Η εκδήλωση της πανδημίας του κορωνοϊού βρήκε την παγκόσμια κοινότητα απροετοίμαστη παρά τις προειδοποιήσεις των τελευταίων ετών, αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες του ισχύοντος συστήματος πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης.
Το αρχικό σοκ της υγειονομικής κατάστασης εξαιτίας ενός κινδύνου άγνωστου σε επικινδυνότητα, μέγεθος και διάρκεια, ακολούθησε η εκδήλωση μιας κρίσης με ανυπολόγιστες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Μια συμμετρική απειλή με ασύμμετρες πολυπαραγοντικές επιπτώσεις, που η αποτελεσματική αντιμετώπισή της απαιτούσε τον συντονισμό και τη συνεργασία διεθνών οργανισμών και κυβερνήσεων, ακολουθώντας τα αντίστοιχα παραδείγματα του παρελθόντος (πολιομυελίτιδα, AIDS, ιός Έμπολα κ.ά.).
Δυστυχώς τα στοιχεία που κυριάρχησαν ήταν το ουσιαστικό έλλειμμα αλληλεγγύης στον ευρωπαϊκό χώρο, οι ανήθικοι ανταγωνισμοί, με κυρίαρχο παράδειγμα την απαγόρευση εξαγωγών και την παρακράτηση ιατρικοφαρμακευτικού υλικού, το blame game μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για τις γενεσιουργούς αιτίες και την εξέλιξη της πανδημίας.
Τη στιγμή που οι περισσότερες χώρες έχουν αρχίσει τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, χωρίς η ιατροφαρμακευτική έρευνα να έχει φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα μέχρι σήμερα, το ενδιαφέρον στρέφεται (και) στο οικονομικό πεδίο. Το ταυτόχρονο lockdown των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου και οι φόβοι ενός νέου γύρου πανδημίας απειλούν με κλυδωνισμούς πρωτόγνωρης έντασης και διάρκειας.
Οι μακροοικονομικές εκτιμήσεις βαίνουν συνεχώς πιο αρνητικές, ενώ τα πρώτα δημοσιευμένα δεδομένα δείχνουν σημαντική πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και εκρηκτική άνοδο της ανεργίας. Η ευχή για γρήγορη επιστροφή στην προηγούμενη «κανονικότητα» είναι τόσο κενή περιεχομένου, όσο αόριστο ήταν το περιεχόμενο της «κανονικότητας» που είχαμε προ της εκδήλωσης της πανδημίας.
Η συζήτηση στα εθνικά ακροατήρια περιορίζεται σε αντιπαραθέσεις περί των μέτρων ενίσχυσης αντί μιας ολιστικής προσέγγισης της νέας πραγματικότητας. Κρίσιμα σημεία όπως το ενδεχόμενο αναθεώρησης των ισχυουσών πολιτικών, αντιλήψεων, κρατικών δομών που συμβάλλουν τόσο στην ένταση όσο και στην ελλειμματική αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων, απαιτούμενα συστατικά όπως η συναίνεση και η κοινωνική συνοχή ως προϋποθέσεις προόδου και ανάπτυξης απουσιάζουν από τον δημόσιο διάλογο.
Όσο άστοχη είναι η πρόβλεψη για επιστροφή στην business as usual «κανονικότητα», άλλο τόσο είναι το βεβιασμένο συμπέρασμα ότι τα πάντα θα αλλάξουν. Από τημία, εκατομμύρια εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο είναι ήδη άνεργοι, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για περαιτέρω σημαντική μείωση του ποσοστού απασχόλησης με παράλληλη αύξηση της μερικής (απασχόλησης). Εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις παγκοσμίως κινούνται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και πολλές άλλες αναστέλλουν επ’ αόριστον τη λειτουργία τους.
Από την άλλη, η ιστορία της ανθρωπότητας χαρακτηρίζεται από την αέναη κίνηση της ζωής και της προόδου, ενώ οι ενέργειες κρατών και υπερεθνικών οργανισμών θα συνεισφέρουν στον περιορισμό των συνεπειών της κρίσης. Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι οι μεγάλες αλλαγές ευνοούνται από την εκδήλωση σοβαρών κρίσεων, ωστόσο η εφαρμογή και η κοινωνική αποδοχή τους απαιτούν περισσότερο χρόνο.
Δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται η αναβάθμιση του ρόλου του κράτους στις νέες συνθήκες. Το ερώτημα όμως είναι τι είδους κράτος χρειαζόμαστε. Παίρνοντας ως παράδειγμα την ελληνική περίπτωση, το κράτος πρέπει να συνεχίσει τον μετασχηματισμό του και να προσαρμοστεί τόσο στις παρούσες συνθήκες όσο και για τις μελλοντικές προκλήσεις. Ζητούμενο δεν είναι το μέγεθός του αλλά η ποιότητα και η αποτελεσματικότητά του.
Βασικοί θεσμοί όπως η δικαιοσύνη, η δημόσια διοίκηση, τα σώματα ασφαλείας, η τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να ενισχυθούν εντάσσοντας στο περιεχόμενο και στη λειτουργία τους μέσω των κατάλληλων διαδικασιών, έννοιες όπως ανταποδοτικότητα, στόχευση, αποτέλεσμα, δημόσια διαβούλευση, λογοδοσία, έλεγχος πεπραγμένων, διαφάνεια.
Πυρήνας της νέας αντίληψης πρέπει να είναι η προώθηση του κοινού, του δημόσιου συμφέροντος αντί της επικρατούσας πρακτικής ενίσχυσης ιδιοτελών ή επιμέρους συμφερόντων συντεχνιακού χαρακτήρα. Η συζήτηση περί ασφάλειας των πολιτών δεν πρέπει να αφορά αποκλειστικά την προστασία, την αστυνόμευση, όπως προσπάθησαν να πείσουν αρκετοί πολιτικοί στο πρόσφατο παρελθόν. Η ασφάλεια οφείλει να έχει διευρυμένη διάσταση, που να συμπεριλαμβάνει την υγεία, την παιδεία, την απασχόληση, τη δικαιοσύνη, την αξιοκρατία, την κοινωνική ενσωμάτωση και συνοχή, την πρόσβαση στις ίσες ευκαιρίες, τους δημοκρατικούς θεσμούς, τον σεβασμό στη διαφορετικότητα ως βασικά συστατικά της. Σε μία πρόταση θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως την ενίσχυση της δημοκρατίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Οι απαιτούμενες αλλαγές και οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις οφείλουν να εμπεριέχουν στον πυρήνα τους τα παραπάνω στοιχεία, προκειμένου να είναι αποτελεσματικές και κοινωνικά αποδεκτές. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός, ως εργαλείο και στοιχείο προόδου, πρέπει να συνεχισθεί και να εντατικοποιηθεί, αποσκοπώντας στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών με όρους κοινωνικής και οικονομικής αποτελεσματικότητας και στη μείωση του χάσματος με τα προηγμένα κράτη. Οι αλλαγές στην παιδεία, η ενσωμάτωση των σύγχρονων παιδαγωγικών αντιλήψεων και των τεχνολογιών θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την κατεύθυνση της χώρας και τη συμμετοχή της στην πρωτοπορία των προηγμένων χωρών.
Στο αναπτυξιακό πεδίο, είναι απαραίτητη η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου μέσω της ενίσχυσης κλάδων όπως ο αγροτοδιατροφικός, η μεταποίηση, τα logistics, η πληροφορική, η βιομηχανία τροφίμων και φαρμάκων, πέραν του επιτυχημένου παραδείγματος του τουρισμού, ως βασικών πυλώνων ανάπτυξης και απασχόλησης και της ένταξης των επιτυχημένων ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Για αυτό η Πολιτεία πρέπει να μεριμνήσει για ένα προκαθορισμένο και ταυτόχρονα σύγχρονο πλαίσιο κανόνων και κινήτρων που θα υποβοηθά την παραγωγική δραστηριότητα, τις επενδύσεις, την νεοφυή επιχειρηματικότητα, την καινοτομία και την εξωστρέφεια προτάσσοντας την τήρηση των εργασιακών δικαιωμάτων, την πράσινη μετάβαση της οικονομίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και την προστασία του φυσικού, δομημένου και πολιτιστικού περιβάλλοντος ως όρους που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης ή «εκπτώσεων». Η εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών σε συνδυασμό με την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων κυρίως σε υποδομές μπορούν και πρέπει να αποκτήσουν πρωταρχικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία.
