H ανάπτυξη και η άνοδος του ΑΕΠ δεν αποτελούν από μόνα τους ικανή συνθήκη για την πιστοληπτική αναβάθμιση της αξιολόγησης της εγχώριας οικονομίας, υπογραμμίζει ο Dennis Shen, Director της Scope Ratings και υπεύθυνος για την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Euro2day.gr. Ο ίδιος εξηγεί γιατί διατήρησε η Scope Ratings αμετάβλητο το rating της χώρας.
Eπισημαίνει τον ρόλο που έχει το αυξημένο απόθεμα δημόσιου χρέους και την ευπάθεια που ενσωματώνει στη βιωσιμότητα του χρέους η αναζωπύρωση του πληθωρισμού και η εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής.
Ο κ. Shen καταγράφει τις σημαντικότερες προκλήσεις για την οικονομία και εξηγεί γιατί χαρακτηρίζει ζωτικής σημασίας τις μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και τις τράπεζες, για την αύξηση της μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής κατά περίπου 1% ετησίως.
Υπενθυμίζεται ότι ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης Scope Ratings επαναξιολόγησε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας και διατήρησε το rating της αμετάβλητο σε ΒΒ+/σταθερό, μόλις μία βαθμίδα χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα. Ο οίκος αξιολόγησης προβλέπει σημαντική αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,4% εφέτος και 2,5% το 2023, μετά από μια ανοδική αναθεώρηση της ανάπτυξης στο 9,3% για το 2021 (από πρόβλεψη για 8,9% στις 21 Δεκεμβρίου).
Η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της Scope Ratings είναι BB+/Stable για την Ελλάδα. Τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια απροσδόκητη αναβάθμιση και σε πόσο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να επιτευχθεί το ορόσημο της επενδυτικής βαθμίδας;
Όπως δείχνει η εκτίμησή μας για τη μακροπρόθεσμη δυναμική ανάπτυξης της Ελλάδας, η κυβέρνηση δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στην ανάπτυξη για να μειώσει βιώσιμα το αυξημένο απόθεμα δημόσιου χρέους. Αυτό αντιπροσωπεύει μια συνεχιζόμενη ενδεχόμενη ευπάθεια για την ελληνική οικονομία, καθώς οι αγορές επανεκτιμούν τους κινδύνους βιωσιμότητας του χρέους, εν μέσω της αναζωπύρωσης του πληθωρισμού και της εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας είναι, ωστόσο, πιθανό να μειωθεί καθώς η οικονομία ανακάμπτει, για να αυξηθεί και πάλι μόλις υπάρξει νέα κρίση ή οικονομική ύφεση. Εκτιμούμε ότι το χρέος θα διαμορφωθεί περίπου στο 180% του ΑΕΠ έως το 2026, από 192,2% στο τέλος του 2022 και 198,7% στο τέλος του 2021, σε ένα σενάριο χωρίς σοβαρή διακοπή της οικονομικής ανάκαμψης.
Εξίσου σημαντικές είναι οι βελτιώσεις στο προφίλ του ελληνικού χρέους. Εάν το συνολικό απόθεμα χρέους συγκρατηθεί -υποστηριζόμενο από την άνοδο του πληθωρισμού-, ώστε να μην αναστατωθούν οι κεφαλαιαγορές και συνεχίσουν να υπάρχουν βελτιώσεις στην υποκείμενη σύνθεση του χρέους, συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της πρόωρης αποπληρωμής των δανείων του ΔΝΤ και το πρόγραμμα δανειακής υποστήριξης της Ελλάδας (Greek Loan Facility loans) με υψηλότερο επιτόκιο, αυτό μειώνει τις ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους.
Η δομή του δημόσιου χρέους της Ελλάδας επίσης έχει βελτιωθεί. Πάνω από το 85% κατέχεται από τον επίσημο τομέα, αφού ληφθούν υπόψη τα ομόλογα που κατέχονται προσωρινά από το Ευρωσύστημα. Το ελληνικό χρέος έχει μακρά μέση σταθμισμένη διάρκεια 20 ετών έναντι μέσου όρου 8,2 ετών στην ΕΕ και χαμηλό μέσο σταθμισμένο κόστος επιτοκίου περίπου 1,4% για το 2021.
