Το αυξανόμενο ενδιαφέρον των επενδυτών απέναντι στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δεν πρέπει να μας ξεφεύγει από το μυαλό ότι είναι πρώτα από όλα ένα ανθρώπινο δράμα και ύστερα ένα οικονομικό θέμα μεγάλης σημασίας.
Στο εξής έχει πλέον καθιερωθεί ότι η κλιματική υπερθέρμανση έχει μια σημαντική οικονομική συνέπεια σε πολλούς κλάδους ανάπτυξης πέρα από τους πιο εμφανείς, όπως η ενέργεια ή οι μεταφορές. Εάν οι σχέσεις μεταξύ οικονομίας και κλιματικής αλλαγής έχουν ευρέως μελετηθεί, οι σχετικές έρευνες για τις συνέπειές της στο χρηματοοικονομικό σύστημα είναι πολύ λιγότερες. Σε ένα σύνολο 20.000 δημοσιευμένων άρθρων σε 21 σημαντικά περιοδικά της χρηματοοικονομικής μεταξύ 1998 και 2015, 12 μόνο αναφέρονται στο κλίμα.
Κλιματικοί κίνδυνοι
Σύμφωνα με έκθεση του IPCC (Intergovernmental Panel on Climate Change), υπάρχει μια εκτίμηση πλέον του 60% ότι αν η υπερθέρμανση περιορισθεί στο +1.5°C αντί του +2°C , θα επιτευχθεί συνολική οικονομία σε παγκόσμια κλίμακα των 20.000 δισ. δολαρίων.
Κλιματολογικά γεγονότα, όπως ξηρασίες και πυρκαγιές, υδρολογικά και μετεωρολογικά φαινόμενα (καταιγίδες), δημιούργησαν ζημιές 142 δισ. δολαρίων σε ετήσια βάση κατά μέσο όρο στην περίοδο 2007 – 2017, έναντι 43 δισ. δολαρίων την περίοδο 1980 – 1990.
Οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και οι ασφαλιστικές εταιρείες ενδιαφέρθηκαν για τους χρηματοοικονομικούς κίνδυνους που η κλιματική αλλαγή δημιούργησε και “έριξε” πάνω στις δραστηριότητές τους.
Συνήθως διακρίνονται δύο τύποι χρηματοοικονομικών κινδύνων οι οποίοι συνδέονται με την κλιματική αλλαγή: Κίνδυνοι μετάβασης, οι οποίοι σχετίζονται με τη δυναμική μετάβασης σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα (δημόσιες πολιτικές, τεχνολογικές αλλαγές, συμπεριφορά καταναλωτών) και οι φυσικοί κίνδυνοι, οι οποίοι αναφέρονται στην κλιματική αλλαγή. Η άνοδος του επιπέδου της θάλασσας, οι αυξανόμενες πλημμύρες ή οι ξηρασίες, οι κυκλώνες είναι οι κυριότεροι φυσικοί κίνδυνοι που απειλούν τις υποδομές, τις κατοικίες και τις οικονομικές δραστηριότητες.
Σε διεθνές επίπεδο, με βάση την υπόθεση ότι η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική απειλή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, το Συμβούλιο των G20 επεξεργάσθηκε σειρά από συστάσεις οι οποίες σήμερα αναφέρονται στη διακυβέρνηση, τη στρατηγική, τη διαχείριση των κινδύνων και των μετρήσεων που πρέπει να χρησιμοποιηθούν σχετικά με την αναφορά των κλιματικών χρηματοοικονομικών κινδύνων. Οι οργανισμοί αξιολόγησης (rating agencies) πολλαπλασιάζουν γενικές ή κλαδικές εκθέσεις στο συγκεκριμένο θέμα.
Προς το παρόν μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν αποδεδειγμένες αναλυτικές μέθοδοι που να μετρούν την επίδραση της κλιματικής αλλαγής σε διάφορες μεταβλητές του ενδιαφέροντος των χρηματοπιστωτικών οργανισμών: πιθανότητα αθέτησης για τις τράπεζες, προσδοκία κέρδους για διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων.
Μεθοδολογικές δυσκολίες
Είναι σημαντικές και αναφέρονται:
• έλλειψη δεδομένων γεωγραφικής κατανομής για στοιχεία ενεργητικού που κατέχουν οι τράπεζες,
• απουσία κλιματικών προβλέψεων με αρκετά ακριβή γεωγραφική ακρίβεια,
• αβεβαιότητες σχετικά με το κλίμα και τα οικονομικά σενάρια,
• αδύναμη ιστορική καταγραφή των οικονομικών συνεπειών της αλλαγής κλίματος,
• έλλειψη μοντέλων επίδρασης για ορισμένους τομείς, όπως η υγεία,
• αβεβαιότητα σχετική με τις ικανότητες προσαρμογής των επιχειρήσεων,
• δυσκολία σύνθεσης διαφόρων κλιματικών παραγόντων (aggregation procedures).
Συνεπώς, υπάρχει μια σημαντική μεθοδολογική προσπάθεια που πρέπει να αναληφθεί στο θέμα αυτό από τους φορείς της χρηματοοικονομικής, σε σχέση με την έρευνα στον τομέα της οικονομίας και της επιστήμης του κλίματος.
Συμπερασματικά, η θεώρηση των κλιματικών κινδύνων από το χρηματοοικονομικό και τραπεζικό σύστημα, όσο δύσκολη και αν είναι, είναι απαραίτητη για την παγκόσμια χρηματοοικονομική σταθερότητα, αλλά δεν πρέπει να μας ξεφύγει το κυριότερο πέρα από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στη χρηματοοικονομική διάσταση: είναι να επενδύσουμε στο μέλλον των ανθρώπων.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης είναι Ακαδημαϊκός, Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης και το Audencia Business School, France.