Η Λατινική Αμερική όπως είχε τονίσει ο γνωστός ιστορικός Ερικ Χομπσμπάουμ αποτελεί ένα εξαιρετικό «εργαστήριο όπου μπορεί κανείς να μελετήσει τις ιστορικές αλλαγές» που θα λάβουν χώρα και σε άλλα μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Ευρώπης. Αλλαγές που πέρα από το πολιτικό, αφορούν επίσης και το κοινωνικό επίπεδο.
Πράγματι σε αυτό το «εργαστήρι» μπορεί κανείς να εξετάσει πόσο ισχύουν διάφορες απόψεις και θεωρίες σχετικά με την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων. Μια τέτοια θεωρία είναι ότι η αύξηση των κρατικών δαπανών μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων όπως π.χ. της εγκληματικότητας, που αναμφίβολα αποτελεί το υπ’ αριθμό 1 πρόβλημα της περιοχής.
Πράγματι δεν θα βρει κανείς μία δημοσκόπηση σε χώρα της Λατινικής Αμερικής που να μην βάζει σε πρώτη θέση την εγκληματικότητα και την ανασφάλεια. Μπροστά από την ανεργία, την παιδεία, την υγεία και την διαφθορά.
Οι δημοσκοπήσεις αντανακλούν την πραγματικότητα. Σήμερα η Λατινική Αμερική συγκεντρώνει το 9% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 40% των παγκοσμίων δολοφονιών (μόνο το περασμένο έτος καταγράφηκαν 200.000 δολοφονίες) Από τις 50 πιο βίαιες πόλεις του κόσμου οι 43 βρίσκονται στην Λατινική Αμερική. Σε έξι από τις δέκα κλοπές χρησιμοποιείται βία. Το 90% των δολοφονιών παραμένει ανεξιχνίαστο.
Ομως αυτοί οι υψηλοί δείκτες εγκληματικότητας δεν σηματοδοτούν χαμηλές κρατικές δαπάνες, ότι δηλαδή τα κράτη της Λατινικής Αμερικής δεν αφιερώνουν πόρους για την καταπολέμηση του φαινομένου. Το αντίθετο ισχύει. Σύμφωνα με την μελέτη «Los costos del crimen y de la violencia» της Αμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης (BID), τα κράτη δαπανούν κατά μέσο όρο 3,5% του ΑΕΠ για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας-σε έξοδα αστυνόμευσης, φυλακές, δικαιοσύνη. Πρόκειται για ποσοστό διπλάσιο αυτού που δαπανάται στις ανεπτυγμένες χώρες. Ο αριθμός των αστυνομικών ανά κάτοικο είναι π.χ. διπλάσιος απ’ αυτό των ΗΠΑ. Το κόστος ισοδυναμεί με τις δαπάνες για υποδομές και είναι το διπλό απ’ αυτό που δαπανάται για επένδυση στους νέους.
Οπως, όμως υποστηρίζουν πολλοί αναλυτές, το θέμα δεν είναι τόσο το μέγεθος των κρατικών δαπανών, όσο η διάρθρωσή τους. Οπως αναφέρει η Lea Giménez, επικεφαλής του Τμήματος Καινοτομίας των Υπηρεσιών προς τον Πολίτη της BID οι δαπάνες από μόνες τους δεν εγγυώνται αποτελέσματα. Σε μία μελέτη της που αφορούσε την ποιότητα των δαπανών ανέλυσε τις επιπτώσεις της αύξησης των δαπανών κατά 34% για θέματα ασφάλειας σε δέκα χώρες μεταξύ του 2008 και 2015. Το ποσοστό των δολοφονιών δεν μειώθηκε σημαντικά στις περισσότερες περιπτώσεις, ενώ σε ορισμένες αυξήθηκε.