Σε αυτή τη φάση βέβαια, απόλυτη προτεραιότητα αποτελεί η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, προκειμένου να είναι ικανό να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις μελλοντικές εκδηλώσεις αντίστοιχων υγειονομικών κρίσεων. Η στήριξη των εργαζόμενων και των επιχειρήσεων, η ενίσχυση και διεύρυνση για το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας που καλύπτει ευάλωτους και πληγέντες πολίτες είναι πεδία που χρήζουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης, σε πρώτο χρόνο με οριζόντια μέτρα και στη συνέχεια με πιο εξειδικευμένες παρεμβάσεις.
Η εκτεταμένη κρατική χρηματοδότηση της οικονομίας έχει άμεσο αντίκτυπο στους εθνικούς προϋπολογισμούς μέσω της σημαντικής αύξησης των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι ισχυρές χώρες με μεγαλύτερες δυνατότητες είναι σε θέση να δώσουν ισχυρές και ολοκληρωμένες απαντήσεις στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης σε εθνική κλίμακα, που δεν μπορούν να δώσουν οι υπόλοιπες, με αποτέλεσμα την διεύρυνση των ανισοτήτων. Επιπρόσθετα, στο ευρωπαϊκό επίπεδο αυτή η εξέλιξη δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια μελλοντική επανάληψη κρίσης χρέους, όπως συνέβη στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
Η άμεση αμοιβαιοποίηση του χρέους και ο διαμοιρασμός του ρίσκου θα ήταν οι ιδανικές λύσεις τόσο ως απάντηση στην πρόκληση του σήμερα όσο και στις πιθανές δυσκολίες του μέλλοντος. Ωστόσο η διαφωνία ορισμένων χωρών του Ευρωπαϊκού Βορρά ακύρωσε αυτήν την προοπτική τουλάχιστον στην παρούσα φάση.
Ενδεχομένως πίσω από αυτήν την άρνηση να υποκρύπτεται το έλλειμμα πολιτικής βούλησης για την προώθηση των απαραίτητων αλλαγών προς την κατεύθυνση της πραγματικής πολιτικής ενοποίησης, παρά το γεγονός ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία οφείλουν μεγάλο μέρος της ευρωστίας τους στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά όπου πραγματοποιείται η μερίδα του λέοντος των εξαγωγών τους. Ωστόσο αυτή η εξέλιξη δεν θα πρέπει να προκαλέσει την αδρανοποίηση και τον περιορισμό της πολιτικής δράσης σε αφορισμούς και επίρριψη κατηγοριών.
Η σημαντική ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού και η χρήση του ως εγγύησης για την έκδοση χρεογράφων που μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά τα διαθέσιμα κονδύλια και η μετέπειτα κατανομή τους κυρίως με τη μορφή επιχορηγήσεων, είναι μέσα για την εύρεση μιας κοινής πολιτικής λύσης. Η αύξηση των χρηματοδοτικών εργαλείων μέσω της ευρωπαϊκής οδού θα βοηθήσει τις κυβερνήσεις για την υλοποίηση των απαραίτητων, κυρίως εμπροσθοβαρών, μέτρων στήριξης επιχειρήσεων, εργαζόμενων και κοινωνικού κράτους προκειμένου να περιορίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, αποτρέποντας την ενίσχυση των περιφερειακών ανισοτήτων και την περιθωριοποίηση μεγάλων μερών του κοινωνικού συνόλου. Παράλληλα, η διατήρηση των πολιτικών συνοχής και της ατζέντας της κλιματικής αλλαγής είναι απαραίτητα μέρη μιας ολιστικής απάντησης από τις ευρωπαϊκές ηγεσίες απέναντι στις προκλήσεις της επόμενης περιόδου.
Ταυτόχρονα πρέπει να σχεδιασθεί ένα πανευρωπαϊκό συντονιστικό όργανο που θα συμβάλλει τόσο στην ενίσχυση των εθνικών συστημάτων υγείας και στην εξασφάλιση της διακρατικής παραγωγής και προμήθειας των απαραίτητων υλικών, όσο και στην συνεργασία για την εύρεση των κατάλληλων φαρμακευτικών αγωγών και του εμβολίου, ως δημόσια αγαθά, για την αντιμετώπιση του ιού. Αποστολή του οργάνου θα είναι επίσης ο συντονισμός των ενεργειών για τον σταδιακό περιορισμό των μέτρων εγκλεισμού, η υιοθέτηση κοινών πρωτοκόλλων υγείας που θα επιτρέψει το άνοιγμα αεροδρομίων και αερομεταφορών και την απρόσκοπτη μετακίνηση των ευρωπαίων πολιτών όπως προβλέπουν εξάλλου οι αντίστοιχες ιδρυτικές συνθήκες της Ένωσης.
