Η δωρεάν καταστροφολογία, ως πολύτιμη για αρκετούς δημοσιογράφους πρώτη ύλη, με απωθεί. Η υπόθεση όμως της νόσου Covid-19 είναι πολύ σοβαρή, βρίσκεται στην αρχή και θα έχει τις επιπτώσεις ενός παγκόσμιου πολέμου νέου τύπου.
Θα είναι ο πόλεμος της παγκοσμιοποίησης ιών και μικροβίων, στον οποίον ο εχθρός είναι αόρατος και κτυπά αλύπητα όποιον βρει μπροστά του. Ακόμα χειρότερα μεταλλάσσεται με απίθανη ταχύτητα, γεγονός που κάνει εξαιρετικά δύσκολη τη γρήγορη και αποτελεσματική αντιμετώπισή του.
Κατά την εκτίμηση εγκύρων ερευνητών του χώρου της ιατρικής και της επιδημιολογίας, η κρίση του κορωνοϊού μπορεί να έχει διάρκεια και ενδεχομένως να συνοδευτεί και με κάποια εκατομμύρια θύματα. Θα πλήξει τους ηλικιωμένους και γενικά τις κάποιας ηλικίας ευπαθείς ομάδες με προβλήματα διαβήτη, καρδιακής ανεπάρκειας και ανοσοποιητικού συστήματος.
Παράλληλα, η αντιμετώπιση της νόσου, όπως φαίνεται από τις πρώτες αντιδράσεις κυβερνήσεων, μπορεί να δώσει νέα φτερά στον κρατισμό, ψηφιακού τύπου αυτή τη φορά, και να καταφέρει σκληρά κτυπήματα στην ιδιωτική οικονομία.
Η νόσος Covid-19 είναι πολύ πιθανόν έτσι να καταφέρει στον καπιταλισμό και στην ιδιωτική του διάσταση ένα κτύπημα που θα το θυμάται για πάρα πολλά χρόνια. Τους μήνες που έρχονται, ιδιωτικές τράπεζες, αεροπορικές εταιρείες, ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, εταιρείες ψυχαγωγίας, επικοινωνίας, σεμιναρίων, εστίασης και συναφών χώρων υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστούν πραγματική συντριβή. Την απευχόμεθα, αλλά η πραγματικότητα δεν συμφωνεί πάντα με ευχές.
Όπως έτσι το υπαινίχθη ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, πρόσθετα κομμάτια της ιδιωτικής οικονομίας θα περιέλθουν στο κράτος, το οποίο ειδικά στη Γαλλία θα ξεπεράσει πλέον το 65% συμμετοχής στο ΑΕΠ της χώρας. Είναι κατάδηλο έτσι ότι μέσω ενός ιού, αναδύεται ο κρατισμός του 21ου αιώνα, κάτι που θυμίζει την πριν από 90 χρόνια ανάδυση του κρατισμού στον 20ό αιώνα,αλλά για διαφορετικούς λόγους.
Ό,τι δεν κατάφερε λοιπόν η κρίση των αμερικανικών επισφαλών στεγαστικών δανείων το 2008, ως φαίνεται θα το πετύχει ο κορωνοϊός.
Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι η πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα θα κλείσει με τον θρίαμβο του κρατικού καπιταλισμού, στους κόλπους του οποίου ηγετική δύναμη είναι χωρίς καμιά αμφιβολία ο κινεζικός κομμουνισμός.
Στη δε προσπάθεια του συστήματος αυτού να καθιερωθεί διεθνώς, μέσω της οικονομίας της αγοράς, καθοριστικός υπήρξε ο ολέθριος ρόλος των χρηματοοικονομικών αγορών και των άκριτων υπερβολών τους.
Πριν από όλα, οι αγορές, η ύπαρξη και λειτουργία των οποίων πολλά οφείλει στη δανειστική βουλιμία των κρατών για μια μακρά περίοδο (1990-2009), έφθασαν σε τέτοια επίπεδα ισχύος, που σε κάποια φάση έχασαν την αίσθηση της κατάχρησης και του κινδύνου. Θεώρησαν, δε, ότι ήσαν πανίσχυρες, για να τις αφήσουν οι πολιτικοί να αποτύχουν. Και δεν είχαν άδικο. Στην κρίση του 2008-2009, κράτη και κεντρικές τράπεζες έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο για τη σωτηρία τραπεζικών ιδρυμάτων.
