Ηταν λίγο περίεργο το εξώφυλλο του Economist πριν δύο εβδομάδες, πιθανότατα όμως να αποδειχθεί προφητικό. Σε κόκκινο φόντο έβλεπε κανείς μια αριθμητική παράσταση που έδειχνε 90%. Στο κύριο δε άρθρο τονιζόταν ότι «ενώ για πολλά πράγματα το 90% είναι μια χαρά, για μια οικονομία είναι άθλιο ποσοστό και η Κίνα δείχνει γιατί».
Στη χώρα αυτή, επισημαίνει το βρετανικό περιοδικό, τα εργοστάσια από διμήνου σχεδόν απασχολούνται και οι δρόμοι δεν είναι πλέον άδειοι. Το αποτέλεσμα είναι μια οικονομία 90%. Είναι καλύτερη βέβαια η κατάσταση αυτή από το περίφημο lockdown, απέχει πολύ όμως από το κανονικό και αυτό είναι το πρόβλημα.
Μεγάλα κομμάτια της καθημερινής ζωής υποφέρουν. Ειδικά στην Κίνα, που είναι και η πηγή της νόσου, τα αεροπορικά ταξίδια έπεσαν 40%, το ίδιο και οι επισκέψεις σε εστιατόρια, οι παραμονές σε ξενοδοχεία και οι επισκέψεις σε μπαρ, καφετέριες κλπ. Οι δεξιώσεις και τα πολυτελή εγκαίνια τραπεζών και σημείων πώλησης τελείωσαν. Η μαζική κατανάλωση έπεσε 20% και η αποταμίευση σταδιακά πάει περίπατο.
Στον αναπτυγμένο κόσμο, ένα λειτουργικό 90% στην οικονομία, θα κάνει τη ζωή δύσκολη, τουλάχιστον έως ότου βρεθεί ένα εμβόλιο ή ανακαλυφθεί μια φερέγγυα αποτελεσματική θεραπεία. Στην Αμερική για παράδειγμα, μια παρόμοια κατάσταση, θα οδηγήσει στη μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Όσο περισσότερο αντέχει η Covid-19, τόσο πιο πολύ θα γίνονται αισθητές και οι επιπτώσεις της.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και όταν ο κίνδυνος αρχίσει να μετριάζεται, η διαδικασία μετάβασης στην κανονικότητα θα είναι αργή και ως εκ τούτου θα έχει κόστος. Και αυτό μας οδηγεί σ΄ ένα νέο πεδίο προβληματισμού, εξόχως σοβαρό.
Πρόκειται για την κυριαρχία της αβεβαιότητας, την οποίαν για αρκετό καιρό θα τροφοδοτούν κάποια μεμονωμένα έστω κρούσματα. Ενώ το lockdown θα έχει σταματήσει, τα αίτια που το προκάλεσαν δεν θα εκλείψουν εντελώς και η παραπλανητική φιλολογία θα εντείνεται. Ακόμα χειρότερα, πολλά επιστημονικά δεδομένα γύρω από την ασθένεια θα παραμένουν ασαφή, γεγονός που θα τροφοδοτεί με μπόλικο υλικό τις θεωρίες συνωμοσίας.
Άρα ο φόβος περί την ασθένεια θα είναι πάντα παρών και αυτό είναι ήδη ορατό. Παρά την άρση μέτρων περιορισμού στη Γερμανία και αλλού, ειδικά για τα μικρά εμπορικά καταστήματα, οι πελάτες παραμένουν μακρυά από αυτά. Στη Δανία, λόγου χάρη, αν και τα περιοριστικά μέτρα υπήρξαν ήπια, οι δαπάνες των νοικοκυριών για υπηρεσίες, ταξίδια και ψυχαγωγία, μειώθηκαν σε ποσοστό 80%. Το ίδιο, εκτιμούν Σουηδοί οικονομολόγοι, συνέβη και στη χώρα τους.
Κατά τον Economist, στις περισσότερες χώρες, πολλές επιχειρήσεις θα βγουν από το lockdown χωρίς χρήματα, με στενούς ισολογισμούς και θα αντιμετωπίσουν ασθενή ζήτηση.
Σε μια έρευνα της Goldman Sachs, σχεδόν τα δύο τρίτα των Αμερικανών ιδιοκτητών μικρών επιχειρήσεων δήλωσαν ότι τα χρήματα τους θα εξαντληθούν σε λιγότερο από τρεις μήνες. Στη Βρετανία το μερίδιο των εμπορικών ενοικιαστών που έχουν μείνει πίσω στο ενοίκιό τους έχει αυξηθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες. Πριν λίγες ημέρες, ο επικεφαλής της Boeing προειδοποίησε ότι τα αεροπορικά ταξίδια δεν θα ταιριάζουν με το επίπεδο του 2019 για δύο ή τρία χρόνια.
