Εκτύπωση μεγάλης ποσότητας χρημάτων με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους δανεισμού για τις τράπεζες, το οποίο πέφτει στο μηδέν ή γίνεται ακόμα και αρνητικό.
Όταν τα επιτόκια στην πραγματική οικονομία γίνονται αρνητικά, οι καταθέτες, για τους οποίους ο μόνος τρόπος διασφάλισης των κεφαλαίων τους είναι η αγορά κρατικών ομολόγων, πρακτικά εξαναγκάζονται να παραιτηθούν από κάθε έσοδο που θα απέδιδαν οι αποταμιεύσεις τους. Έτσι, επειδή οι καταθέτες αναγκάζονται να επενδύσουν τα χρήματά τους σε τομείς υψηλότερου ρίσκου, ανακάμπτουν και το χρηματιστήριο και οι αγορές στέγης, εμπορευμάτων και χρυσού. Το αποτέλεσμα ήταν μία ισχνή ανάκαμψη, αλλά το στρατηγικό πρόβλημα παρέμενε.
Από το 2011 και μετά οι ρυθμοί ανάπτυξης στον αναπτυγμένο κόσμο ήσαν χαμηλοί και η όποια άνοδος στις Η.Π.Α. οφειλόταν στην κατά 17 τρισ. δολάρια αύξηση του ομοσπονδιακού χρέους από το 2009 έως το 2016. Για μια δεκαετία έτσι, κυκλοφορούν τρισεκατομμύρια εκτυπωμένων δολλαρίων, γιέν, στερλίνων και ευρώ, με τα αυξανόμενα χρέη των νοικοκυριών να παραμείνουν απλήρωτα. Παράλληλα, από την Ισπανία έως την Κίνα, ολόκληρες πόλεις – φαντάσματα, αποτέλεσμα της κερδοσκοπίας στην αγορά κατοικίας παραμένουν απούλητες. Έως την εκδήλωση της πανδημίας του κορωνοϊού, μόνον μια εντυπωσιακή νέα παραγωγή πλούτου θα μπορούσε να κάνει το μέλλον βιώσιμο.
Αυτό όχι μόνον δεν συνέβη, αλλά με αφορμή την πανδημία και την παράλυση της παραγωγικής δραστηριότης, στην αγορά κυκλοφορεί νέο χρήμα χωρίς αντίκρυσμα. Πρόκειται για το αποκαλούμενο «παραστατικό χρήμα», το οποίο ναι μεν για μια περίοδο έδωσε τη δυνατότητα σε όλο τον κόσμο να ζει δημιουργώντας χρέη, σήμερα όμως τι γίνεται;
Από μόνο του το ερώτημα αυτό, επειδή για την ώρα δεν έχει ξεκάθαρη απάντηση – πέραν αυτής της μαζικής διαγραφής χρεών – αποτελεί υψηλού κινδύνου ωρολογιακή βόμβα. Με ήδη παράπλευρες συνέπειες, όπως η παγκοσμιοποίηση του αυταρχισμού και του λαϊκιστικού ακτιβισμού.