Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι βιώνουμε την εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι η ταχύτητα των μετασχηματισμών που προκαλεί, οι καινοτομίες και η ραγδαία ψηφιοποίηση λειτουργιών οι οποίες στο παρελθόν απαιτούσαν πολλούς ανθρώπους για να διεκπεραιωθούν.
Στο πλαίσιο αυτό, η προσπάθεια της κυβέρνησης να εμφυσήσει εμπιστοσύνη στην οικονομία, προσελκύοντας επενδύσεις και προωθώντας τις καινοτομίες σίγουρα είναι ένα θετικό στοιχείο. Πλην, όμως, οι θεωρητικές θετικές προσπάθειες, για να έχουν ουσιαστικά αποτελέσματα πρέπει να συνοδεύονται από πρακτικές πρωτοβουλίες με έντονα διαρθρωτικό περιεχόμενο.
Ακούμε συχνά από τα χείλη των πολιτικών μας ότι στην Ελλάδα η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι και η ραχοκοκαλιά της οικονομίας. Ως σύνθημα η διατύπωση αυτή ακούγεται ωραία, δεδομένου ότι το 90% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους, όχι όμως τέτοιου ώστε να ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά κριτήρια.
Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα, μικρομεσαία επιχείρηση θεωρείται για παράδειγμα αυτή που απασχολεί από 3 έως 10 άτομα, ενώ αντιθέτως στη Γερμανία επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι και 60 με 70 άτομα υπάγονται και αυτές στην κατηγορία των μικρομεσαίων. Από τον συσχετισμό αυτό γίνεται ξεκάθαρο ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα χαρακτηρίζεται από πληθώρα μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που απευθύνονται κατά κύριο λόγο προς την εσωτερική αγορά και τους λεγόμενους «μη διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους».
Χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων αυτών είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα και η οικογενειακή δομή, που συχνά στηρίζεται σε εξόχως ελαστικές σχέσεις εργασίας, σε δυσκολίες εφαρμογής σύγχρονων μεθόδων διοίκησης, σε αδυναμία δανεισμού με ανταγωνιστικούς όρους και σε χαμηλή ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και καινοτομίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, με την κατάσταση της εσωτερικής αγοράς να είναι φθίνουσα τα τελευταία χρόνια, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση των εισαγωγών και στην περιορισμένη ανταγωνιστικότητα. Είναι προφανές έτσι ότι το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για την τόνωση της εξωστρέφειας και για την πραγματοποίηση σοβαρών επενδύσεων στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης (R&D).
Σε αντίθεση με τις μικρές, οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι σε θέση να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας, έχουν ευκολότερη πρόσβαση και καλύτερους όρους δανεισμού, μεγαλύτερη δυνατότητα τεχνολογικών καινοτομιών που μειώνουν το κόστος, ενώ μπορούν να απασχολήσουν πιο εξειδικευμένο προσωπικό.
Το τελικό αποτέλεσμα των επιχειρήσεων αυτών είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους και η δυνατότητά τους να ακολουθήσουν πολιτικές δημιουργίας αξιόλογων επωνύμων προϊόντων, ικανών να έχουν αυξημένο χρόνο παρουσίας τόσο στις διεθνείς αγορές όσο και στο εσωτερικό.
Ας σημειωθεί επίσης ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις παράγουν συνήθως προϊόντα με καλύτερη σχέση ποιότητας - τιμής, με τελικό ωφελημένο τον καταναλωτή. Συνεπώς, είναι προφανές ότι η δημιουργία μεγαλύτερων επιχειρήσεων προσφέρει στη χώρα μεγαλύτερη εξωστρέφεια και καλύτερη ανταγωνιστικότητα, ανοίγοντας για τις επιχειρήσεις και νέες επενδυτικές προοπτικές.
Όλα τα παραπάνω, κάνουν προφανή τα οφέλη από την υιοθέτηση μιας σειράς κινήτρων, υπέρ επιχειρήσεων ή ατόμων (πχ. ελεύθερων επαγγελματιών), που θα αποφασίσουν να συμπράξουν συστήνοντας εταιρείες ή συγχωνευόμενοι με άλλες μεγαλύτερες μονάδες.
Περιττό να τονιστεί ότι οι συγχωνεύσεις πολλών μικρών επιχειρήσεων σε λιγότερες και μεγαλύτερες, θα μειώσει τον αριθμό των απαιτούμενων κρατικών ελέγχων και θα αυξήσει τα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα, βάζοντας την οικονομία σε έναν ενάρετο κύκλο κατά τον οποίο όλο και περισσότεροι θα συμμορφώνονται.
Στην παρούσα λοιπόν φάση της οικονομίας, όπου η ενσωμάτωσή της στον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας αποτελεί πρόκληση ολκής, η υιοθέτηση κινήτρων ώστε να υπάρξουν μεγαλύτερα επιχειρηματικά μεγέθη είναι κατά τη γνώμη μας εξίσου σημαντική με την όποια προσπάθεια προσέλκυσης νέων παραγωγικών επενδύσεων.
* Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων