Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης φέτος και τα προηγούμενα χρόνια, κερδίζοντας την αναγνώριση μεγάλων ξένων οίκων και τα διθυραμβικά σχόλια έγκυρων ξένων μέσων όπως ο Economist.
Είναι μια θετική εξέλιξη που θα πρέπει να καλωσορίσουμε. Όμως, δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η ελληνική οικονομία υπεραπόδιδε έναντι του μέσου ρυθμού ανάπτυξης των χωρών της ευρωζώνης από το 2002 που η χώρα μπήκε στην ΟΝΕ μέχρι και το 2007. Όμως, όλοι γνωρίζουμε τι ακολούθησε.
Δεν υπονοούμε ότι το ίδιο θα συμβεί και πάλι σε λίγα χρόνια όταν η περίοδος της υπεραπόδοσης φθάσει στο τέλος της. Όπως έχουμε ξαναγράψει, η ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική είναι σώφρων αυτή τη φορά, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, σε αντίθεση με την προμνημονιακή εποχή και επιπλέον η διαχείριση του χρέους με τις πρόωρες αποπληρωμές δανείων οδηγεί σε ελάφρυνση του μεσοπρόθεσμα.
Όμως, από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μας στην πραγματικότητα.
Ο ελληνικός πληθυσμός γηράσκει και η χώρα έχει ένα ιστορικό φτωχών επιδόσεων στη παραγωγικότητα, δυο πολύ σημαντικοί παράγοντες στον καθορισμό του μακροχρόνιου ρυθμού ανάπτυξης. Επομένως, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις είναι η μοναδική ελπίδα της Ελλάδας για να επιτύχει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης πολύ πάνω από 1%-1,25% μακροπρόθεσμα.
Η κυβέρνηση και άλλοι έχουν ποντάρει πολλά στις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ για να επιταχυνθούν οι επενδύσεις και να φθάσουν το 22% του ΑΕΠ περίπου που είναι ο μέσος όρος της ευρωζώνης από κάπου 16%-17% στην Ελλάδα.
Ως γνωστόν, η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει πάνω από 30 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις και φθηνά δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) μέχρι το 2026. Επίσης, η χώρα έχει συμφωνήσει με την Κομισιόν για την χρηματοδότηση ύψους 21 δισ. ευρώ και άνω στα πλαίσια του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΕΣΠΑ) για την περίοδο 2021-2027.
Τον περασμένο Οκτώβριο, η Κομισιόν εκταμίευσε 1 δισ. ευρώ από το ΤΑΑ προς την Ελλάδα από το σκέλος των επιχορηγήσεων με την επίτευξη 20 ορόσημων και στόχων. Μετά από αυτό, το συνολικό ποσό εκταμίευσης υπερέβη τα 18,2 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας το 50% του συνολικού προϋπολογισμού του Εθνικού Σχεδίου «Ελλάδα 2.0»
Όμως, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Δεν αναφερόμαστε στο γνωστό θέμα δηλαδή να εκταμιεύονται λεφτά προς την χώρα αλλά να μην μπαίνουν εξ’ ολοκλήρου άμεσα στην οικονομία καθώς κάθονται σε λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), περιμένοντας τις συμβασιοποιήσεις.
Αναφερόμαστε στις δράσεις που χρηματοδοτούν και στην έλλειψη διαφάνειας ως προς τις εταιρείες που εισπράττουν τις επιχορηγήσεις και τα φθηνά δάνεια του ΤΑΑ. Μια ματιά στον πίνακα με τους τελικούς αποδέκτες του ΤΑΑ όπου περιγράφονται οι δράσεις είναι αποκαλυπτική.
Κατ΄ αρχάς ως αποδέκτες εμφανίζονται κυρίως υπουργεία, περιφέρειες, άλλοι δημόσιο φορείς και ελάχιστοι ιδιωτικοί όπως η ΣΑΝΗ της οικογένειας Ανδρεάδη, η IKOS KISSAMOS, η Sunlight, η Σκλαβενίτης, κ.τλ. Όμως, οι δημόσιοι φορείς δεν υλοποιούν συνήθως τέτοια έργα μόνοι τους αλλά τα δίνουν σε ιδιωτικές εταιρείες που όμως δεν φαίνονται.
Επίσης, μια απλή ανάγνωση των δράσεων π.χ. αναβάθμιση υποδομών ερευνητικών κέντρων, στρατηγικές αστικές αναπλάσεις, πρόγραμμα βελτίωσης οδικής ασφάλειας, έξυπνες πόλεις, αστικές αναπλάσεις, ενίσχυση παιδικής προστασίας κ.τ.λ. είναι αποκαλυπτική. Τουλάχιστον σε μας.
Όλες αυτές οι δράσεις είναι χρήσιμες. Όμως, δεν είναι σε σημαντικό βαθμό επενδύσεις με την πραγματική έννοια του όρου. Ότι δηλαδή θα δημιουργηθούν προϊόντα και υπηρεσίες που θα φέρουν πωλήσεις και μελλοντικά κέρδη, θα προσφέρουν καλές θέσεις εργασίας και θα βοηθήσουν στην αποπληρωμή των δανείων μελλοντικά.
Με άλλα λόγια, κάνουν μεν καλύτερη τη ζωή του πολίτη αλλά δεν του εξασφαλίζουν κάποια μόνιμη πηγή εισοδήματος σε βάθος χρόνου. Επομένως δεν είναι επενδύσεις πνοής με μόνιμο θετικό αποτύπωμα στην οικονομική δραστηριότητα. Όμως, το ζητούμενο για την Ελλάδα ήταν ακριβώς αυτό.
Δυστυχώς, το συμπέρασμα που βγάζουμε είναι πως η επίπτωση των επενδύσεων του ΤΑΑ στην οικονομία δεν θα είναι δυστυχώς η προσδοκώμενη μεσομακροπρόθεσμα.
Με δεδομένη την γήρανση του πληθωρισμού, τις ανωτέρω επενδύσεις και τον ιστορικά χαμηλό ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας, οι αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας δεν μοιάζουν ρόδινες.