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και κρατικού χρέους έχουν αυξηθεί, αλλά παραμένουν μέτριες με βάση τα ιστορικά δεδομένα. Περίπου το 99% του ελληνικού χρέους είναι σταθερού επιτοκίου, περιορίζοντας τον κίνδυνο από τις μεταβολές των επιτοκίων της αγοράς. Η απόσβεση του χρέους κατανέμεται ομοιόμορφα μεσοπρόθεσμα, υποστηρίζοντας μέτριες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου, περίπου 10% του ΑΕΠ ετησίως κατά την περίοδο 2022-26. Ένα ταμειακό μαξιλάρι ύψους 32 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021 είναι μια άλλη πηγή ισχύος για την οικονομία.
Άλλα πιστωτικά πλεονεκτήματα είναι το σερί πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού της Ελλάδας πριν από την κρίση και η ώθηση στη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη από την εκταμίευση και την επένδυση της χρηματοδότησης της ΕΕ για την ανάκαμψη φέτος. Φυσικά, η Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντικές οικονομικές προκλήσεις, από την επιτάχυνση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων και τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ιδίως μετά την ολοκλήρωση της ενισχυμένης εποπτείας μετά το πρόγραμμα αργότερα μέσα στο έτος, καθώς και μετά τις εκλογές του 2023 έως την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, την αύξηση της απασχόλησης και την ενίσχυση της πρόσβασης των τοπικών επιχειρήσεων σε φθηνή χρηματοδότηση μέσω της περαιτέρω εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών. Αυτοί οι κίνδυνοι αντικατοπτρίζονται στην αξιολόγησή μας για τη χώρα, που την τοποθετεί στη θέση ΒΒ+/σταθερή.
Πόση ανάπτυξη εκτιμάτε ότι θα προσθέσει στην ελληνική οικονομία το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ και πιστεύετε ότι μπορεί να αλλάξει τον μεσοπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας;
Η αισιοδοξία μας σχετικά με τις ενισχυμένες βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας έχει οδηγήσει σε σημαντική αλλαγή των προοπτικών για τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας, λαμβάνοντας υπόψη ότι το περιορισμένο μεσοπρόθεσμο δυναμικό οικονομικής ανάπτυξης της χώρας -που εκτιμάται σε 1% ετησίως- αποτελούσε από παλαιότερα περιορισμό για την πιστοληπτική της αξιολόγηση. Εκτιμούμε ότι η ανάπτυξη επεκτείνεται κατά 4,4% το 2022, προτού μειωθεί σε ένα ακόμη ισχυρό 2,5% το 2023. Έχουμε αναθεωρήσει προς τα πάνω την εκτίμησή μας για την ανάπτυξη πέρυσι σε 9,3%, από μια προηγούμενη εκτίμηση του Δεκεμβρίου του 2021 για 8,9%.
Επιπλέον, αναμένουμε συγκριτικά αυξημένη ανάπτυξη κατά μέσο όρο 1,8% την περίοδο 2023-26, για δύο λόγους:
- Η σημαντική κλίμακα χρηματοδότησης από την ΕΕ υπερβαίνει τις σωρευτικές ελληνικές δημόσιες επενδύσεις της περιόδου 2016-2020. Η Ελλάδα πρόκειται να λάβει σημαντική συνολική χρηματοδότηση από το πρόγραμμα της ΕΕ NGEU, ύψους 30,5 δισ. ευρώ (14,9% του μέσου ΑΕΠ της περιόδου 2021-2026, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά της Ευρωπαϊκής Ένωσης), με το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων (17,8 δισ. ευρώ) να έχει τη μορφή επιχορήγησης και ένα υπόλοιπο να είναι δάνεια με ευνοϊκούς όρους. Η χρηματοδότηση της ΕΕ συμπληρώνει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας, «Ελλάδα 2.0», με το οποίο επιδιώκεται η κινητοποίηση επιπλέον 26 δισ. ευρώ σε επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.
