Όπως πάει χρηματιστηριακά ο Ιανουάριος, πάει συχνά όλος ο χρόνος. Τουλάχιστον, τις περισσότερες φορές.
Από το 1965 μέχρι και πέρυσι, η μηνιαία μεταβολή του δείκτη S&P 500 ήταν ίδια με την ετήσια μεταβολή του ίδιου δείκτη, τα 42 από τα 59 χρόνια που μεσολάβησαν. Από αυτά, τα 29 χρόνια ήταν ανοδικά και τα 11 πτωτικά.
Είναι κάτι που επικαλούνται οι «ταύροι» της Wall Street.
Φέτος, δεν είναι μόνο αυτοί. «Η αμερικανική εξαίρεση» είναι μια φράση που επινοήθηκε για να αποδώσει τις προσδοκίες της πλειοψηφίας των συμμετεχόντων στις αγορές ότι η οικονομία των ΗΠΑ θα υπεραποδώσει έναντι της ευρωζώνης, Ιαπωνίας κ.τλ., το 2025. Κι αυτό με την σειρά του, εικάζουν, θα έχει θετικό αντίκτυπο στις αμερικανικές κινητές αξίες όπως οι μετοχές.
Οι αισιόδοξοι οι οποίοι προσδοκούν μια ακόμη ανοδική χρονιά παρά τα σωρευτικά κέρδη της τάξης του 50% και άνω την διετία 2023-2024 δεν αποκλείουν ευχάριστες εκπλήξεις από τις ανακοινώσεις για τα εταιρικά κέρδη του 4ου τριμήνου του 2024 τις επόμενες εβδομάδες. Η μέση εκτίμηση θέλει τα κέρδη ανα μετοχή να αυξάνονται λίγο πάνω από 8%.
Όμως, ακόμη κι αυτοί αναγνωρίζουν ότι οι αποτιμήσεις των μετοχών είναι παρατραβηγμένες παρά την υποχώρηση των χρηματιστηριακών δεικτών και «βαριών» μετοχών από τα ιστορικά υψηλά του περασμένου Δεκεμβρίου.
Ο βετεράνος αναλυτής Ed Yardeni είναι ένας από αυτούς. Ο ίδιος υπενθυμίζει ότι υπήρξαν μόλις 6 πτωτικές αγορές από τον Ιανουάριο του 1978 μέχρι σήμερα με μέση διάρκεια λίγο πάνω από ένα έτος. Τις υπόλοιπες, ο S&P 500 κατέγραψε κέρδη και γι ’αυτό είναι 67 φορές μεγαλύτερος.
Ο Yardeni έκανε κάτι ενδιαφέρον. Πήρε το διάγραμμα του δείκτη S&P 500 της περιόδου 1980-2010 (με το κόκκινο χρώμα παρακάτω) και έβαλε από πάνω το γράφημα του S&P 500 από το 2010 μέχρι σήμερα. Αν έχει δίκιο, ο S&P 500 έχει πολύ ανοδικό δρόμο ακόμη να διανύσει αυτή την δεκαετία.
Όμως, υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη σημερινή εποχή και το τότε. Ο εμπροσθοβαρής πολλαπλασιαστής κερδών (P/E) του δείκτη S&P 500 ήταν 21,6 φορές στο τέλος του 2024 έναντι μόλις 13 φορές το 1994.
Ακόμη, η συνολική κεφαλαιοποίηση της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς προς το ΑΕΠ (the Buffet Ratio) είναι περίπου 3 σήμερα έναντι γύρω στο 2 το 1999, λίγο πριν η φούσκα των dotcom σκάσει. Με άλλα λόγια, μοιάζει υπερτιμημένο.
Τι θα μπορούσε να πάει λάθος;
Μια υπόθεση είναι να σταματήσουν η Fed και οι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες να μειώνουν τα επιτόκια τους. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί επειδή ανησυχούν για τον πληθωρισμό και γενικότερα τις επιπτώσεις της εμπορικής και δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ 2.0.
Οι αγορές ομολόγων να συνεχίσουν να ανεβάζουν την απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου προς το 5%. Θα ήταν σαν να έλεγαν προς την Fed ότι η νομισματική πολιτική της είναι επεκτατική.
Οι πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ είναι επίσης ερωτηματικό. Από την μια πλευρά, οι δασμοί και οι απελάσεις, αν υλοποιηθούν σε μεγάλη κλίμακα, ευνοούν την επανεμφάνιση του πληθωρισμού. Από την άλλη πλευρά, οι μειώσεις των κανονισμών και των φόρων αναμένεται να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα.
Αναμφισβήτητα, η πορεία της Wall Street θα κρίνει σε σημαντικό βαθμό την πορεία της φετινής χρηματιστηριακής αγοράς παγκοσμίως. Είναι δύσκολο να φαντασθεί κάποιος ότι η Wall Street θα εμφανίσει ζημιές και οι ευρωπαϊκές αγορές κέρδη.
Με τις αποτιμήσεις των αμερικανικών μετοχών «τραβηγμένες» θα χρειασθούν καλά νέα από την Fed, τον Τραμπ 2.0 και γεωπολιτικά για να αποδειχθεί το 2025 μια ακόμη καλή χρονιά.