Οι επενδύσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο του ΑΕΠ, θα μειωθούν πρώτον γιατί ο κόσμος θα θέλει να έχει κάποια ρευστότητα και δεύτερον γιατί θα είναι εξαιρετικά δύσκολη η τιμολόγηση του επενδυτικού κινδύνου. Υπό αυτή την έννοια, το πρόσφατο χρηματιστηριακό ράλι, είναι σκόνη στα μάτια.
Όσο οι επιχειρήσεις θα αγωνίζονται να επιβιώσουν, τόσο θα ανεβαίνει η αβεβαιότητα των καταναλωτών. Πάνω από το ένα τρίτο των ερωτηθέντων στην Αμερική δήλωσε στην Pew Researchότι, οτι εάν χάσουν την κύρια πηγή εισοδήματος, οι αποταμιεύσεις τους, οι νέοι δανεισμοί ή η πώληση περιουσιακών στοιχείων δεν θα τους συντηρούσαν περισσότερο από τρεις μήνες.
Επειδή οι βιομηχανίες που έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομία του 90% απασχολούν πολλούς χαμηλόμισθους, η ανεργία θα είναι υψηλή και η περιστασιακή δουλειά είναι ήδη δύσκολη. Ακόμα και τώρα στις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, πάνω από 30 εκατομμύρια εργαζόμενοι, το ένα πέμπτο του εργατικού δυναμικού, βρίσκονται σε ειδικά συστήματα, όπου το κράτος πληρώνει τους μισθούς του. Αυτά μπορεί να είναι γενναιόδωρα, αλλά κανείς δεν ξέρει πόσο καιρό θα διαρκέσουν.
Η οικονομία θα υποφέρει επίσης από ουλές. Οι εταιρείες που προσαρμόζονται στην Covid-19 μειώνοντας το κόστος και βρίσκοντας νέους τρόπους εργασίας, μπορεί να αυξήσουν την παραγωγικότητα. Αλλά εάν οι άνθρωποι αναμιγνύονται λιγότερο μετά την άρση των lockdown ή αν είναι αδρανείς για μήνες, στο τέλος θα αποκολληθούν από τα επαγγελματικά δίκτυα και ενδέχεται να χάσουν δεξιότητες.
Οι άνεργοι της Αμερικής θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μια χαμένη δεκαετία, αναφέρει ο Economist. Και με ψυχρό ρεαλισμό προβλέπει ότι τα γνωστά κυβερνητικά προγράμματα, που ήδη εφαρμόζονται στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες είναι βέβαια καλοδεχούμενα και βραχυπρόθεσμα σώζουν επιχειρήσεις, πλην όμως δεν έχουν ένα μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Με πιο απλά λόγια μεταθέτουν στο χρόνο την οξύτητα ενός καίριου προβλήματος, στο πλαίσιο του οποίου εταιρίες ζόμπι ούτε θα ευδοκιμούν, ούτε θα χρεωκοπούν, αλλά θα επιβραδύνουν την ανακύκλωση εργασίας και κεφαλαίου. Κάτι που εν μικρογραφία συνέβη στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1980 με τις περίφημες «προβληματικές εταιρίες».
Υπό παρόμοιες συνθήκες, επισημαίνει το βρετανικό περιοδικό, όσο περισσότερο ο κόσμος πρέπει να αντέξει μια οικονομία 90%, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να υποχωρήσει μετά την πανδημία. Μετά την ισπανική γρίπη πριν από ένα αιώνα και το SARS πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες, η συντριπτική επιθυμία ήταν η ζωή να επιστρέψει στο φυσιολογικό. Αλλά δεν είχε τόσο μεγάλη οικονομική επίδραση, όπως η Covid-19, ενώ οι προσδοκίες των πολιτών για την κυβέρνηση ήταν πιο μέτριες το 1918 από ό,τι σήμερα.
Είναι κατάδηλο έτσι ότι η μετά την πανδημία εποχή, θα είναι γεμάτη αβεβαιότητα αλλά και θυμό, ιδιαίτερα σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Οι χαμένοι της πανδημίας θα είναι οι αδύνατοι. Και αυτοί οι τελευταίοι είναι το καλύτερο θήραμα για τους αδίστακτους δημαγωγούς και λαϊκιστές.
Κοντολογίς, η πανδημία δεν θα τελειώσει αύριο…