Τα ανά τον κόσμο ελικόπτερα έχουν ήδη πιάσει δουλειά. Στην Αμερική θα ρίξουν περί τα 2.000 δισ. δολάρια, στην Ευρώπη, μαζί με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άλλα τόσα και οι ρίψεις θα κρατήσουν έως το τέλος του χρόνου. Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020, εκτιμάται ότι θα πέσουν στις εθνικές αγορές περί τα 10 με 12.000 δισ. δολάρια, ποσό ασύλληπτο για τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Οι κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, με άλλα λόγια, θα ξοδεύουν χρήμα σαν να υπάρχει μηδενική παραγωγή από τώρα έως κάποια στιγμή το φθινόπωρο που θα έλθει. Τους επόμενους μήνες συνεπώς, ένας πακτωλός δημόσιων δαπανών θα φέρει τις κρατικές εξουσίες στο προσκήνιο, θα θολώσει ακόμα περισσότερο τα όρια μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και βέβαια θα μεταφέρει ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας στους ισολογισμούς των κυβερνήσεων. Αυτό το επίπεδο δαπανών δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία -ούτε καν κοντά. Ούτε στον πόλεμο. Ούτε στην ειρήνη. Ποτέ.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν τέτοιες προσπάθειες μπορούν να σώσουν τις ΗΠΑ, την Ευρώπη ή την παγκόσμια οικονομία, αλλά υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαν. Είτε έτσι είτε αλλιώς, στην άλλη πλευρά αυτής της κρίσης, οι υποτιθέμενοι νόμοι για τις δημόσιες δαπάνες και τον κρατικό δανεισμό θα πρέπει να ξαναγραφούν από το μηδέν.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα ξεπερνά κατά πολύ τον ίδιο τον Κέινς και τα όσα ο ίδιος συμβούλευε τον πρόεδρο Ρούσβελτ στις 28 Μαΐου 1934, με αφορμή το περίφημο New Deal. Τότε, μπροστά στο ρήγμα της Μεγάλης Ύφεσης, η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσιζε να αυξήσει δραματικά τις δημόσιες δαπάνες και να επιτρέψει υψηλότερα ελλείμματα. Για την εποχή της, η απόφαση αυτή ήταν πολύ προωθημένη και όντως επέτρεψε στην κυβέρνηση να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στην οικονομία.
Ο κεϊνσιανισμός γινόταν έτσι ένα είδος νέας οικονομικής θρησκείας, ανάγοντας παράλληλα και νέες προοπτικές στην άσκηση πολιτικής εξουσίας. Στον απόηχο έτσι του Β' Παγκόσμιου, με αφετηρία το εθνικό σύστημα υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου και τα σκανδιναβικά προγράμματα κοινωνικής προστασίας, δημόσιας εκπαίδευσης και υγείας, ο κεϊνσιανισμός οδήγησε τη Δύση στα 30 ένδοξα χρόνια της εκπληκτικής ανάπτυξης, μέσω της οποίας συγκρατήθηκε και η ιδεολογική παλίρροια του κομμουνισμού. Παράλληλα βέβαια, ο κεϊνσιανισμός επέτρεψε να δημιουργηθούν και απίθανα συντεχνιακά δίχτυα γραφειοκρατικής και πολιτικής εξουσίας, με πιο αδρά αυτά του ευρωπαϊκού νότου.
Σήμερα το τοπίο αλλάζει άρδην. Τα επίπεδα δαπανών που συναντούσε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, υποστηρίζοντας πολύ σωστά ότι «μακροπροθέσμως όλοι είμαστε νεκροί», ωχριούν μπροστά στην ποσότητα χρήματος που τα ελικόπτερα ήδη «ρίχνουν» στην παγκόσμια οικονομία.
Για παράδειγμα, στη δήθεν «νεοφιλελεύθερη» Αμερική, η κυβέρνηση παρά τα όσα δημοσίως λέει ο Ντόναλντ Τραμπ, έχει εγκρίνει δαπάνες που ανέρχονται στο ένα τρίτο του ετήσιου ΑΕΠ για διάστημα μερικών μηνών.
