Η σημασία της στροφής στον φορολογικό... ορθολογισμό

Θετική η πρόθεση της κυβέρνησης να μειώσει την υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας. Η σχέση των Ελλήνων με τους φόρους και οι παγίδες με το «κοινωνικό» μέρισμα. Γράφει ο Κ. Μαρκάζος.

Δημοσιεύθηκε: 3 Φεβρουαρίου 2020 - 08:05

Load more

Κάτι έχει αρχίζει να αλλάζει στη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης και είναι θετικό. Ο πρωθυπουργός δήλωσε: «Η φορολόγηση στη μισθωτή εργασία παραμένει αναλογικά υψηλή», ενώ ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμη και κατάργησης της εισφοράς «αλληλεγγύης» από το 2021.

Πρόκειται για φόρο που πλήττει κυρίως τους μισθωτούς και επεβλήθη στα εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ ως έκτακτο μέτρο το 2011, με ημερομηνία κατάργησης το 2014, επιβεβαιώνοντας ότι «δεν υπάρχει κάτι μονιμότερο του προσωρινού» (ειδικά όταν πρόκειται για φόρο που αποδίδει ετησίως πάνω από 1 δισ. ευρώ). Φαίνεται πάντως ότι η προτεραιότητα πλέον είναι η μείωση των φόρων σε εισοδήματα από εργασία, κάτι που είχε ξεχάσει να πράξει η κυβέρνηση με τις μετεκλογικές φορολογικές αλλαγές.

Οι φόροι δεν είναι ποτέ ουδέτεροι

Η μείωση των φόρων είναι πάντα μια άσκηση πολιτικών επιλογών και στη χώρα μας γίνεται δυσκολότερη λόγω των πλεονασμάτων τα οποία μας έχουν επιβληθεί. Σέρνουμε μια επώδυνη κληρονομιά της κρίσης στην ανηφόρα εξυπηρέτησης ενός ψηλού βουνού χρέους.

Όλες οι φορολογικές επιλογές έχουν (θετικά ή αρνητικά) αποτελέσματα. Ο Αρίστος Δοξιάδης περιγράφει τις επιπτώσεις της υπερβολικής φορολόγησης της εργασίας: «Μια ιδιομορφία του τομέα της γνώσης είναι ότι τα στελέχη που έχουν τις κατάλληλες δεξιότητες μετακομίζουν σχετικά εύκολα σε άλλη χώρα, εάν βρουν καλύτερη δουλειά ή ποιότητα ζωής. Επομένως, οι αμοιβές τους πρέπει να είναι ικανοποιητικές όχι μόνο σε σύγκριση με άλλες ευκαιρίες στην περιοχή τους, αλλά και σε σύγκριση με άλλες ευκαιρίες σε όλο τον κόσμο. Οταν μια χώρα ξεκινά από συγκριτικά χαμηλή παραγωγικότητα, που δεν μπορεί να υποστηρίξει υψηλό κόστος εργασίας, ο μόνος τρόπος για να δοθούν καλές αμοιβές σε στελέχη γνώσης είναι η χαμηλή φορολογία στα δικά τους εισοδήματα. Ενδεικτικά στην Ελλάδα πρόκειται για μεικτά εισοδήματα μισθωτών από 30.000 έως 150.000 τον χρόνο. Οι πολιτικοί μας, όμως, μέσα στην κρίση επιβάρυναν ακριβώς αυτά τα εισοδήματα με υπέρογκους φόρους και εισφορές, η δε σημερινή κυβέρνηση επέλεξε μέχρι τώρα να μειώσει τους φόρους σε όλα τα άλλα εκτός από αυτά» («Η οικονομία της γνώσης είναι διαφορετική», Καθημερινή -05.01.2020).

Η παγίδα του μερίσματος

Η προηγούμενη κυβέρνηση καθιέρωσε μια τακτική που δεν θα ξεπεραστεί ανώδυνα. Το κοινωνικό μέρισμα ή 13η σύνταξη ή όπως αλλιώς βαφτίζεται η διανομή δισεκατομμυρίων από τον κρατικό προϋπολογισμό μιας χώρας που μόλις βγήκε από την εντατική της χρεοκοπίας, είναι τα λάφυρα μιας βάρβαρης φορολογικής πολιτικής η οποία παρότι μοιάζει μεγαλόψυχη, δεν είναι πιο φιλεύσπλαχνη από τακτικές ιεραποστόλων που εισέβαλαν με το Ευαγγέλιο στο χέρι σε περιοχές με ανίδεους ιθαγενείς.

Στη διάρκεια της κρίσης, όσοι είχαν τη δυνατότητα αντέδρασαν στην άγρια φορολόγηση, κρύβοντας τα εισοδήματά τους (όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες), ενώ το εισόδημα όσων συνελήφθησαν βιάστηκε επανειλημμένα στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Έφτασε η Ελλάδα να έχει την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση μισθωτής εργασίας στην ΕΕ.

