Είμαι ο πρώτος που χαιρετίζω την πολιτική της παρούσας κυβέρνησης να μειώσει τους φόρους, προκειμένου να ανασάνουν τα νοικοκυριά, να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα και κυρίως να προσελκυσθούν επενδύσεις, οι οποίες θα φέρουν νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Χαιρετίζω λοιπόν την αποκλιμάκωση του φορολογικού συντελεστή στα εταιρικά κέρδη και στα μερίσματα, τη μείωση του ΕΝΦΙΑ στα ακίνητα, την εκλογίκευση των ασφαλιστικών εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων, τη σταδιακή εξάλειψη της λεγόμενης εισφοράς αλληλεγγύης και αρκετά άλλα.
Γνωρίζω επίσης πως όλα αυτά αποφασίζονται σε ένα περιβάλλον δημοσιονομικής στενότητας, όπου το σύνολο σχεδόν των πολιτών έχει πληγεί από τη δεκαετή οικονομική κρίση και που ενδεχομένως να απαιτείται αύξηση αμυντικών δαπανών στο ορατό μέλλον.
Παρ' όλα αυτά, πιστεύω πως μετά το πρώτο σημαντικό βήμα φοροελαφρύνσεων που αποφάσισε η κυβέρνηση για τη διετία 2019-2020, θα πρέπει να προχωρήσει στη συνέχεια και σε ένα δεύτερο, το οποίο θα είναι «γενναιότερο» και κυρίως «εξυπνότερο». Γιατί αν μειώσουμε τη φορολογία, τότε οι ξένοι θα στριμώχνονται να επενδύσουν στην όμορφη χώρα μας και δεν θα χρειάζεται οι υπουργοί μας να κάνουν ταξίδια στο εξωτερικό για τον συγκεκριμένο σκοπό. Πάντα οι επενδυτές αναζητούν από μόνοι τους τις ευκαιρίες και συγκρίνουν, και για να είμαι σαφής, δεν συγκρίνουν μόνο τους φορολογικούς συντελεστές.
Το τι πρέπει να γίνει, προκύπτει εύκολα από τη διεθνή αλλά και την εγχώρια εμπειρία. Η Ρουμανία για παράδειγμα, με μια επιθετική φορολογική πολιτική, έχει καταφέρει υψηλότατους ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι με τη σειρά τους μηδένισαν την ανεργία, ανέβασαν κατακόρυφα τις αποδοχές των εργαζομένων και περιόρισαν δραστικά τη φοροδιαφυγή. Αν τώρα ανατρέξουμε στην ελληνική εμπειρία, μπορούμε να διαπιστώσουμε το πόσο πολύ αναπτύχθηκε προς όφελος ολόκληρης της οικονομίας, ο μοναδικός ίσως κλάδος στον οποίο φερθήκαμε έξυπνα σε ό,τι αφορά τη φορολογική του επιβάρυνση: Η ναυτιλία, η οποία ελέγχει περίπου το 28% της παγκόσμιας αγοράς και συνεισφέρει σε έσοδα, απασχόληση και κύρος στη χώρα μας.
Το βασικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε είναι το αν εμείς ως χώρα επιθυμούμε να εισπράττουμε λίγα από πολλούς ή πολλά από λίγους. Δυστυχώς, κατά τη γνώμη μου, μέχρι τώρα υιοθετούμε τη δεύτερη επιλογή, πράγμα που θα πρέπει να αλλάξει.
Ας έρθουμε τώρα στην ουσία και ας δούμε μερικά μόνο μέτρα που θα μπορούσαν να τονώσουν δραστικά την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας:
Πρώτον, την περαιτέρω αποκλιμάκωση ορισμένων φορολογιών, όπως π.χ. του ΕΝΦΙΑ στα ακίνητα, των ατομικών φορολογικών συντελεστών (φτάνουν αρκετά γρήγορα στο 45%), αλλά και των εταιρικών. Ένα παράδειγμα θα δώσω. Η Κύπρος έχει προσελκύσει 300 ΕΠΕΥ που της αποφέρουν υψηλά φορολογικά έσοδα, ακόμη και αν επιβαρύνονται με συντελεστή 12,5%. Η Ελλάδα αντίθετα, διαθέτει μόνο μερικές δεκάδες ΕΠΕΥ, πολλές εκ των οποίων είναι ζημιογόνες και όταν έχουν ζημίες, δεν πληρώνουν φόρο επί των κερδών…
Δεύτερον, τη δημιουργία δύο τουλάχιστον Ειδικών Οικονομικών Ζωνών Ανάπτυξης (σ’ αυτές θα ισχύει ειδικό ανταγωνιστικό φορολογικό θεσμικό καθεστώς), μία για τις εταιρείες ανάπτυξης νέων τεχνολογιών (π.χ. startups, fintech) και μια δεύτερη για ανάπτυξη του ευρύτερου χρηματοοικονομικού τομέα.
Τρίτον, την ώρα που εμείς ψηφίζουμε διατάξεις για την προσέλκυση πλούσιων φορολογούμενων από το εξωτερικό (Resident Non Dom), έχουμε τέτοιο θεσμικό πλαίσιο, που ωθούμε πολλούς Έλληνες επιχειρηματίες να γίνουν φορολογικοί κάτοικοι εξωτερικού, μεταφέροντας τις έδρες τους σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο, το Μονακό, η Ελβετία, η Κύπρος και το Ηνωμένο Βασίλειο. Από τον επαναπατρισμό τους -μέσα από μια «έξυπνη» φορολογική πολιτική- το Ελληνικό Δημόσιο έχει να αποκομίσει σημαντικά άμεσα και έμμεσα οφέλη.
Τέταρτον, η φορολογική νομοθεσία θα πρέπει να γίνει σαφέστερη, καθώς πολλές φορές οι Έλληνες φορολογούμενοι είναι εξαρτώμενοι από το πώς κάθε φορά ο υπάλληλος της Εφορίας θα εκτιμήσει την κατάσταση. Σε πολλές περιπτώσεις, επιβάλλονται υψηλά πρόστιμα, τα οποία ο φορολογούμενος αν θελήσει να αμφισβητήσει, θα πρέπει να προκαταβάλει το 50% και μετά από κάποια χρόνια (όταν εκδικαστεί η υπόθεση) να κινδυνεύει με ακόμη μεγαλύτερες επιβαρύνσεις λόγω της ασάφειας του φορολογικού πλαισίου και υψηλά νομικά έξοδα.
Ειδικότερα τώρα για τον ευρύτερο χρηματοοικονομικό-επενδυτικό χώρο, μερικές έξυπνες παρεμβάσεις θα ήταν:
• Η υιοθέτηση μιας σειράς φορολογικών κινήτρων, προκειμένου να τονωθεί η αποταμίευση του μέσου νοικοκυριού. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, όχι μόνο θα χρηματοδοτηθούν επενδύσεις προς όφελος της οικονομίας, αλλά παράλληλα θα βρεθούν πόροι προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις μελλοντικές συνταξιοδοτικές ανάγκες των σημερινών εργαζόμενων. Ενδεικτικά προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσα να αναφερθώ στη δημιουργία «προσωπικών αποταμιευτικών λογαριασμών» κατά τα πρότυπα Individual Savings Accounts στη Μεγάλη Βρετανία, η ΙRA/KEOGH accounts στις ΗΠΑ. Πρόκειται για αφορολόγητες τοποθετήσεις εργαζομένων σε κινητές αξίες, οι οποίες θα έχουν μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα και προορίζονται για τη συνταξιοδότηση.
• Η υιοθέτηση ελκυστικότερου φορολογικού συντελεστή για τις εταιρείες που επιλέγουν να είναι εισηγμένες στην Κύρια ή την Εναλλακτική Αγορά του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, όπως ίσχυε με επιτυχία στο παρελθόν.
• Να εισαχθούν, επιτέλους, ναυτιλιακές εταιρείες στο ΧΑ.
• Να κινηθεί η κυβέρνηση προκειμένου να ενταχθούν στο ελληνικό χρηματιστήριο μεγάλοι όμιλοι. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσε να ήταν ο φορέας διαχείρισης του Αεροδρομίου της Αθήνας ή μεγάλα projects που αναλαμβάνονται μετά από διαγωνισμούς του Δημοσίου.
• Να ενταθούν οι έλεγχοι έτσι ώστε ξένοι χρηματοπιστωτικοί οίκοι που δεν διαθέτουν παρουσία στη χώρα, να μην παίρνουν παράνομα Έλληνες πελάτες, όπως επιβάλλει και το Ευρωπαϊκό Θεσμικό Πλαίσιο.