Μέσα λοιπόν σ’ ένα αχαλίνωτο χρηματοοικονομικό περιβάλλον, όπου κάθε μέρα η παγκόσμια κυκλοφορία κεφαλαίων έφθανε 1.000 δισ. δολάρια, αναπτύχθηκε ένα απίθανο σύστημα προσοδοθηρίας, το οποίο στην ουσία έπληξε την πραγματική ιδιωτική οικονομία.
Όπως επισημαίνει ο νομπελίστας οικονομολόγος, καθηγητής Τζότζεφ Στίγκλιτς, ο όρος «πρόσοδος» αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράφει τις αποδόσεις της γης και στις μέρες μας αυτές των ακινήτων.
«Κάποτε», γράφει, «οι ιδιοκτήτες γης εισέπρατταν χρήματα γι’ αυτό που είχαν και όχι γιατί ασκούσαν κάποια παραγωγική δραστηριότητα». Για τους σοσιαλίζοντες οικονομολόγους, αυτή η κατάσταση έρχεται σε αντίθεση με την αντίστοιχη των εργαζομένων, λόγου χάρη, οι μισθοί των οποίων αποτελούν αποζημίωση για την προσπάθεια που καταβάλλουν. Ασχέτως βέβαια αν οι εργαζόμενοι στο κράτος, λόγω της συντεχνιακής τους δύναμης, έχουν ισχυρότερα συγκριτικά πλεονεκτήματα από αυτούς του ιδιωτικού τομέα.
Αργότερα ο όρος «πρόσοδος» επεκτάθηκε έτσι ώστε να περιλαμβάνει τα μονοπωλιακά κέρδη, ή τις μονοπωλιακές προσόδους, το εισόδημα, δηλαδή, που αποκομίζει κάποιος απλώς και μόνο επειδή ελέγχει ένα μονοπώλιο.
Σήμερα βέβαια, τα επί της γης μονοπώλια είναι κρατικά κυρίως, άρα υπακούουν στην αρχή «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει». Τελικά ο όρος επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο, έτσι ώστε να περιλαμβάνει την απόδοση από κάθε παρόμοιο ιδιοκτησιακό δικαίωμα. Αν το κράτος έδινε σε μια εταιρεία το αποκλειστικό δικαίωμα να εισάγει μια περιορισμένη ποσότητα (ποσόστωση) ενός αγαθού, όπως η ζάχαρη, τότε η επιπλέον απόδοση που προκύπτει ως αποτέλεσμα της ιδιοκτησίας αυτού ίου δικαιώματος θα ονομαζόταν «πρόσοδος της ποσόστωσης».
«Χώρες πλούσιες σε φυσικούς πόρους είναι διαβόητες για την προσοδοθηρία που τις χαρακτηρίζει. Στις χώρες αυτές είναι πολύ ευκολότερο να πλουτίσει κανείς αποκτώντας πρόσβαση με ευνοϊκούς όρους σε πλουτοπαραγωγικές πηγές, παρά δημιουργώντας πλούτο. Πρόκειται συνήθως για παίγνιο αρνητικού αθροίσματος, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που, συνήθως, χώρες σαν κι αυτές έχουν αναπτυχθεί πολύ βραδύτερα απ' ό,τι αντίστοιχες χώρες που δεν προικίστηκαν με τέτοιου είδους πόρους» αναφέρει ο καθηγητής Γ. Στίγκλιτς.
Μια άλλη μορφή προσοδοθηρίας είναι το ακριβώς αντίστροφο: να πουλάς στο κράτος προϊόντα σε τιμές μεγαλύτερες από τις τιμές της αγοράς (μη ανταγωνιστικές προμήθειες). Οι φαρμακοβιομηχανίες και οι βιομηχανίες αμυντικού εξοπλισμού αριστεύουν σε αυτή τη μορφή προσοδοθηρίας. Άλλες μέθοδοι απόσπασης προσόδων από το κοινό είναι οι ευθείες κρατικές επιδοτήσεις (όπως στη γεωργία) ή οι συγκεκαλυμμένες επιδοτήσεις (περιορισμοί στο εμπόριο, που μειώνουν τον ανταγωνισμό ή επιδοτήσεις κρυμμένες μες στο φορολογικό σύστημα).
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, πολλοί οικονομολόγοι τα τελευταία χρόνια πρότειναν την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων, ώστε η κρατική εξουσία να γίνει πιο ανταγωνιστική και περισσότερο αποτελεσματική. Δεν ζητούν μικρότερο αλλά καλύτερο κράτος. Η έκβαση του πολέμου με τον κορωνοϊό θα μας δείξει αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό και ποιες διαστάσεις θα πάρει.