Δυστυχώς, στη χώρα κυριαρχεί μια κουλτούρα προστασίας των συνταξιούχων, παρότι επηρεάστηκαν λιγότερο κατά τη διάρκεια της κρίσης σε σχέση με εκατομμύρια ανέργους και νέους. Πανηγυρίζεται η διανομή μποναμάδων και αναδρομικών, όταν οι δαπάνες για παιδεία και έρευνα είναι οι χαμηλότερες στην ΕΕ. Δεν έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει ότι τα υπερπλεονάσματα (τι κούφιος νεολογισμός!) δημιουργούν ερείπια στην οικονομία και αντιστρατεύονται ευθέως όσους νέους Έλληνες εργάζονται εδώ, ενώ αποτρέπουν την επιστροφή όσων έφυγαν.

Φορολογικό dumping, ντρίπλες και καρφώματα

Αν είσαι μισθωτός και έχεις εισόδημα άνω των 40 χιλ. ευρώ, συμφέρει να είσαι ποδοσφαιριστής ή μπασκετμπολίστας (αν και τον ΦΜΥ τον πλήρωναν οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ και ΚΑΕ) καθώς από 1/1/2020 ο φορολογικός συντελεστής μειώθηκε σε 22%, αφήνοντας όλους τους υπόλοιπους στο 45% + εισφορά «αλληλεγγύης» + ΕΦΚΑ (με μηνιαία ανώτατη κλάση 6.500 ευρώ, παρακαλώ).

Αν όμως θέλουμε να εξορθολογίσουμε το φορολογικό σύστημα χωρίς ντρίπλες, οι φόροι πρέπει να συγκλίνουν σε ένα ποσοστό 15%-20%. Δεν είναι δυνατόν να φορολογούνται τα κεφαλαιακά κέρδη με 15%, τα μερίσματα με 5% και ο φόρος σε εισοδήματα από εργασία να φτάνει το 55% και με τις ασφαλιστικές εισφορές να δημιουργείται φορολογική σφήνα 70%!

Είναι θετική και η πρόθεση της κυβέρνησης για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, αρχής γενομένης κατά 0,9% από το β’ εξάμηνο 2020. Η προφανής έλλειψη ανταποδοτικότητας στην Ελλάδα έχει μετατρέψει τις (υψηλές) ασφαλιστικές εισφορές σε φορολογική επιβάρυνση σε τέτοιο βαθμό, ώστε έχει νομοθετηθεί η παρανομία των «μπλοκάκηδων» (δηλαδή μισθωτών χωρίς τα αντίστοιχα δικαιώματα).

Φορολογική συνείδηση και καμπύλες

Η προσδοκία μείωσης των φόρων που καλλιέργησε προεκλογικά η παρούσα κυβέρνηση είναι αρκετά επικίνδυνη. Ουδέποτε πίστεψα ότι μια μείωση των φορολογικών συντελεστών θα οδηγούσε σε αυτόματη αύξηση των δηλούμενων εισοδημάτων, με συνέπεια μια εθελοντική μείωση της φοροδιαφυγής.

Η καμπύλη Λαφέρ στην Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να έχει ανάποδες κλίσεις, γιατί οι φορολογούμενοι βρίσκονται σε μια χρόνια αντιπαλότητα με το κράτος (και αντιστρόφως). Οι Έλληνες έχουν μονίμως στο μυαλό τους τον Μαρκ Τουέιν, ο οποίος έλεγε ότι «η συμπλήρωση της φορολογικής δήλωσης είναι η μόνη διανοητική εργασία που αμείβεται».

Μια απλή μείωση του φορολογικού συντελεστή, ακόμα και σε επίπεδα του 10%, θα λειτουργήσει σαν ένα επιπλέον δωράκι για πολλούς οι οποίοι θα το περιτύλιγαν με φληναφήματα του τύπου: «τι έχει κάνει για μένα το κράτος και θα πρέπει να πληρώσω φόρους;».

Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι οι φόροι δεν είναι ανταποδοτικοί. Η περίφημη διεύρυνση της φορολογικής βάσης δεν θα γίνει με εκκλήσεις, αλλά με παραδειγματικό εκφοβισμό (και δευτερευόντως με επιβράβευση). Αυτό δεν σημαίνει ότι οι φόροι στα εισοδήματα από εργασία σε μια χώρα με λίγους (ποσοστιαία) μισθωτούς πρέπει να δημεύονται από το κράτος.

Η δημοφιλία σπάνια συναντά τη σοβαρότητα

Σε όλες τις χώρες του κόσμου, ο υπουργός Οικονομικών σπανίως είναι αγαπητός. Ο κ. Σταϊκούρας πιθανώς δεν θα δει ποτέ το όνομά του ανάμεσα στους πιο δημοφιλείς υπουργούς, ειδικά όσο εργάζεται σοβαρά και αθόρυβα. Είναι αδύνατον να συναγωνιστεί τους υπουργούς που τσιρίζουν στα πρωινάδικα αντί να δουλεύουν. Όμως οι εντυπώσεις ουδέποτε βοήθησαν τα οικονομικά κάποιου κράτους (ή ιδιώτη). Μόνο οι σωστές επιλογές μπορούν να οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα και η ορθολογική φορολόγηση της εργασίας είναι κάτι που έπρεπε να είχε γίνει από καιρό.

 

* Ο Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ» (εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη)

Load more

Δείτε επίσης

Load more

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.



Πολιτική Cookies
& Προστασία Προσωπικών Δεδομένων