Κατά την άποψη της αυτό οφείλεται στο ότι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας δεν απαιτεί μόνο επενδύσεις στην αστυνόμευση και την δικαιοσύνη όσο σημαντικές και αν είναι αυτές αλλά επίσης και κυρίως στους τομείς της εκπαίδευσης και των κοινωνικών υπηρεσιών.
Μ’ αυτή την άποψη συμφωνεί και ο δήμαρχος του Μεντεγίν της Κολομβίας Federico Gutiérrez,. Μιας πόλης που έγινε γνωστή για τα υψηλά επίπεδα της βίας την αποχή που ζούσε ο γνωστός ναρκέμπορος Πάμπλο Εσκομπάρ. «Στις ζώνες της πόλεις όπου υπάρχει το υψηλότερο ποσοστό δολοφονιών λέει ο Frederico Gutierrez «υπάρχει και το υψηλότερο ποσοστό παιδιών που έχουν εγκαταλείψει το σχολείο ,το υψηλότερο ποσοστό εγκυμοσύνης μεταξύ των εφήβων κ.λπ.».
Τι μπορούν να μας πουν αυτά τα στοιχεία για το μέλλον της Ελλάδας; Αν δεχθούμε ότι η καταπολέμηση του εγκλήματος απαιτεί πέρα από τις παραδοσιακές επενδύσεις επίσης και κυρίως επενδύσεις σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία τότε οι προοπτικές είναι δυσοίωνες. Οι μηχανισμοί εκείνοι που επιτρέπουν στο κράτος να παρέμβει στους τομείς της εκπαίδευσης και της υγείας και να βοηθήσει τους νέους με προβλήματα απουσιάζουν παντελώς από την Ελλάδα. Ενας νέος με ψυχολογικά προβλήματα δεν μπορεί να περιμένει άλλη στήριξη πέραν αυτής της οικογένειας του (και της «συμμορίας» του).
Ομως υπάρχει ένα στοιχείο που διαφοροποιεί την κατάσταση στην Λατινική Αμερική από την Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι κοινωνία γερόντων, ενώ η Λατινική Αμερική κοινωνία νέων. Πολλοί όταν αναλογίζονται την βία και την εγκληματικότητα στην Λατινική Αμερική σκέπτονται αμέσως συμμορίες και διακίνηση ναρκωτικών. Ομως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο συμβατική.
«Η αλήθεια είναι ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των δολοφονιών συμβαίνει μεταξύ νέων αρσενικών μεταξύ 20-34 ετων, γύρω στα ξημερώματα με την συνοδεία του αλκοόλ» τονίζει ο Juan Martínez του Ινστιτούτου των ΗΕ για την Ερευνα του Αφοπλισμού (Unidir). Σύμφωνα με αυτή την έρευνα το 98% των δραστών και το 87% των θυμάτων ήταν νέοι αρσενικοί μεταξύ 20-34 ετών. Το 63% των φόνων έγινε μεταξύ της 6 το απόγευμα και τις 6 το πρωί.
Η υπογεννητικότητα στην Ελλάδα διασφαλίζει ότι η χώρα δεν θα ακολουθήσει την πορεία της μεγαεγκληματικότητας της Λατινικής Αμερικής, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που είναι κοινοί στις δύο περιπτώσεις (διαφθορά, έλλειψη κοινωνικών υποδομών στήριξης νέων με προβλήματα κ.λπ.). Ο διαφοροποιών παράγων είναι η υπογεννητικότητα. Πιο απλά, δεν υπάρχουν αρκετά αρσενικά στις ηλικίες 20-34 έτη στην Ελλάδα.
Οπως η υπογεννητικότητα ήταν εκείνη που έσωσε και συνεχίζει να σώζει το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο από την γενικευμένη εξέγερση που θα συνέβαινε σε οποιαδήποτε χώρα της Λατινικής Αμερικής αν υπήρχε ανάλογη οικονομική κρίση.
Διότι κοινωνίες γερόντων δεν πραγματοποιούν ούτε εξεγέρσεις, ούτε μεγάλο αριθμό εγκλημάτων.