- Η Ελλάδα έχει καλό ιστορικό στην αξιοποίηση της χρηματοδότησης της ΕΕ. Το ποσοστό απορρόφησης της χώρας από τη χρηματοδότηση της συνοχής κατά τη διάρκεια του πολυετούς προϋπολογισμού της ΕΕ για την περίοδο 2014-2020 κατατάσσεται στη δεύτερη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27.
Στην τελευταία έκθεσή σας, κ. Shen, αν και τονίσατε την πρόοδο στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των συστημικών τραπεζών, αναφέρεστε σε «ευπάθειες του τραπεζικού τομέα». Θα μπορούσατε, σας παρακαλώ, να το αναλύσετε περισσότερο;
Οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, με ένα δείκτη κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) σε επίπεδο συστήματος που υπερβαίνει τις ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις, αν και σε μειωμένο επίπεδο, 13% του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού (RWAs) από το τρίτο τρίμηνο του 2021 από 16,4% το τέταρτο τρίμηνο του 2019, καθώς οι τράπεζες εξυγιαίνουν τους ισολογισμούς τους μέσω τιτλοποίησης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και τερματίζονται τα μέτρα για την πανδημία της Covid-19.
Ο δείκτης CET1 είναι χαμηλότερος από τον μέσο όρο, όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται μέσω της ΕΚΤ στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης (15,6%). Η θέση ρευστότητας των τραπεζών βελτιώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης λόγω της συμμετοχής τους στις στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (TLTRO) και της αύξησης των καταθέσεων.
Η κερδοφορία εξακολουθεί να περιορίζεται από τις απαιτήσεις για προβλέψεις λόγω των πωλήσεων χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων με τιτλοποίηση από τις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει μειωθεί από 40% τον Δεκέμβριο του 2019 σε 16,4% τον Σεπτέμβριο του 2021. Οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες στοχεύουν σε μονοψήφιο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2022.
Αναφορικά με το ιδιωτικό χρέος, αυτό ανήλθε στο 128,6% του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2021, πάνω από το προ-Covid επίπεδο του 110% του ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2019, αλλά πολύ χαμηλότερα από τον τρέχοντα μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, που ανέρχεται στο 173% του ΑΕΠ -σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS). Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 28,6 δισ. ευρώ από τον Μάρτιο του 2020 έως τον Σεπτέμβριο του 2021, λόγω των δημοσιονομικών και των άλλων υποστηρικτικών μέτρων, καθώς και της αύξησης των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Τέλος, οι δανειοδοτήσεις (χορηγήσεις) από τις ελληνικές τράπεζες προς τον ιδιωτικό τομέα παραμένουν διαρθρωτικά αδύναμες. Τον Σεπτέμβριο του 2021, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των καθαρών πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μετριάστηκε σε 2,8%, από 6,7% τον Απρίλιο του 2021. Αυτό αντανακλά τα ταμειακά μαξιλάρια που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς και τη συνεχιζόμενη μετάβαση από τον τραπεζικό δανεισμό στην έκδοση εταιρικών ομολόγων.
Οι επιπτώσεις στις τράπεζες, καθώς αποσύρονται τα έκτακτα μέτρα, ενδέχεται να στηρίξουν την αύξηση των ήδη υψηλών μεριδίων των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στα τραπεζικά κεφάλαια (που αντιστοιχούν στο 59% του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 στο τέλος του 2020).
Αυτό το υψηλό μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, η αυξανόμενη κατοχή εγχώριων κρατικών ομολόγων από τις τράπεζες, οι συμμετοχές του κράτους στον τομέα και οι κρατικές εγγυήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων Ηρακλής συνεπάγονται μια ισχυρότερη σχέση κράτους-τραπεζών, αυξάνοντας τους ενδεχόμενους κινδύνους για το κράτος, σε σενάρια για το τραπεζικό σύστημα υπό πίεση.