Αυτή η αναλογία είναι πολλαπλάσια μεγαλύτερη από ό,τι ο ίδιος ο Κέινς θα είχε σκεφτεί. Αυτό ισοδυναμεί με ένα πείραμα υπερ-κεϊνσιανισμού. Πρόκειται για μια κατάσταση, η οποία από τη μια πλευρά κάνει γελοίες τις εκκλήσεις των κρατιστών για περισσότερο κράτος, από την άλλη, όμως, θα αναγκάσει τους οικονομολόγους να επανεξετάσουν τους «νόμους» των τιμών, των αγορών και των κρατικών ισολογισμών.
Η κρίση του κορωνοϊού έχει κάνει τη γραμμή μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα να καταρρεύσει -τουλάχιστον προσωρινά και ίσως μόνιμα. Όταν σταματά όλη η οικονομική δραστηριότητα, δεν υπάρχει ελεύθερη αγορά. Το αν οι κυβερνητικές δαπάνες μπορούν να οδηγήσουν την οικονομία στο σημείο στο οποίο η ελεύθερη αγορά μπορεί να αρχίσει να λειτουργεί και πάλι, είναι το τεστ που κάνουν τώρα οι κυβερνήσεις. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι χωρίς αυτό το επίπεδο δαπανών, ο κίνδυνος μιας πραγματικής οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης θα ήταν μπροστά στην πόρτα μας.
Είναι προφανές λοιπόν ότι κάποιοι οικονομικοί νόμοι θα αναθεωρηθούν και κάποιες σιδερένιες αλήθειες θα κλονιστούν. Μια κυρίαρχη άποψη που είναι πιθανό να μπει στην άκρη είναι ότι οι υπερβολικές κυβερνητικές δαπάνες υπονομεύουν την οικονομική ανάπτυξη και οδηγούν σε «υπερβολές». Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Deutsche Bundesbank έχουν εφαρμόσει παραλλαγές αυτής της αντίληψης εδώ και δεκαετίες, κάτι που εξηγεί γιατί η Γερμανία υιοθέτησε τη λιτότητα αντί να δαπανήσει μετά την οικονομική κρίση του 2008-09. Όμως οι Γερμανοί ξοδεύουν τώρα τόσο επιθετικά όσο οποιοσδήποτε άλλος, και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι θα σταματήσουν.
Εάν ο μεγάλος δανεισμός και οι δαπάνες κάνουν τις χώρες περισσότερο σταθερές και ισορροπημένες, υπάρχει λόγος αισιοδοξίας. Αλλά αυτό είναι το καλύτερο σενάριο. Είναι εύκολο να φανταστούμε και χειρότερα. Οι δημόσιες δαπάνες από μόνες τους δεν μπορούν να αντικαταστήσουν επ' αόριστον την πραγματική οικονομική δραστηριότητα, αν και μπορεί να αποτελέσουν ένα ζωτικό καταπραϋντικό βραχυπρόθεσμα.
Οι μεγάλες κοινωνικές θεωρίες σχεδόν ποτέ δεν δοκιμάζονται στον πραγματικό κόσμο. Σήμερα το κάνουν. Στη μέγγενη της πανδημίας, οι κυβερνήσεις ξοδεύουν με κατακλυσμική δύναμη για να αποτρέψουν την οικονομική κατάρρευση. Το αν θα λειτουργήσει αυτό το μεγάλο πείραμα είναι ασαφές.
«Αλλά αυτό που είναι σαφές είναι ότι έπρεπε να δοκιμαστεί», υποστηρίζει ο καθηγητής και συγγραφέας Τζέικερι Κάραμπελ στο «Foreign Affairs» και μας θυμίζει τον Κέινς, όταν έλεγε: «Όταν οι συνθήκες αλλάζουν, κύριε, αλλάζω και εγώ γνώμη».