Η υιοθέτηση πολιτικών ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής, όπως η εφαρμογή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και ενός ευρωπαϊκού ταμείου ανεργίας, έστω με προσωρινή ισχύ, είναι ιδέες/προτάσεις που αξίζουν να μελετηθούν. Σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο η ενσωμάτωση, μέσω ποιοτικών και ποσοτικοποιημένων στόχων, στον πυρήνα του ενδιαφέροντος της Ε.Ε. πολιτικών για την ανεργία, την επισφαλή απασχόληση, την παιδική και γενική φτώχεια θα δημιουργήσουν το κατάλληλο πλαίσιο ισορροπίας μεταξύ μιας κοινωνικής Ευρώπης και της κοινής αγοράς.
Το έλλειμμα παγκόσμιας ηγεσίας μπροστά στην νέα κατάσταση αυξάνει τις ανησυχίες για επαναφορά σε ψυχροπολεμικές τακτικές και πολιτικές. Η Ευρώπη θα μπορούσε να αποκαταστήσει τον παλαιότερο πρωταγωνιστικό ρόλο της για την γεφύρωση των πολιτικών διαφορών, τον συντονισμό για την συνεργασία των εθνικών υγειονομικών συστημάτων και των ερευνητικών κέντρων και την υποστήριξη χωρών της Αφρικής όταν η πανδημία επεκταθεί και σε αυτήν την περιοχή, με την οποία -μη λησμονούμε- γειτονεύει. Αρχικά όμως θα πρέπει να αποκαταστήσει τα του οίκου της. Οι πολιτικές δυνάμεις που αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα και την ιστορικότητα της παρούσας συγκυρίας θα πρέπει να πιέσουν προς αυτήν τη διπλή κατεύθυνση.
Εκτός της οικονομίας και του υγειονομικού συστήματος η σημερινή κρίση αποτελεί μια δοκιμασία για τις σύγχρονες δημοκρατίες του Δυτικού κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι ακραίες και λαϊκίστικες πολιτικές δυνάμεις παίρνουν θέση προκειμένου να εκμεταλλευτούν ψηφοθηρικά τις αρνητικές συνέπειες σε οποιοδήποτε επίπεδο.
Πρακτικές όπως οι κατηγορίες σε τρίτες χώρες, η εκμετάλλευση της δυστοκίας στη λήψη συντονισμένων αποφάσεων, η κατάθεση υπεραπλουστευμένων προτάσεων ως ιδεατές, η αποδοχή ως μόνιμων των προσωρινών μέτρων περιορισμού βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατικών λειτουργιών και η εκμετάλλευση του αισθήματος φόβου απέναντι στην πανδημία και τις διαφαινόμενες οικονομικές μεταβολές, επικοινωνιακά διανθισμένες με συνωμοσιολογικές θεωρίες αποτελούν ορισμένα μόνο από τα μέσα της ανεξάντλητης εργαλειοθήκης τους.
Απέναντι σε αυτόν τον υπαρκτό κίνδυνο, πέραν της υγειονομικής προστασίας, θα πρέπει αφενός να παρθούν τα απαραίτητα μέτρα που θα περιορίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις ούτως ώστε να μην πληγεί ανεπανόρθωτα η κοινωνική συνοχή και αφετέρου να προχωρήσουν στις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις που θα ενδυναμώσουν τους πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος και της διεθνούς αλληλέγγυας συνεργασίας.
Σαφώς βρισκόμαστε ακόμα μακριά από αυτόν τον στόχο και πρέπει να γίνουν πολλά. Αλλά όπως λένε στην Αγγλία, better late than never.
Το παραπάνω άρθρο υπογράφουν (φωτ. από αριστερά):
* Δημήτρης Λιάκος, Οικονομολόγος, πρώην Υφυπουργός στον ΠΘ
* Κώστας Στρατής, Αρχαιολόγος, πρώην Υφυπουργός Πολιτισμού
* Ευγενία Φωτονιάτα, Χημικός Μηχανικός, πρώην Ειδική Γραμματέας ΕΣΠΑ
* Στεφανία Γεωργακάκου, Οικονομολόγος, πρώην Διευθύνουσα Σύμβουλος ΟΚΑΑ ΑΕ
* Θανάσης Μισδανίτης, Οικονομολόγος